Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

ΟΣΟΙ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΝ ΤΟ ΘΕΟ- ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ...


Όσοι εμποδίζουν τους ανθρώπους να πλησιάσουν το Θεό – Μακαριστού Αντωνίου Σισανίου και Σιατίστης

Σχετική εικόνα
Ο μακαριστός π. Αντώνιος Κόμπος πρωην μητροπολίτης Σισανίου & Σιατίστης ήταν μια αγία μορφή…
Τον χαρακτηρίζουν «ασκητή της πόλης». Μαγείρευε μόνος του, καθάριζε ο ίδιος το μητροπολιτικό σπίτι, δεν χρησιμοποιούσε κινητό τηλέφωνο, ενώ σπάνια μιλούσε και στο σταθερό. Επισκεπτόταν την Αθήνα για να συμμετάσχει στις Συνόδους χρησιμοποιώντας… το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, έκανε περιοδείες στα «κουτσοχώρια» με τα πόδια και είχει ξεχάσει πώς είναι τα πλούσια αρχιερατικά άμφια. «Εγώ είμαι ένας καλόγερος», επιμένει ο ίδιος.
Ο 84χρονος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος ξεχωρίζει για τη λιτή και ταπεινή ζωή που κάνει. Οι κάτοικοι της Σιάτιστας κάνουν λόγο για «άγιο άνθρωπο», που ήταν κλειστός, δεν έδινει δικαιώματα και ζούσε όπως οι καλόγεροι. Μερικοί υποστηρίζουν ότι είχε περιορισμένη παρουσία στα κοινά, τονίζοντας πάντως ότι αποτελούσε «στάση ζωής» για τον ίδιο. «Ηταν κάτι παραπάνω από καλός. Δεν ήταν διακοσμητικός, αρνούνταντα λούσα και τις πολυτέλειες, ούτε αυτοκίνητο δεν είχε.Μας έλεγε, συνέχεια ,λένε τα πνευματικοπαίδια του και πολλές φορές με στενοχώρια, τον καιρό της ευδαιμονίας «μεγάλη πείνα θα πέσει στην Ελλάδα, παιδί μου, μεγάλη πείνα… «όταν αρχίσει το κακό από την Συρία να αρχίσετε να προσεύχεστε!

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Η “ψυχούλα” της Βίκυς Μοσχολιού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Πριν λίγο καιρό έφυγε από τον κόσμο αυτό η πολύ γνωστή στο κοινό λαϊκή τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού. Και όπως ήταν φυσικό πολλά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, έντυπα και ηλεκτρονικά, αφιέρωσαν σελίδες και εκπομπές για να παρουσιάσουν το έργο και την προσωπικότητα της πολυτάλαντης αυτής τραγουδίστριας.
Το βράδυ της ημέρας που εψάλη η εξόδιος ακολουθία της στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, η κρατική Τηλεόραση μετέδωσε μια παλαιότερη συνέντευξή της, στην οποία η ίδια απεκάλυπτε προσωπικά στοιχεία της ζωής της, από την μικρή της ηλικία μέχρι την εποχή εκείνη που έδωσε την συνέντευξη.
Το μεγαλύτερο μέρος της συνεντεύξεως το παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή, διότι είχαν γραφή και ειπωθή πολλά για το πρόσωπό της. Μου έκανε εντύπωση η ειλικρίνειά της και η απλότητα με την οποία διηγείτο πτυχές της ζωής της. Ιδιαιτέρως, όπως ήταν φυσικό, πρόσεξα αυτό που είπε, ότι πριν από κάθε σοβαρή εργασία της έκανε κομποσχοίνι και παρακαλούσε τον Χριστό και την Παναγία να την βοηθήση. Βέβαια κατά καιρούς άκουγα ότι είχε σχέση με την εκκλησιαστική ζωή.
Ενθυμούμαι ότι κατά τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, ιδιαιτέρως στην Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου, είχα συναντήσει έναν μοναχό που ήταν θείος της, αδελφός της γιαγιάς της, ο οποίος μας μιλούσε για την ανηψιά του Βίκυ Μοσχολιού, ότι δηλαδή είχε επικοινωνία μαζί της και την συμβούλευε για την χριστιανική ζωή. Πρόκειται για τον γερο-Ησύχιο, που ήταν όνομα και πράγμα ησύχιος, άγιος Μοναχός, ο οποίος πάντοτε μας μιλούσε πολύ πνευματικά. Κυρίως μας διηγείτο ιστορίες από προηγούμενους γέροντες μοναχούς, που είχαν προβλέψει την έξοδό τους από τον κόσμο αυτό και είχαν προετοιμασθή κατάλληλα και έφυγαν εν μετανοία και προσευχή. Η μορφή του γέροντα Ησυχίου μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.
Βλέποντας, λοιπόν, το βράδυ εκείνο την συνέντευξη της Βίκυς Μοσχολιού, είδα όλη την ζωή της, όπως την περιέγραφε, θυμήθηκα τον Αγιορείτη Γρηγοριάτη μοναχό και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αλλά συνέχεια αυθόρμητα μου ήλθε να προσεύχομαι για την ανάπαυση της ψυχής της. Σχεδόν όλη την νύχτα την πέρασα σε αυτήν την κατάσταση.
Επειδή, όμως, δεν θυμόμουν επακριβώς το όνομα του γερο-Ησυχίου και το συνέχεα με ένα άλλο όνομα, την επομένη ημέρα το πρωΐ τηλεφώνησα στην Μονή Γρηγορίου για να ρωτήσω πώς λεγόταν ο μοναχός αυτός για να το επιβεβαιώσω. Ο μοναχός που σήκωσε το τηλέφωνο μου είπε ότι επρόκειτο για τον γερο-Ησύχιο. Τον ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Μετά από λίγο, όμως, μου τηλεφώνησε ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, με την ευγένεια και την ευαισθησία που τον διακρίνει και την αγάπη του προς όλους τους ανθρώπους και στο πρόσωπό μου, για να με ρωτήση αν ήθελα κάτι περισσότερο. Μου είπε δε ότι στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, μετά την κοίμηση του γερο-Ησυχίου, που ήταν ένας ευλογημένος μοναχός με εκκλησιαστική συνείδηση και ορθόδοξο φρόνημα, βρέθηκε μια επιστολή της ανηψιάς του Βίκυς Μοσχολιού, στην οποία φαίνεται η προσωπικότητά της, και με ερώτησε εάν ήθελα να μου την αποστείλη για να την χρησιμοποιήσω κατά την κρίση μου.
Τον ευχαρίστησα και την επομένη ημέρα μου έστειλε την χειρόγραφη επιστολή της Βίκυς Μοσχολιού που είχε αποστείλει στον θείο της, αείμνηστο γερο-Ησύχιο, που κοιμήθηκε σε ηλικία 103 ετών, την οποία απέστειλε η Μοσχολιού πριν δέκα χρόνια, ήτοι το 1994 (ήταν τότε ηλικίας 52 ετών) και την διάβασα με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Με άδεια του Αρχιμ. Γεωργίου Ηγουμένου της Ιεράς Μονής, θα δημοσιεύσω την επιστολή αυτή με μερικές αναγκαίες περικοπές και θα κάνω μερικά σχόλια, για την ωφέλεια των Χριστιανών και την ανάπαυση της ψυχής της αειμνήστου Βασιλικής (Βίκυς).

1. Η επιστολή

“Αξιοσέβαστε θείε, ευλογείτε.
Έχω ακούσει από πολλούς Ιερείς για την αγιωσύνη που έχετε, και από την Μητέρα μου. Εγώ, η τόσο αμαρτωλή και ανάξια αισθάνομαι πολύ τυχερή που σάς έχω θείο, και συγχρόνως λυπάμαι που ποτέ δεν σάς γνώρισα.
Είστε ευλογημένος άνθρωπος που από νέος ακολουθήσατε τον σωστό δρόμο του Θεού. Δυστυχώς εμείς μπήκαμε στην βιοπάλη της ζωής, και όσο και να καταλαβαίνουμε τα λάθη μας, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.
Θείε μου, από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ευχαριστώ πάντα τον Κύριό μας και την Παναγιά για το θείο δώρο που μου χάρισαν (τη φωνή) να μπορέσω να βοηθήσω τους γονείς μου, τα αδέλφια μου και τον κόσμο. Όμως τώρα είμαι 52 ετών και παρακαλώ την Παναγία να με βοηθήσει να τακτοποιηθώ, να σταματήσω, μήπως και βάλω την ζωή μου σε μια σειρά. Κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Όμως αυτό με κούρασε πολύ...
Βέβαια ξεμολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου. Βλέπετε, θείε μου, ότι ο άνθρωπος όσο και να ξεφύγη, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές, κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ. Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού, που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ. Ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ' ακούσουν τις προσευχές μου γιατί δεν θέλω να χαθή η ψυχούλα μου.
Θείε μου, θέλω να σου πω πώς έχω δύο κοριτσάκια, την Ουρανία και την Βαγγελία, είναι δύο καταπληκτικά παιδιά. Τα έχω παντρέψει και τα δυο με πολύ καλά παιδιά. Η Ουρανία μου έκανε και ένα κοριτσάκι που είναι τώρα 3 μηνών.
Θείε μου, θα ήταν μεγάλη η ευλογία, αν μπορούσα να σας δω, γιατί έχω πολλά να πω. Θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω. Και τότε να έρθη η θεία φώτιση.
Θείε μου, εσείς που είστε ένας άνθρωπος του Θεού προσευχηθήτε για μένα και για την οικογένειά μου για τα παιδάκια μου και το εγγονάκι μου να τακτοποιηθώ και να φύγω από αυτή την δουλειά που μ' έχει κουράσει.
Θα ήταν μεγάλη ευλογία αν κάτι προσωπικό σας αντικείμενο μου στέλνατε, θα το είχα σαν ιερό κειμήλιο από εσάς, κάτι που αγαπάτε πολύ.
Δεν θέλω να σάς κουράσω πιο πολύ. Ο Θεός να σάς έχει καλά πάντα.
Τις ευχές σας η ταπεινή ανηψιά σας
Βασιλική (η Βίκυ) Μοσχολιού.
Υ.Γ. Σάς στέλνω αυτό το γράμμα με τον Πάτερ Νικόδημο, ο οποίος ήρθε στο Σπίτι μου με την Μητέρα του και έφερε την ευλογία. Ο Πάτερ Νικόδημος μου έδωσε δύο φωτογραφίες σας και χάρηκα πάρα πολύ που σάς είδα. Βλέπω ότι μοιάζετε πολύ με την Γιαγιά μου της Μαριάμ. Επίσης, μου έδωσε πολύ ωραίες χάρτινες εικονίτσες και ωραία βιβλία και μοσχοθυμίαμα. Ήταν Θεού δώρο να στείλετε τον Πάτερ Νικόδημο, γιατί είναι σαν να είσαστε εσείς εδώ”.

2. Παρατηρήσεις

Αν και είναι εύγλωττη η επιστολή, ωστόσο θα ήθελα να κάνω μερικά σχόλια, ως ένα μικρό μνημόσυνό της.
α) Και προ και μετά την κοίμηση της Βίκυς Μοσχολιού πολλοί μίλησαν για το ταλέντο της, τις φωνητικές της ικανότητες και την προσφορά της στο λαϊκό τραγούδι. Είπαν ότι “τραγούδησε 1.400 τραγούδια όλων των Ελλήνων Συνθετών και εκ των οποίων τα 450 έγιναν μεγάλες επιτυχίες”. Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα. Αλλά εμένα ως Επίσκοπο με απασχολεί ο εσωτερικός της κόσμος, που φαίνεται να είναι πλούσιος και ευαίσθητος. Στο γράμμα φαίνονται καθαρότατα τα αισθήματα που την διακρίνουν. Οπότε, στο τομέα αυτόν η προφορά της έχει μια διαχρονικότητα, ως προσώπου και κατ' εικόνα Θεού δημιουργημένης.
β) Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το γράμμα της, διακρίνει όλα τα χαρίσματα του επιστολιμαίου κειμένου, δηλαδή τα χαρίσματα της προσωπικής επιστολής. Όταν μιλά κανείς και μάλιστα σε ευρύ κοινό, ή όταν γράφη μια επιστημονική μελέτη, συνήθως αυτοπεριορίζεται, αυτοελέγχεται και αυτολογοκρίνεται. Οι προσωπικές όμως επιστολές που στέλνονται σε αγαπητά πρόσωπα είναι στην πραγματικότητα ξεσπάσματα καρδιακά.
Ακριβώς σε αυτήν την επιστολή που είδαμε προηγουμένως φαίνονται όλα τα χαρίσματα της προσωπικότητος της Βίκυς Μοσχολιού, όπως η απλότητα, η μεγαλοκαρδία, η ευαισθησία, η ειλικρίνεια κ.ά. Γράφει σε ένα σημείο: “θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω”. Πρόκειται για ένα γράμμα “εξομολογητικό” και καρδιακό, που απέχει όμως από τον συναισθηματισμό. Άλλωστε υφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ αισθήματος και συναισθήματος.
γ) Η επιστολογράφος εκφράζει επανειλημμένως την πίστη της στον Θεό. Ευχαριστεί τον Θεό, “τον Κύριό μας”, όπως γράφει, και την Παναγία για το δώρο της φωνής που της χάρισαν. Επομένως έχει βαθύτατη αίσθηση της δωρεάς του Θεού. Παρακαλεί την Παναγία και τον Χριστό να την συγχωρούν και να είναι μαζί της: “να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου”. Ζητά “την θεία φώτιση” και γενικά σε όλο το γράμμα φαίνεται η σχέση της με τον Θεό και εκφράζει την γνωστή φράση από τις ευχές της Πεντηκοστής: “σοι μόνω αμαρτάνομεν και σοι μόνω λατρεύομεν”.
Συγχρόνως εκφράζει και την εμπιστοσύνη της και τον σεβασμό της στους ανθρώπους του Θεού, όπως είναι ο θείος της. Έχει ακούσει για την “αγιωσύνη του”, θεωρεί ότι είναι ευλογημένος άνθρωπος που ακολούθησε τον δρόμο του Θεού, αισθάνεται “τυχερή” που τον έχει θείο, λυπάται που δεν τον γνώρισε προσωπικά, ζητά τις ευχές του για την ίδια και την οικογένειά της, επιθυμεί μια συνάντηση μαζί του για να ανοίξη πλήρως την καρδιά της και τον παρακαλεί να της αποστείλη κάποιο προσωπικό του αντικείμενο ως “ευλογία” και ως “ιερό κειμήλιο”.
δ) Στην επιστολή αυτή φαίνεται ότι μεγάλωσε “μέ χριστιανικές αρχές” και τα εκκλησιαστικά αυτά βιώματα τα οποία είχε από την μικρή της ηλικία την ακολουθούν σε όλη την ζωή της. Είναι πολύ σημαντικό που γράφει σε ένα σημείο: “κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Όμως αυτό με κούρασε πολύ”. Αυτή η έκφραση “έκανε καθήκοντα μοναχής”, σημαίνει ότι ζούσε ως μοναχή με προσευχή, με εγκράτεια, ακόμη και όταν εργαζόταν στα Κέντρα τις νυκτερινές ώρες. Και όπως γράφει σε άλλο σημείο, ακολουθούσε τον δρόμο του Θεού που της “άρεσε πολύ” και θυμάται όλη αυτήν την εμπειρία. Γι' αυτό γράφει: “ο άνθρωπος όσο και να ξεφύγει, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ. Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ”.
Αυτό μου θυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος εξεδήλωσε μετάνοια, όχι μέσα από ιδεολογίες, αλλά από την ανάμνηση της αγάπης του πατέρα του, όπως την έζησε στο πατρικό του σπίτι. Συνέκρινε, λοιπόν, αυτήν την πατρική αγάπη με την ζωή της στερήσεως την οποία περνούσε και αυτό αύξησε την μεγάλη αγάπη του για την επιστροφή.
ε) Ακριβώς το προηγούμενο σημείο δείχνει την μετάνοια της Βίκυς Μοσχολιού και την μεγάλη αρετή της αυτομεμψίας που την διακρίνει. Αισθάνεται τα λάθη τα οποία έκανε ως άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα ομολογεί: “εξομολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου”. Αυτή η φράση είναι πάρα πολύ σημαντική και δείχνει το όλο περιεχόμενο της μετανοίας της που δεν ήταν απλώς μια τυπική εξομολόγηση, αλλά μια διαρκής κατάσταση κλάματος και δακρύων για να λάβη συγχώρεση από τον Θεό και ο Θεός να είναι μαζί της. Αυτό που παρατηρεί κανείς στην επιστολή της είναι το χάρισμα της αυτομεμψίας, το οποίο τόσο πολύ έχουν εξάρει οι Πατέρες της Εκκλησίας και δείχνει μια κατάσταση πνευματικής υγείας.
Μέσα στο πνεύμα της μετανοίας και επειδή έχει ανάμνηση της χριστιανικής ζωής την οποία ζούσε στα παιδικά της χρόνια, παρακαλεί την Παναγία να την βοηθήση να σταματήση την εργασία την οποία έκανε, όπως γράφει: “μήπως και βάλω την ζωή μου σε μια σειρά”. Και όπως ομολογεί: “από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη”. Ποιός μπορεί να μη συγκινηθή από αυτήν την έκφραση μιας απλής ψυχής;
στ) Η βασικότερη και σημαντικότερη φράση στο γράμμα αυτό που με συγκίνησε είναι η ακόλουθη: “ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ' ακούσουν τις προσευχές μου γιατί δεν θέλω να χαθή η ψυχούλα μου”. Την ψυχή της την ονομάζει “ψυχούλα”, αφού η ίδια εγνώριζε την ευαισθησία που υπήρχε μέσα της. Επειδή δεν θέλει να χαθή η ψυχούλα της, γι' αυτό προσεύχεται στον Χριστό και την Παναγία και ελπίζει ότι θα ακούσουν τις προσευχές της. Πιστεύει στην μέλλουσα ζωή και στην αιώνια ύπαρξη του ανθρώπου.
Και μεις με την σειρά μας ελπίζουμε ότι ο Θεός, ο Οποίος είναι αγάπη, “έρως και εραστόν”, θα ακούση τις προσευχές της και δεν θα αφήση να χαθή η “ψυχούλα” αυτής της γυναίκας με μια τέτοια καρδιακή απλότητα.
ζ) Από όλο το περιεχόμενο της επιστολής, αλλά και από το υστερόγραφο φαίνεται και η προσφορά του Αγίου Όρους και των Αγιορειτών Πατέρων. Σε Αγιορείτη Πατέρα –τον θείο της– γράφει μια τέτοια καρδιακή επιστολή, αλλά και οι μοναχοί της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου με την ευλογία του Ηγουμένου π. Γεωργίου είχαν την επικοινωνία μαζί της και την έκαναν να εκφρασθή εξομολογητικά. Επομένως, βλέπουμε εδώ την μεγάλη προσφορά και την ιεραποστολή των Ιερών Μονών, αλλά θα μου επιτραπή να πω της Ιεράς Μονής Γρηγορίου με το ποιμαντικό “πνεύμα” το οποίο έχει εμπνεύσει ο Γέροντας της Ιεράς Μονής.
Την επιστολή αυτή, μέσα στην οποία εκφράζει όλο αυτό το πνεύμα της μετανοίας και προσευχόταν να την βοηθήση ο Θεός, όπως έλεγε, “νά φύγω από αυτήν την δουλειά που μ' έχει κουράσει”, την έγραψε όταν ήταν σε ηλικία 52 ετών, δηλαδή πριν δέκα χρόνια. Αν σκεφθή κανείς ότι εκοιμήθη σε ηλικία 62 ετών και μάλιστα τα δύο τελευταία χρόνια πέρασε μέσα από την εξαγνιστική ενέργεια της ασθένειας της εποχής μας, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτή η “ψυχούλα” έγινε ακόμη πιο “ψυχούλα” και επομένως θα έγινε δεκτή από τον Θεό.
Εύχομαι με όλη μου την καρδιά ο Θεός να την έχη κοντά Του και να ψάλη με τους αγγέλους και το χορό των αγίων, όχι τα τραγούδια της, αλλά τον τρισάγιον ύμνο στον Τρισάγιο Θεό, που αγαπά τον άνθρωπο και κυρίως αυτούς που μετανοούν.–

Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Η συνάντηση της ιατρικής και βιολογίας με την τεχνολογία έχει προσφέρει πολλά στην αντιμετώπιση της σωματικής ασθένειας και γενικότερα στην εξέλιξη των επιστημών αυτών, έχει όμως δημιουργήσει προβλήματα και ερωτηματικά. Αυτά αναφέρονται κυρίως στην βιολογική ζωή του ανθρώπου και με αυτά ασχολούνται και άλλες επιστήμες, όπως η νομική και η βιοηθική. Τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται η βιοηθική αντιμετωπίζουν σήμερα και οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Στην εποχή μας οι εξελίξεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας είναι τόσο μεγάλες που θεωρούνται σαν μια νέα επανάσταση, και συμβαίνουν με τέτοιο ρυθμό που καθημερινά επέρχονται αλλαγές στην επιστημονική γνώση, γεγονός που επηρεάζει και την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά και τον κάθε άνθρωπο τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική του ζωή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εξελίξεις της βιοτεχνολογίας στην ιατρική επιστήμη.
Είναι γνωστόν ότι η ανθρωπότητα σε κάποια περίοδο της ιστορίας της πέρασε από την αγροτική κοινωνία στην βιομηχανική κοινωνία, με την λεγομένη βιομηχανική επανάσταση, γεγονός που είχε άμεσες συνέπειες στην ζωή ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Οι αλλαγές ήταν πολλές και μεγάλες.
Πολλοί μελετητές εντοπίζουν το γεγονός ότι σήμερα ζούμε μια άλλη επανάσταση που χαρακτηρίζεται ως βιοτεχνολογική και γι’ αυτό κάνουν λόγο για το ότι έχουμε εισέλθει σε έναν αιώνα που μπορεί να αποκληθή αιώνας της βιοτεχνολογίας.
Ο όρος βιοτεχνολογία εισήχθη από τον Ούγγρο Karl Ereky το 1919 σε ένα βιβλίο του, όπου μελετούσε την παραγωγή προϊόντων και ουσιών με την χρήση ζωντανών οργανισμών και αναφερόταν στην σύνδεση της βιολογίας με την τεχνολογία. Εξέλιξη του αρχικού αυτού όρου αποτελεί ο ορισμός της βιοτεχνολογίας, σύμφωνα με την Convention on Biological Diversity (Συνθήκη για την Βιολογική Ποικιλότητα) το 1992, ως κάθε τεχνολογικής εφαρμογής που χρησιμοποιεί βιολογικά συστήματα, ζωντανούς οργανισμούς ή συστατικά τους, για να παράγη ή να τροποποιήση προϊόντα ή διαδικασίες για συγκεκριμένη χρήση.
Με την ευρύτερη έννοια αυτού του όρου στην βιοτεχνολογία συμπεριλαμβάνονται πανάρχαιες τεχνικές, όπως η καλλιέργεια φυτών, η εξημέρωση και εκτροφή ζώων που χρονολογείται πριν από 10.000 χρόνια, η ζύμωση του ψωμιού, που χρονολογείται πριν από 6.000 χρόνια, ή της μπύρας, του κρασιού και του τυριού πριν από 3.000 χρόνια. Ακόμη πολλές άλλες κοινές πρακτικές, γνωστές στην ανθρωπότητα από αιώνες, όπως η επιλογή και ανάπτυξη βελτιωμένων ειδών φυτών και ζώων, και πιο πρόσφατα η βελτίωση του τρόπου των καλλιεργειών με λιπάσματα, εντομοκτόνα και πολλά άλλα.
Με στενότερη αντίληψη του όρου, σύμφωνα με την Δήλωση του 2000 για την βιοτεχνολογία, του Οργανισμού Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO, Food and Agriculture Organization of United Nations), ο όρος μπορεί να περιορισθή στις εφαρμογές των νέων τεχνικών της γενετικής μηχανικής και μοριακής βιολογίας και στις νέες αναπαραγωγικές διαδικασίες, καλύπτοντας ένα φάσμα τεχνικών, όπως ο χειρισμός γονιδίων, η μεταφορά γονιδίων, ο ανασυνδυασμός του DNA, η κλωνοποίηση σε φυτά και ζώα.
Παρόμοιος είναι και ο ορισμός που δόθηκε στον όρο «μοντέρνα βιοτεχνολογία» από το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για την Βιοασφάλεια (Cartagena Protocol on Biosafety, Montreal 2000). Σύμφωνα με αυτό, στον όρο «μοντέρνα βιοτεχνολογία» περιλαμβάνονται α) οι εργαστηριακές (in vitro) τεχνικές πάνω στο DNA, όπως ο ανασυνδυασμός του DNA, και η άμεση μεταφορά γενετικού υλικού και οργανυλλίων και β) η ένωση κυττάρων ανάμεσα σε είδη διαφορετικών οικογενειών, που ξεπερνούν τα όρια της φυσιολογικής αναπαραγωγής και που δεν συγκαταλέγονται στις παραδοσιακές μεθόδους εκτροφής και επιλογής ειδών.
Πάντως είναι σαφές ότι οι εφαρμογές της βιοτεχνολογίας αφορούν πάρα πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι ως «λευκή βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στην βιομηχανία, π.χ. για την ανάπτυξη νέων χημικών, βιοκαυσίμων, βιοπλαστικών, νέων ενζύμων για απορρυπαντικά, για παραγωγή τροφών κ.ά.? ως «πράσινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στον αγροτικό τομέα, όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών που θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, και ως «κόκκινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στην υγεία και την ιατρική, στην προσπάθεια καταπολέμησης και πρόληψης των ασθενειών του ανθρώπου. Βέβαια τα όρια μεταξύ λευκής, πράσινης και κόκκινης βιοτεχνολογίας είναι ασαφή.
Ο Τζέρεμι Ρίφκιν (Jeremy Rifkin) στο βιβλίο του «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας» αναλύει όλο αυτό το φαινόμενο με ενάργεια και ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθή τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στις ημέρες μας και ενδέχεται να επακολουθήσουν. Μερικές απόψεις του θα καταγράψουμε στην συνέχεια.
Θεωρείται ότι η εποχή μας βρίσκεται στο τέλος της βιομηχανικής εποχής, η οποία σημαδεύθηκε από μεγάλες αλλαγές στις κοινωνίες, αφού μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού μετακινήθηκε σε αστικές περιοχές με αποτέλεσμα την αλλαγή του κοινωνικού ιστού. Η εποχή αυτή χαρακτηρίσθηκε από μεγάλες εξελίξεις στις συγκοινωνίες και μεταφορές, από τον σιδηρόδρομο έως τις αερομεταφορές, αλλά και στον τρόπο επικοινωνίας των ανθρώπων, από τον τηλέγραφο και την τηλεφωνία έως τους δορυφόρους και το διαδίκτυο. Αντίστοιχη ήταν και η μεταβολή της μορφής των πόλεων με την δημιουργία μεγάλων τσιμεντένιων οικοδομημάτων, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν από την αστυφιλία.
Κατά την βιομηχανική εποχή έγιναν αλλαγές και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα, αυτή η εποχή ήταν εποχή της φυσικής και της χημείας, οι επιστήμονες διέσπασαν το άτομο, επινοήθηκε η συσκευή των ακτίνων Χ, οι επιστήμονες ερευνητές έδωσαν στους ανθρώπους τα εμβόλια, τα αναισθητικά, τα αντιβιοτικά και άλλα φάρμακα. Γενικά, οργανώθηκαν και αναπτύχθηκαν τα επιστημονικά ερευνητικά κέντρα και τα Πανεπιστήμια, ακόμη δημιουργήθηκαν κοινωνικά συστήματα και έγιναν διάφορες άλλες αλλαγές στον κοινωνικό χώρο. Βέβαια, υπήρξαν και αρνητικές συνέπειες τις οποίες δεν θα εντοπίσουμε εδώ, γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός του βιβλίου αυτού.
Η βιομηχανική εποχή που σηματοδότησε «το τελευταίο στάδιο της φωτιάς», είναι μια «πυροτεχνολογική εποχή», και η πυρηνική βόμβα αποτελεί «την έσχατη έκφραση της εποχής της πυροτεχνολογίας».
Μετά την βιομηχανική εποχή περάσαμε στην εποχή της βιοτεχνολογίας, που συνιστά μια νέα επανάσταση με θετικές και αρνητικές συνέπειες στην κοινωνία και την οικονομία. Γίνεται λόγος για την δημιουργία μιας νέας «λειτουργικής μήτρας», αφού δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για νέες ομάδες τεχνολογιών που δίνουν ώθηση στο εμπόριο, δημιουργούνται προϋποθέσεις, όπως ισχυρίζονται, για μια νέα αναδημιουργία της γης «μέσω μιας τεχνητής δεύτερης Γένεσης», την δημιουργία της επιστήμης της ευγονικής, αλλά και μιας νέας κοινωνιολογίας.
Γράφεται χαρακτηριστικά: «Όλα μαζί τα γονίδια, οι βιοτεχνολογίες, οι πατέντες ζωντανών οργανισμών, η παγκόσμια βιομηχανία γονιδίων και οι επεμβάσεις σ’ αυτά, τα νέα πολιτισμικά ρεύματα, οι υπολογιστές και οι αναθεωρημένες αντιλήψεις για την εξέλιξη αρχίζουν να αναδημιουργούν τον κόσμο μας».
Οι επιστήμονες, ύστερα από μακροχρόνιες έρευνες πάνω στην διαίρεση του κυττάρου και στον τρόπο διαχωρισμού των χρωματοσωμάτων, και από την απλή παρατήρηση με το μικροσκόπιο, έφθασαν στο σημείο να απομονώνουν και να ανασυνδυάζουν τμήματα του DNA και τα γονίδια που βρίσκονται σε αυτό και τελικά να επιτύχουν πρόσφατα την χαρτογράφηση του ανθρώπινου DNA.
Επιστήμονες απομόνωσαν τμήματα του DNA δύο οργανισμών που δεν διασταυρώνονται στην φύση και στην συνέχεια χρησιμοποιώντας «ένα είδος βιολογικής ραπτομηχανής» συνέρραψαν τα δύο αυτά ανεξάρτητα τμήματα των δύο άσχετων μεταξύ τους οργανισμών και δημιούργησαν ένα καινούριο στοιχείο, ένα νέο ανασυνδυασμό των δύο διαφορετικών DNA.
Αναφέρονται μερικά παραδείγματα. Το 1983 πήραν «γονίδια της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης» και τα έβαλαν στο έμβρυο ενός ποντικιού. Με την ενέργεια αυτή παρήχθησαν τα «σούπερ ποντίκια» που ήταν δύο φορές μεγαλύτερα από τα άλλα ποντίκια, και το σπουδαιότερο είναι ότι «τα ανθρώπινα γονίδια ενσωματώθηκαν μόνιμα στη γενετική διάταξη αυτών των ζώων». Το 1984 «συνένωσαν κύτταρα εμβρύου μιας κατσίκας και ενός προβάτου και τοποθέτησαν το έμβρυο αυτό στη μήτρα ενός ζώου υποκατάστατου το οποίο γέννησε ένα αιγοπρόβατο». Το 1986 πήραν το γονίδιο από μια πυγολαμπίδα που προκαλεί το φως και το έβαλαν «στο γενετικό κώδικα ενός φυτού του καπνού. Τα φύλλα του καπνού έλαμψαν».
Στους επιστήμονες δημιουργείται η εντύπωση ότι κατασκευάζουν εκ νέου τον κόσμο και ότι ο άνθρωπος καθίσταται έτσι δημιουργός του κόσμου. Γράφεται χαρακτηριστικά: «Αρχίζουμε να βλέπουμε τη ζωή με την οπτική του χημικού.... Για πρώτη φορά στην ιστορία, κατασκευάζουμε την ίδια τη ζωή. Αρχίζουμε να αναπρογραμματίζουμε τους γενετικούς κώδικες των ζώντων οργανισμών για να εξυπηρετήσουμε τις πολιτισμικές και οικονομικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Αναλαμβάνουμε το καθήκον μιας δεύτερης Γένεσης, αυτή τη φορά μιας τεχνητής Γένεσης που υπόκειται στις επιταγές της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας».
Τέτοιες μεθόδους προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ή χρησιμοποιούνται ήδη στην εξορυκτική βιομηχανία, στον χημικό κλάδο για την αντικατάσταση του πετρελαίου, στον καθαρισμό του περιβάλλοντος για την απομάκρυνση πολύ επικίνδυνων ρυπαντών και αποβλήτων, στην δασοκομία, στην αγροτική οικονομία, στην καλλιέργεια των φυτών, στον τομέα της εκτροφής των ζώων, στην φαρμακοκαλλιέργεια, στην κλωνοποίηση, στην παραγωγή ιστών και οργάνων για την μεταμόσχευσή τους σε ανθρώπους, στην θαλάσσια βιοτεχνολογία, στην δημιουργία γενετικά παρασκευασμένων φαρμάκων, στην αντιμετώπιση διαφόρων χρονίων και αθεράπευτων ασθενειών κλπ. Μερικοί ισχυρίζονται ότι πρόκειται να μεγαλώσουν «ακέφαλους ανθρώπινους κλώνους σε τεχνητές μήτρες», ώστε να χρησιμοποηθούν ως ανταλλακτικά σε ανθρώπους που υποφέρουν από διάφορες ασθένειες.
Όμως όλα αυτά, όπως παρατηρείται, ενώ είναι πιθανόν να ωφελήσουν τον άνθρωπο, εν τούτοις έχουν και κόστος για την ζωή του και την κοινωνία. Όπως γράφηκε χαρακτηριστικά: «όσο πιο ισχυρή είναι αυτή η τεχνολογία στο να ιδιοποιείται και να ελέγχει τη φύση, τόσο πιο ακριβό είναι το τίμημα που θα αναγκασθούμε να πληρώσουμε για την αποδιοργάνωση και την καταστροφή που θα ξεσπάσει στα οικοσυστήματα και τα κοινωνικά συστήματα που συντηρούν τη ζωή». Και πιστεύεται ότι όπως στο τέλος της εποχής της πυροτεχνολογίας υπήρξε η πυρηνική βόμβα, έτσι μπορεί στο μέλλον να εμφανισθή κάτι πολύ αρνητικό για να χαρακτηρίση την εποχή της βιοτεχνολογίας, όταν δεν γίνεται καλή χρήση αυτής της προσπάθειας.
Γι' αυτό χρειάζεται οι επιστήμονες να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή ώστε η εξέλιξη της επιστήμης να μη αποβή σε βάρος του ανθρώπου, αλλά και ο ορθόδοξος θεολόγος πρέπει να «κρίνη» τα δεδομένα του ανθρώπινου βίου μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία και να προσφέρη νόημα ζωής.–

Χωρισμὸς ἤ ἀναθεώρηση τῆς σχέσης; Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στις 13-11-2005)


(δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στις 13-11-2005)
Για πολλά χρόνια ακούω το σύνθημα «χωρισμός Εκκλησίας - Πολιτείας», το οποίο έρχεται πολλές φορές στην επικαιρότητα από διάφορες αφορμές. Συμμετείχα σε πολλές συζητήσεις, διάβασα αρκετά κείμενα, αλλά τελικά, χωρίς να γίνεται κάτι, παρατηρώ ότι συνεχίζεται η συζήτηση.
Στην συνέχεια θα τονίσω επιγραμματικά και τηλεγραφικά μερικές θέσεις μου.
1. Κατά καιρούς έχω γράψει ότι η φράση «χωρισμός Εκκλησίας - Πολιτείας» είναι αδόκιμη. Και αυτό γιατί Εκκλησία δεν είναι μόνον η εκκλησιαστική διοίκηση, Πολιτεία δεν είναι μόνον η κρατική διοίκηση, και «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» δεν νοείται σε μια δημοκρατική χώρα, αφού κάθε οργανωμένη κοινότητα πρέπει να έχη κάποια σχέση με το Κράτος (βλ. άρθρα 12, 13 Συντάγματος). Πως μπορούμε να μιλάμε για χωρισμό;
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Βυζάντιο δεν γινόταν λόγος για σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά για σχέση και διαφορά μεταξύ «Ιερωσύνης και Βασιλείας».
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο πρέπει να αντικαταστασθή η φράση «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» με την φράση «αναθεώρηση –ενδεχομένως– των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης».
2. Το τρίτο άρθρο του Συντάγματος είναι σαφέστατο και καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Όταν το άρθρο αυτό ερμηνευθή με νηφαλιότητα, τότε θα διαπιστωθή ότι περιγράφει την διακριτότητα των ρόλων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Ενδεχομένως σε μερικά σημεία (π.χ. Καταστατικό Χάρτη, Εκκλησιαστικά Δικαστήρια) μπορεί να γίνη μια επί πλέον ερμηνευτική διασάφιση μέσα από έναν ήρεμο διάλογο, χωρίς ιδεολογικές αντιπαλότητες για το καλό και της Εκκλησίας και της Πολιτείας και γενικά του λαού.
3. Η αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, και μάλιστα στα σημεία τα οποία τονίζονται από πολλές ομάδες ανθρώπων, πρέπει να είναι καρπός πολυεπίπεδης αναζήτησης. Για παράδειγμα, επειδή στην ελληνική Επικράτεια υπάρχουν εκκλησιαστικές Περιφέρειες που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διαφορετικές μορφές διοίκησης (Άγιον Όρος, Κρήτη, Δωδεκάνησα, «Νέες Χώρες») η συζήτηση πρέπει να γίνη και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και επειδή υπάρχουν συνθήκες (Λωζάνης, Λονδίνου) που καθορίζουν την νομική υπόσταση των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων της Θράκης και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, ο διάλογος πρέπει να επεκταθή και προς τον τομέα αυτόν, ώστε η τυχόν τροποποίηση να μη εκληφθή ως παραθεώρηση των σχετικών συνθηκών!!
4. Η συζήτηση μεταξύ Ιεράς Συνόδου και Κυβέρνησης, όταν τεθή επισήμως το θέμα, για την ενδεχόμενη αναθεώρηση των σχέσεων, θα πρέπη να γίνη με νηφαλιότητα, σεβασμό και δικαιοσύνη. Κατά την γνώμη μου, η συζήτηση θα πρέπη να επικεντρωθή σε δύο σημεία, τα οποία μπορούν να αποδεχθούν οι περισσότεροι από μας.
Πρώτον. Πρέπει να γίνη κατανοητό από όλους τους Κληρικούς ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε την ελευθερία των πολιτών, ακόμη και των μελών της Εκκλησίας που έχουν άλλες απόψεις για τον γάμο, την κηδεία, κλπ. Η ορθόδοξη θεολογία σεβάστηκε πάντοτε την ελευθερία του προσώπου, την οποία σέβεται και αυτός ο ίδιος ο Θεός, αλλά διαφοροποιείται η ποιμαντική αντιμετώπιση.
Δεύτερον. Πρέπει να γίνη σαφές ότι δεν επιτρέπεται να ελέγχεται και να καθορίζεται από νόμους της Πολιτείας η εσωτερική δομή λειτουργίας της Εκκλησίας. Οπότε, ο τρόπος διοικήσεως της Εκκλησίας και ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης των Κληρικών είναι εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας και δεν πρέπει να ρυθμίζεται από πολιτειακές παρεμβάσεις. Εννοείται, βέβαια, ότι και η νομοθετική εξουσία για κοινωνικά ζητήματα ανήκει στην Πολιτεία, η οποία θα λαμβάνη υπ' όψη της την βούληση του λαού.
Στα δύο αυτά σημεία μπορεί να αρχίση ένας ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος, όταν το ζητήση η Κυβέρνηση. Σε άλλα θέματα, όπως μισθοδοσία Κληρικών, μάθημα θρησκευτικών, παραδόσεις του λαού, εκεί τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, γιατί εμπλέκονται συμβάσεις του Κράτους με την Εκκλησία, καθώς επίσης πρέπει να γίνεται σεβαστή η επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργούνται κοινωνικές αναταραχές από βίαιες παρεμβάσεις.
Πάντως, όταν η Κυβέρνηση θέση επισήμως το θέμα, τότε είμαι βέβαιος ότι η Ιερά Σύνοδος θα το αντιμετωπίση με σοβαρότητα και ρεαλισμό.
5. Μέσα μου όμως έχει δημιουργηθή η εντύπωση, και μακάρι να σφάλλω, ότι πολλοί πολιτικοί άνδρες, όταν κάνουν λόγο για «χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας», το κάνουν μόνον για λόγους επιφανειακούς, τους οποίους δεν θα ήθελα να συγκεκριμενοποιήσω. Όμως, οι ίδιοι παράγοντες στην πραγματικότητα δεν θα ήθελαν μια Εκκλησία –που είναι τόσο δυνατή και ρωμαλέα και έχει μεγάλη πρόσβαση στον λαό– να είναι «ελεύθερη» και «ανέλεγκτη». Και αυτό φαίνεται από το ότι πολλές φορές και με πολλούς τρόπους, εμμέσως η αμέσως, πολλοί επιδιώκουν να ελέγξουν τα εκκλησιαστικά πράγματα, η να τα εκμεταλλευτούν.
Πάντως, πολλοί από τους Κληρικούς είμαστε υπέρμαχοι μιας πιο «ελεύθερης Εκκλησίας», που να μη δεσμεύεται από πολιτειακούς νόμους, οι οποίοι πολλές φορές εισέρχονται και στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, όταν, για παράδειγμα, προσβάλλονται στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εκλογές Αρχιερέων η αποφάσεις Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, αλλά και μιας Εκκλησίας που δεν εξασκεί πολιτική, αλλά λειτουργεί ως πνευματικό θεραπευτήριο και είναι μάνα όλων. Ενδιαφερόμαστε συγχρόνως και για την ιδιαιτερότητα και την ειρήνη του λαού.
Χωρίς να θέλω να κάνω διαφήμιση, θεωρώ ότι όταν θα γίνη ένας ουσιαστικός διάλογος, θα πρέπη να έχη ως βάση πολλές σκέψεις, οι οποίες διατυπώνονται στο βιβλίο του Ευαγγέλου Βενιζέλου με τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους».
Τελειώνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό θέμα, επειδή το θεωρώ πολύ σημαντικό, ότι θα πρέπη να αλλάξη η ορολογία, δηλαδή να μη ομιλούμε για «χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας», αλλά για «αναθεώρηση σχέσεων εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης». Αν αυτό γίνη κατανοητό, τότε θα αποφύγουμε τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τις επιφανειακές εντυπώσεις.–

Τὸ «Παιδίον» καὶ τὰ παιδία. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού, που είναι η μητρόπολη των εορτών, αξιωνόμαστε από τον Θεό να εορτάσουμε και εφέτος και γι’ αυτό Τον ευγνωμονούμε, Τον δοξολογούμε και Τον ευχαριστούμε από την καρδιά μας.
Η εορτή των Χριστουγέννων έχει βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο, αλλά συγχρόνως έχει και μια ζεστασιά, επειδή συνδέεται με την Γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου. Γεννήθηκε το «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός», κατά τον θεσπέσιο ποιητή, τον Ρωμανό τον Μελωδό.
Κέντρο της εορτής είναι ένα παιδί, ένας νέος άνθρωπος, που είναι ο νέος Αδάμ, ο Οποίος ανεκαίνισε τον άνθρωπο και του έδωσε την δυνατότητα να θεωθή. Αυτό το «παιδίον» δημιουργεί μια ανθρώπινη ζεστασιά, μια αγαλλίαση καρδιακή. Κάθε παιδί μας δημιουργεί ελπίδα, όραμα, χαρά. Κάθε παιδί εκφράζει την αγνότητα και την ελπίδα, που αντιπαραβάλλονται με την σκληρότητα της καρδιάς και την απελπισία των μεγάλων στην ηλικία ανθρώπων. Αν αυτό γίνεται για κάθε παιδί, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει με τον Χριστό.
Όμως, αυτό το «παιδίον νέον» γεννήθηκε μέσα σε δύσκολες συνθήκες, σε ποικίλες ταλαιπωρίες και πειρασμούς, μέσα σε φρικτές και οδυνηρές καταστάσεις.
Γεννήθηκε μέσα σε ένα Σπήλαιο, σε μια Φάτνη αλόγων ζώων, διότι «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β , 7). Οι αφιλόξενοι και σκληροί άνθρωποι δεν συγκινήθηκαν από μια έγκυο και ετοιμόγεννη γυναίκα. Πόσο σκληρή καρδιά πρέπει να έχη κανείς για να εγκαταλείψη μια γυναίκα μέσα σε μια κρύα σπηλιά, και μάλιστα όταν βρισκόταν στην ώρα της γέννας της; Ο Χριστός γεννήθηκε μεταξύ των αλόγων. Δεν είχε καμμιά βοήθεια και εξυπηρέτηση από κλινικές, ιατρούς, ιατρικές παρακολουθήσεις, στοιχειώδεις περιποιήσεις. Μόνον μια γυναίκα που πέρασε αυτές τις στιγμές του τοκετού μπορεί να καταλάβη το μέγεθος της ταλαιπωρίας της Παναγίας και την οδύνη του μικρού Χριστού.
Ο Χριστός αμέσως μετά την Γέννησή Του αντιμετώπισε την θηριώδη μανία του Ηρώδη. Ο Άγγελος Κυρίου διεμήνυσε στον Ιωσήφ να πάρη το «Παιδίον» και να φύγη στην Αίγυπτο και να παραμείνη εκεί μέχρι νεωτέρας εντολής, γιατί επρόκειτο ο Ηρώδης να αναζητήση το Παιδί και να το σκοτώση (Λουκ. β ,13). Μάλιστα ο Ηρώδης, φοβούμενος την απώλεια της εξουσίας του, σκότωσε όλα τα παιδιά που ζούσαν στην Βηθλεέμ και τα περίχωρά της και ήταν σε ηλικία κάτω από δύο ετών. Έτσι, εκτός από την αφιλοξενία των ανθρώπων, ο Χριστός δέχθηκε αμέσως μετά την γέννησή Του την μανία και τον θυμό της φοβισμένης κοσμικής εξουσίας.
Έπειτα, ο Ιωσήφ παρέλαβε τον Χριστό και την Παναγία και τους οδήγησε στην Αίγυπτο. Έτσι, ο Χριστός από μικρός γνώρισε και την προσφυγιά, την ξενιτειά, την εξορία. Και, βεβαίως, η πορεία από την Βηθλεέμ στην Αίγυπτο με τα μέσα της εποχής εκείνης και μάλιστα σε μια κρίσιμη κατάσταση της Παναγίας και του Χριστού ήταν μια οδυνηρή περιπέτεια.
Έτσι, ο Χριστός από την πρώτη στιγμή της Γεννήσεώς Του γνώρισε τον πόνο, την ανθρώπινη ταλαιπωρία, δηλαδή την αφιλόξενη διαγωγή των ανθρώπων, την θηριωδία της εξουσίας, την τραγικότητα της προσφυγιάς. Αλλά τα ίδια έζησε και στο τέλος της βιολογικής Του ζωής, αφού και τότε αντί του Σπηλαίου συνάντησε τον Γολγοθά, αντί της θηριωδίας του Ηρώδου αντιμετώπισε την μανία του πλήθους και την αβουλία του τότε Ηρώδου και του Πιλάτου, και αντί της εξορίας και της προσφυγιάς βίωσε την εγκατάλειψη ακόμη και από τους μαθητάς Του, πλην του Ευαγγελιστού Ιωάννη, και τον ενταφιασμό Του στον κήπο του Κεραμέως, που ήταν ο τόπος στον οποίο ενταφιάζονταν οι ξένοι. Ο Χριστός ήλθε στην γη ως ξένος, πέθανε και ενταφιάσθηκε ως ξένος, αλλά μας γέμισε με ευλογίες, αφού έγινε ο πιο δικός μας άνθρωπος, ο Κύριός μας και ο Θεός μας.
Όλα, όμως, όσα έγιναν στην ζωή του Χριστού επαναλαμβάνονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε όλους τους αιώνας, επομένως και σήμερα. Γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες την Γέννηση του «παιδίου νέου», του Χριστού, με πολλές εκδηλώσεις χαράς, με ύμνους και τραγούδια, με δώρα και ευχαριστιακές συνάξεις, αλλά ταυτοχρόνως είμαστε έτοιμοι να πράξουμε τα ίδια στα παιδιά που γεννιώνται και σήμερα μέσα στις οικογένειες και τις κοινωνίες μας. Δυστυχώς και σήμερα τα παιδιά αντιμετωπίζουν τις εκδηλώσεις των παθών των μεγάλων ανθρώπων.
Υπάρχουν και σήμερα παιδιά που γεννιούνται μέσα σε δύσκολες και τραγικές συνθήκες, χωρίς να υπάρχουν τα μέσα που έχει δημιουργήσει η πολιτισμένη κοινωνία μας, με τα επιτεύγματα της επιστήμης, χωρίς γιατρούς και χωρίς τις περιποιήσεις μιας καλής οργανωμένης Γυναικολογικής Κλινικής. Υπάρχουν παιδιά που γεννιούνται μέσα σε πολεμικές συγκρούσεις και σε όλες τις τραγικές συνέπειες του πολέμου. Ακόμη, υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν σε δύσκολες καταστάσεις, με πείνα και στέρηση, χωρίς τροφή και ζεστασιά. Καθημερινώς μαθαίνουμε, βλέπουμε και ακούμε περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία παιδιά βασανίζονται από ανάλγητους ανθρώπους, εξαναγκάζονται να γίνουν πρόσφυγες, παιδιά που βιάζονται, που γίνονται αντικείμενα ποικίλης εκμετάλλευσης, που εξαναγκάζονται να εργάζωνται σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες για να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά, αλλά και να θρέψουν και τα μέλη των οικογενειών τους, παιδιά που πιέζονται να κρατούν όπλα και να πολεμούν στις διενέξεις του μίσους, που δέχονται όλες τις πιέσεις των οικογενειακών και συζυγικών συγκρούσεων. Πληροφορούμαστε για παιδιά που δεν κατορθώνουν να γεννηθούν και να δουν το φως της ζωής, που γίνονται πειραματόζωα, θύματα της ευδαιμονίας και του οικονομικού κέρδους μερικών μεγάλων και ισχυρών. Δυστυχώς, και σήμερα ο Χριστός εξακολουθεί να υποφέρη στα πρόσωπα όλων αυτών των αδελφών Του «των ελαχίστων», στα πρόσωπα των παιδιών όλου του κόσμου που ταλαιπωρούνται από σύγχρονες μάστιγες.
Δεν έχει τελειωμό όλη αυτή η απαρίθμηση των συγχρόνων σπηλαίων, των σημερινών διαδόχων του Ηρώδη και της καθημερινής προσφυγιάς, με τα οποία βασανίζονται τα παιδιά. Βλέπει κανείς τα ματάκια πολλών παιδιών, τα οποία στην αρχή της ζωής τους είναι γεμάτα από απορία για την κατάσταση που συναντούν, γεμάτα από πόνο και ερωτηματικά για την ανθρώπινη θηριωδία και για την σύγχρονη σκληρή και απάνθρωπη καρδιά των μεγάλων. Και καθώς τα πρόσωπά τους είναι αγνά και καθαρά, προβάλλεται μέσα από αυτά εντονώτερα και με καθαρότερο τρόπο το βάθος των οφθαλμών και φαίνεται καλύτερα ο πόνος τους, η αγωνία τους, η απορία τους, τα ερωτηματικά τους, ίσως και η αγανάκτησή τους γι’ αυτά που συναντούν.
Η εορτή των Χριστουγέννων, που είναι εορτή του «παιδίου νέου», θα πρέπη να μας δώση αφορμή να στρέψουμε την προσοχή μας στον παιδικό πόνο, στα ορφανά παιδιά, τα εγκαταλελειμμένα, τα προσφυγόπουλα, τα περιφρονημένα, τα φτωχά, τα αδικημένα, τα απελπισμένα, τα ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένα και να τα βοηθήσουμε αποτελεσματικά, ώστε να σταματήση η οδύνη και η ταλαιπωρία τους.
Έχουν πη ότι τα παιδιά και οι άγιοι, μέσα στον σύγχρονο κόσμο της αδικίας και του ατομικού συμφέροντος, ομοιάζουν με τους αγγέλους του Παραδείσου, είναι τα παράθυρα που δείχνουν τον ίδιο τον Παράδεισο. Όμως, αυτά τα παιδιά σήμερα με τις ταλαιπωρίες που αντιμετωπίζουν, με τον πόνο τους και την αγωνία τους, είναι και ένα άλλο παράθυρο που δείχνει την κόλαση την οποία δημιουργούν οι μεγάλοι και ισχυροί της γης, που διακατέχονται από τα ποικίλα πάθη.
Η εορτή των Χριστουγέννων θα πρέπη να μας κάνη να αγαπήσουμε αληθινά ακόμη περισσότερο τα νέα παιδιά, να μη τα τραυματίζουμε ψυχικά και σωματικά, αλλά να τους δημιουργούμε καλές συνθήκες για να μεγαλώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να βελτιωθούν τα πράγματα της κοινωνίας μας.
Εύχομαι σε όλους σας χρόνια πολλά και το «παιδίον νέον» να προστατεύση όλα τα παιδιά του κόσμου, να λιγοστεύση τον πόνο τους και την αγωνία τους.–

Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (δημοσιεύθηκε στον "Κόσμο του Επενδυτή", στις 7-1-2006)


Από τον Πρωθυπουργό έχει ανακοινωθή ότι θα αρχίσουν σε λίγους μήνες οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος και ότι η επομένη Βουλή θα είναι αναθεωρητική.
Αυτή η ανακοίνωση της αναθεώρησης του Συντάγματος έχει συμπέσει με τις προτάσεις μερικών Κομμάτων και άλλων προσώπων για τον λεγόμενο «χωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας», οπότε πολλοί ερωτούν αν και κατά πόσον θα τεθή θέμα προς αναθεώρηση το άρθρο 3 του Συντάγματος που κάνει λόγο για τις σχέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Για το θέμα αυτό θα ήθελα να καταγράψω μερικές σκέψεις μου.
1. Ήδη η Υπουργός Παιδείας κ. Μαριέτα Γιαννάκου και ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Προκόπης Παυλόπουλος δήλωσαν ότι δεν θα τεθή προς αναθεώρηση το άρθρο 3 του Συντάγματος. Βεβαίως μερικοί άλλοι εξέφρασαν διαφορετική άποψη για το θέμα αυτό.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι πράγματι, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, από πλευράς τουλάχιστον Κυβερνήσεως, δεν θα τεθή θέμα αναθεώρησης αυτού του άρθρου. Πέρα από τους πολιτικούς λόγους υπάρχουν και άλλοι που μου δημιουργούν αυτήν την άποψη.
Ο βασικότερος είναι ότι στο άρθρο αυτό σαφώς ρυθμίζεται η διακριτότητα των ρόλων μεταξύ Εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, αφού δηλώνεται ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κεφαλή της έχει τον Χριστό, ότι είναι ενωμένη δογματικά με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία, ότι τηρεί τους ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις, ότι είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από την Σύνοδο των Αρχιερέων όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης, και σύμφωνα με τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 για την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και την Συνοδική Πράξη του 1828, για τις λεγόμενες Νέες Χώρες. Οπότε στο άρθρο αυτό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης.
Νομίζω ότι δεν μπορεί τίποτε να αλλάξη από το άρθρο αυτό, δήθεν για να «ελευθερωθή» η εκκλησιαστική διοίκηση από την κρατική διοίκηση, γιατί ούτε ο Καταστατικός Χάρτης προβλέπεται να είναι νόμος του Κράτους, ούτε είναι εύκολο να απαλειφθούν τα διαγορευόμενα στο άρθρο αυτό περί των Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων, γιατί αυτό θα δημιουργούσε συνέπειες για την Ελλάδα, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα είχε τότε την δυνατότητα να ανακαλέση τις Πατριαρχικές αυτές Πράξεις. Σε μια τέτοια περίπτωση θα επακολουθήση αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Οικουμενικού Πατριαρχείου και αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, πράγμα το οποίο δεν είναι εύκολο.
Αν και δεν προβλέπεται από το άρθρο 3 ο Καταστατικός Χάρτης να είναι νόμος του Κράτους, όμως, όπως υποστηρίζεται από Νομικούς, αυτό προβλέπεται από το άρθρο 72 του εν ισχύι Συντάγματος. Νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνη τροποποίηση του άρθρου 72 ως προς το σημείο αυτό, ώστε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας να μην είναι νόμος. Εάν δεν προτιμηθή αυτή η οδός, τότε, σε συνδυασμό με το «πνεύμα» του άρθρου 3, μπορεί να ψηφισθή ως Καταστατικός Χάρτης ένας νόμος, ο οποίος να καθορίζη την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας και να δίνη πολλές εξουσιοδοτήσεις στην Εκκλησία, η οποία θα ρυθμίζη ελεύθερα τα του οίκου της.
2. Επειδή όμως γίνεται λόγος για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας ως προς την θρησκεία και τις θρησκευτικές κοινότητες, αυτό μπορεί να γίνη μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 13, το οποίο ρυθμίζει και κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών, την ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας, τις υποχρεώσεις των θρησκευτικών λειτουργών κάθε γνωστής θρησκείας κλπ, καθώς επίσης καθορίζεται ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάθε Έλληνος πολίτη. Οπότε, πολλές αλλαγές που έχουν σχέση με την θρησκευτική αλλά και την ατομική ελευθερία των Πολιτών μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 13 και όχι στο άρθρο 3.
Αν όμως θεωρηθή ότι το άρθρο 13 δεν καλύπτει πλήρως πολλές τέτοιες εκσυγχρονιστικές τάσεις, τότε μπορεί να γίνη τροποποίηση του άρθρου αυτού προς το καλύτερο και εκσυγχρονιστικότερο.
3. Πέρα από αυτά είναι γνωστόν ότι το έτος 1987-88 συγκροτήθηκε μια Μικτή Επιτροπή μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας για να μελετήση τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η οποία Επιτροπή, ύστερα από πολλές και πολύωρες Συνεδριάσεις, κατήρτισε ένα «προσχέδιο συμφωνίας Πολιτείας και Εκκλησίας», καθώς επίσης κατήρτισε ένα «προσχέδιο Νόμου περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», στο οποίο καθορίζονται οι σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, για το καλό και των δύο αυτών «θεσμών» του έθνους μας. Διαβάζοντας κανείς τα δύο αυτά κείμενα εκτιμά το «πνεύμα» των συντακτών τους και την ελευθερία με την οποία διέπονται. Μεταξύ αυτών των συντακτών συγκαταλέγονται από πλευράς Εκκλησίας ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και νυν Αρχιεπίσκοπος, ο νυν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Θηβών και ο Μητροπολίτης Τρίκκης και από πλευράς Πολιτείας οι Καθηγητές Σταθόπουλος και Παπαστάθης, οι οποίοι και σήμερα έχουν ενεργό ρόλο στην κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή.
Αισθάνθηκα δε βαθειά έκπληξη όταν διάβασα τα κείμενα αυτά, και πολλές φορές διερωτήθηκα: γιατί δεν ετέθησαν τότε σε εφαρμογή αυτά τα προσχέδια και δεν έγιναν νόμοι του Κράτους, αφού είχαν την σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας και της Πολιτείας και είχαν ευεργετικές διατάξεις για τον τρόπο της συνεργασίας και των σχέσεών τους; Θεωρώ ότι αν γινόταν αυτό, τα πράγματα θα οδηγούντο σε έναν καλό δρόμο από τότε και θα αποφεύγαμε όλο αυτό το διάστημα τις ατέρμονες και ζημιογόνες συζητήσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας».
Υπήρξαν διάφοροι ανασχετικοί παράγοντες που συνετέλεσαν στο να μη εφαρμοσθή αυτή η κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το πολιτικό κόστος, ο φόβος της Πολιτείας σε μια Εκκλησία που θα ήταν πιο ελεύθερη και απηλλαγμένη από τον ασφυκτικό έλεγχό της, η στάση που θα τηρούσαν τα άλλα θρησκεύματα κλπ. Αλλά οι ίδιοι αυτοί παράγοντες ισχύουν και σήμερα και δεν γνωρίζω πως μπορούν να ξεπερασθούν.
Συμπερασματικά θα ήθελα να τονίσω ότι, κατά την γνώμη μου, δεν υφίσταται ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 3. Αλλά εάν χρειάζεται καλύτερος εκσυγχρονισμός, και ίσως χρειάζεται, αυτός πρέπει να προσδιορισθή από το άρθρο 13. Κι αν είναι ανάγκη ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας να αποκτήση μια νομική κατοχύρωση, τότε θα πρέπη να τεθή ως βάση συζητήσεως το «προσχέδιο συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας» και το «προσχέδιο περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» που καταρτίσθηκε το έτος 1988 από την Μικτή Επιτροπή μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.

Ορθόδοξος Μοναχισμός - Μια ομολογία πίστεως Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Είναι δύσκολο να γράφη κανείς για δεδομένα πράγματα, καθώς επίσης είναι δυσκολότερο να έχη πειρασμούς από εκείνα που αγαπά και τα έχει σε υψηλή θέση.
Η μικρή αυτή εισαγωγή αναφέρεται σε γεγονότα που απασχολούν την Ιερά Μητρόπολη Ναυπάκτου επί πολλά χρόνια και πολλοί μαρτυρούν γι' αυτά.
Επανειλημμένως έχω γράψει για την αξία και την σπουδαιότητα του Ορθοδόξου μοναχισμού, που αποτελεί την ουσία της ησυχαστικής παραδόσεως και συνιστά τον τρόπο της βιώσεως της αληθινής θεολογίας. Αφού η θεολογία είναι η αποκάλυψη του Θεού και η μέθεξη της ακτίστου θεοποιού ενεργείας Του, η μοναχική ζωή είναι ο τρόπος μεθέξεως αυτής της δωρεάς. Με άλλα λόγια η μοναχική ζωή είναι η οδός προς την απλανή θεολογία, αφού δια της μοναχικής - ησυχαστικής παραδόσεως καθαίρεται η καρδιά του ανθρώπου, ήτοι μεταμορφώνονται οι δυνάμεις της ψυχής, φωτίζεται ο νους του, ήτοι απαλλάσσεται από προσμίξεις του φανταστικού και τότε ο άνθρωπος ορά τον Θεό, μετέχει της ακτίστου θεοποιού ενεργείας του Θεού, θεούται και καθίσταται απλανής θεολόγος. Πρόκειται για την εμπειρική θεολογία. Είναι απαραίτητη αυτή η προϋπόθεση καθάρσεως και φωτισμού, διότι «νους φανταζόμενος είναι ανίκανος δια την θεολογίαν» (π. Σωφρόνιος).
Μέσα από αυτήν την προοπτική οι άγιοι Πατέρες ύμνησαν τον μοναχισμό και σεβάστηκαν τους αληθείς μοναχούς. Γι' αυτό ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος γράφει: «Καύχημα γαρ της Χριστού Εκκλησίας, η μοναχική πολιτεία». Ο Νικηφόρος Μονάζων συνδέει την μοναχική πολιτεία με τα επηγγελμένα «ξένα τινά και απόρρητα αγαθά», που είναι η όραση του Θεού και του Παραδείσου, γι' αυτό και την ονομάζει «τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών», και την χαρακτηρίζει «οσία» τέχνη. Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, δίδοντας πολλούς χαρακτηρισμούς του αληθινού μοναχού, γράφει ότι ο μοναχός είναι «άβυσσος ταπεινώσεως», έχει «αμετεώριστον όμμα ψυχής», και μεταξύ των άλλων γράφει: «Μοναχός εστίν ο ποιωθείς ταις αρεταίς, ως άλλος ταις ηδοναίς». Δηλαδή, όπως ένας κοσμικός είναι γεμάτος από ηδονές, έτσι και ο μοναχός είναι πεπληρωμένος από αρετές, που είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος.
* * *
Τέτοιους αγίους μοναχούς και μοναχές εγνώρισα πολλούς στην έως τώρα πορεία της ζωής μου και με πολλή συγκίνηση αναπολώ την συναναστροφή μαζί τους. Έβλεπα σε αυτούς την κατά Θεόν ταπείνωση, την θεοειδή αγάπη, την καθαρότητα της καρδιάς τους, τον φωτισμένο τους νου, τον σεβασμό στις εκκλησιαστικές παραδόσεις, την υπακοή στην Εκκλησία, τον σεβασμό στους Κληρικούς, ιδιαιτέρως στους Επισκόπους.
Αυτοί οι μοναχοί με έκαναν να αγαπώ την ορθόδοξη μοναχική πολιτεία και να σεμνύνωμαι για το άγιο πολίτευμά τους. Αυτοί με βοήθησαν να βλέπω την Εκκλησία έξω και πέρα από τις αρνητικές ενέργειες μερικών μελών της, να διαβάζω με χαρά ο,τι συνδέεται με το αγγελικό αυτό πολίτευμα και να συγκινούμαι βαθύτατα από τους ιερούς και εξαγιασμένους τόπους στους οποίους αυτοί έζησαν.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο στον επίσημο ενθρονιστήριο λόγο μου έκανα ιδιαίτερη αναφορά στην αγάπη μου προς τον μοναχισμό. Είπα:
«Οι μοναχοί δεν είναι κάποιοι ιδιότροποι άνθρωποι που από ιδιορρυθμία βγήκαν από τις πόλεις και κατοικούν μέσα σε μερικά Μοναστήρια, αλλά «οι άγγελοι του Θεού», κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, «οι ευαγγελικώς ζώντες», κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό, «οι μάρτυρες τη προαιρέσει», κατά τον Μ. Αθανάσιο, οι συνεχιστές της μαρτυρικής Εκκλησίας, κατά τον άγιο Συμεών τον νέο Θεολόγο, η κόμη που κοσμεί την κεφαλή της Εκκλησίας, κατά τον άγιο Γρηγόριο Νυσσης, επειδή νεκρώθηκαν κατά κόσμο και δοξάζουν την κεφαλή της Εκκλησίας. Δεν πρέπει να υπάρχη διάσταση μεταξύ μοναχικού και εγγάμου βίου, γιατί τότε ούτε αληθινός μοναχισμός λειτουργεί, ούτε αληθινός έγγαμος βίος. Επίσης, δεν πρέπει να υπάρχη διάσταση μεταξύ των Μοναστηριών και των Ενοριών. Οι Ενορίες τροφοδοτούν τα Μοναστήρια και τα Μοναστήρια βοηθούν ποικιλοτρόπως τις Ενορίες. Είναι γνωστό ότι η μοναχική ζωη εκφράζεται από το ησυχαστικό πνεύμα της Ορθοδόξου Παραδόσεως. Και ξέρουμε πολύ καλά ότι οι άνθρωποι σήμερα, ταραγμένοι από λογισμούς και υπαρξιακά προβλήματα, αναζητούν τον ησυχαστικό τρόπο ζωής, όπως διασώζεται στα Ορθ?δοξα Μοναστήρια. Γι αυτό ο Ορθόδοξος πατερικός Μοναχισμός, με την ησυχαστική παράδοση και την φιλανθρωπική δράση, είναι απαραίτητος σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά».
* * *
Η αγάπη μου προς τον Ορθόδοξο Μοναχισμό εκφράσθηκε ποικιλοτρόπως.
Κατ' αρχάς ενέπνευσα στα πνευματικά μου παιδιά –που είναι παιδιά του Χριστού που τα διακονώ κατά Χάρη και κατ' οικονομίαν– την αγάπη μου προς την αγγελική μοναχική ζωή, και τους παρακινούσα και παρακινώ να διαβάζουν τα έργα των αγίων Πατέρων και Καθηγητών της ερήμου, για την ζωή και την πολιτεία αγίων Γερόντων και να μιμούνται «κατά δύναμιν» την θεόσοφη διδασκαλία τους. Με αυτήν την προοπτική καθοδηγώ και το ποίμνιο που μου χάρισε ο Θεός, δια της Εκκλησίας, και έτσι στις ομιλίες μου στην Ναύπακτο, ιδιαιτέρως κάθε Δευτέρα, αναλύω θέματα νηπτικής παραδόσεως, για την βίωση της ορθοδόξου ζωής. Θεωρώ ότι η διδασκαλία των απλανών αυτών διδασκάλων ωφελεί τα μέγιστα και τους Χριστιανούς που ζουν στον κόσμο, με την ανάλογη προσαρμογή.
Έπειτα, μερικά από τα πνευματικά μου παιδιά ακολούθησαν την σκληρή αλλά και ευλογημένη μοναχική πολιτεία και στο Άγιον Όρος και εκτός αυτού. Με την Χάρη του Θεού ιδρύθηκε μοναστική αδελφότης, την οποία παρακολουθώ πνευματικά, η οποία αγωνίζεται να πολιτεύεται σύμφωνα με «τας των αγίων θεοπνεύστους θεολογίας και το της Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα». Σέβονται τους ιερούς θεσμούς και τις παραδόσεις και εμπνέονται από την ζωή και την πολιτεία νεωτέρων οσίων ανδρών και γυναικών που έλαμψαν στο πνευματικό στερέωμα της Εκκλησίας μας.
Ακόμη, εξεδόθησαν με την δύναμη του Θεού διάφορα βιβλία μου που παρουσιάζουν την ουσία της μοναχικής ζωής. Μεταξύ αυτών θα πρέπη να αναφερθούν «Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου Όρους, συζήτηση με ερημίτη για την "ευχή"», «Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς ως Αγιορείτης», «Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός ως προφητική, αποστολική και μαρτυρική ζωή», «Ησυχία και θεολογία», και όλη η σειρά της «Ορθοδόξου Ψυχοθεραπείας» (πέντε τόμοι), που αναλύει στην πραγματικότητα τον ορθόδοξο ησυχασμό και την νηπτική παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα βιβλία αυτά μεταφράσθηκαν σε πολλές γλώσσες, μάλιστα δε το πρώτο μεταφράσθηκε σε δεκατέσσερεις γλώσσες, και έτσι πολλοί άνθρωποι διαβάζουν για τον ορθόδοξη διδασκαλία και την προσφορά του Αγίου Όρους.
Θεωρώ ότι όλα αυτά είναι έκφραση της αγάπης του Θεού, αποτέλεσμα της θείας Του ευδοκίας. Δεν είναι δικό μου έργο, γι' αυτό ισχύει ο αποστολικός λόγος «τι δε έχεις ο ουκ έλαβες; ει δε και έλαβες, τι καυχάσαι ως μη λαβών;» (Α Κορ. δ , 7). Δεν καυχώμαι ανθρωπίνως γι' αυτά, αλλά δοξάζω τον Θεό για την δωρεά της φιλανθρωπίας Του.
Ύστερα από όλα αυτά δικαιολογείται η μικρή εισαγωγή του άρθρου αυτού: «Είναι δύσκολο να γράφη κανείς για δεδομένα πράγματα, καθώς επίσης είναι δυσκολότερο να έχη πειρασμούς από εκείνα που αγαπά και τα έχει σε υψηλή θέση».
* * *
Μπορεί μερικοί μοναχοί και λαϊκοί να κλονισθούν για τα όσα γράφονται εναντίον μου για δήθεν πολεμική μου εναντίον των μοναχών. Μια τέτοια πληροφόρηση είναι ψευδέστατη και παραπλανητική.
Αγαπώ τον μοναχισμό και σέβομαι τους αληθινούς μοναχούς που συντονίζονται στην διδασκαλία και την πολιτεία των αγίων Πατέρων. Συγκινούμαι βαθύτατα, όταν βλέπω νέους και νέες να αφήνουν κοσμικά αγαθά και θέλγητρα του κόσμου και να κλείνωνται στα «αφιερωμένα τω Θεώ φρονιστήρια», για να μαθητεύσουν στα μυστήρια της Βασιλείας του Θεού. Αυτό το παρατηρεί κανείς στην συντριπτική πλειοψηφία των συγχρόνων ορθοδόξων μοναχών, στους οποίους κανείς διακρίνει την έφεση για τον Θεό, τον θείο έρωτα, τον ζήλο για την μίμηση της αγγελοειδούς πολιτείας.
Αλλά, όπως η Εκκλησιαστική ιστορία διδάσκει, σε όλους τους αιώνες υπήρξε και η μειοψηφία των μοναχών εκείνων που παρεξέκλιναν της ορθής οδού και αναμειγνύουν την αγγελική πολιτεία με την εωσφορική ζωή, υπάρχουν και μοναχοί οι οποίοι είναι πεπληρωμένοι παθών, φιλοδοξίας, φιληδονίας, φιλοκτημοσύνης, φιλαρχίας, φιλοπρωτίας κλπ. Άλλωστε, κατά την ακολουθία της μοναχικής κουράς παρακαλούμε τον Θεό να προφυλάξη τον μοναχό για να μην ανταλλάξη την αγγελική ζωή με την εωσφορική ζωή. Και όπως γνώρισα τον υγιή ορθόδοξο μοναχισμό, έτσι σε μερικές περιπτώσεις, επέτρεψε ο Θεός να γνωρίσω και τον αρρωστημένο μοναχισμό. Άλλωστε, αυτό το συναντούμε και στα συγγράμματα των αγίων Πατέρων, οι οποίοι στηλιτεύουν την κακή συμπεριφορά ενίων πεπτωκότων μοναχών.
Ο άγιος Νικήτας ο Στηθάτος χαρακτηρίζει έναν πεπτωκότα μοναχό με την εξής φράση: «πτώματι σαρκός, η γλώσσης, η λογισμού επίπονον έλκων και τραχύτατον βίον». Ο δε Μ. Βασίλειος θρηνεί για την πτώση ενός μοναχού: «Ω, της πωρώσεως! ω δεινής ωμότητος! Ου Θεόν εφοβήθης, ουκ ανθρώπους ηδέσθης• ου φίλους ενετράπης• αλλ' ομού πάντα εναυάγησας• ομού πάντας εσυλήθης. Διο πάλιν αλγώ επί σοι, άθλιε». Και συνεχίζει: «Ο αγιωσύνην κηρύσσων, εναγής ευρίσκη. Ο ακτημοσύνη σεμνυνόμενος, συλοχρηματών εφευρίσκη. Ο την του Θεού κόλασιν επιδεικνύμενος δια της υφηγήσεως, αυτός κόλασιν σεαυτώ προεξένησας».
Και μεταξύ των άλλων, εφράζοντας την θλίψη του για έναν τέτοιον εκπεσόντα μοναχό, γράφει: «Ποίος εκκλησιαστικός ου κόπτεται; ποίος λαϊκός ου σκυθρωπάζει; ποίος ασκητής ου πενθεί; Εδάκρυσαν και οι αναίσθητοι λίθοι επί τη ση μανία• έκλαυσαν δε και οι εχθροί δια την υπερβολήν της ανομίας σου... Πώς σε θρηνήσω; πως αλγήσω επί σοι;».
Πράγματι, ποιός εκκλησιαστικός δεν θα κλαύση για περιπτώσεις μοναχών που ενώ ανήκουν στην αγγελική πολιτεία, έχουν κοσμική νοοτροπία και είναι χειρότεροι από τους κοσμικούς ανθρώπους και διακρίνονται από ποικίλα πάθη και κυρίως εκφράζουν μια εωσφορική μανία, που εκδηλώνεται εναντίον Επισκόπων, οι οποίοι αγαπούν τον μοναχισμό, και εναντίον ακόμη των Συνοδικών Οργάνων της Εκκλησίας; Έργο των Πνευματικών πατέρων, ιδίως των Επισκόπων, είναι να διδάσκουν, να θεραπεύουν, να θρηνούν, προσευχόμενοι και να συγχωρούν όπου υπάρχει πραγματική μετάνοια.
* * *
Παρακαλώ, όσους διαβάζουν το άρθρο αυτό να προσευχηθούν θερμά στον Θεό να μη αλλοιωθή η αγάπη μου προς τον μοναχισμό από συμπεριφορές «μοναχών» που απάδουν στο μοναχικό σχήμα και από Κληρικούς που εμπνέονται από τέτοιους «μοναχούς». Βεβαίως, δεν νομίζω ότι θα αλλάξω άποψη για τον αληθινό ορθόδοξο μοναχισμό, και δεν πρόκειται να μειωθή η αγάπη μου στους πραγματικούς μοναχούς, διότι γνώρισα τέτοιους μοναχούς και έλαβα τις άγιες ευχές τους. Αλλά ζητώ τις ευχές τους για την ενδυνάμωσή μου.
Επίσης παρακαλώ να προσευχηθούν για να μειωθούν και να θεραπευθούν οι αντιεκκλησιαστικές ενέργειες ενίων «μοναχών» που δεν έχουν καμμία σχέση με τον άγιο «χώρο» του μοναχισμού.
Τέλος θα ήθελα να υπομνήσω τον λόγο του αγίου Κοσμά του Αιτωλού: «Πρέπει η αφεντιά σας να ηξεύρετε και δια λόγου μου. Εγνωρίζω πως άλλοι σας λέγουν άλλα και άλλοι άλλα. Όμως ανίσως και θέλετε να μάθετε την πάσαν αλήθειαν, ιδού οπού σας την λέγω και ακούσατε» και προηγουμένως διαβάσατε την ομολογία μου για τον Ορθόδοξο ησυχαστικό μοναχισμό.
Και να υπενθυμίσω τον λόγο του Μ. Βασιλείου:
«Καιρός ανοχής εστι, καιρός μακροθυμίας, καιρός ιάσεως, καιρός διορθώσεως... έστι γαρ εκ πόνων υγεία, και εξ ιδρώτων σωτηρία».–

Αποτέφρωση των σωμάτων Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Με πρόσφατο νόμο επιτρέπεται η καύση των νεκρών για ετεροδόξους και γι' αυτό γίνονται πολλές συζητήσεις στα ΜΜΕ με το δίλημμα καύση η ταφή των νεκρών.
Όμως η φράση «καύση των νεκρών» δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, διότι δεν πρόκειται για καύση, αλλά ουσιαστικά για αποτέφρωση, ούτε πρόκειται για αποτέφρωση νεκρών, αλλά για αποτέφρωση σωμάτων.
Πέρα από θεολογικά, πολιτιστικά, ψυχολογικά επιχειρήματα με τα οποία μπορεί κανείς να αντιμετωπίση τέτοια θέματα, νομίζω είναι ενδιαφέρον να δούμε την πρακτική της αποτέφρωσης των σωμάτων που γίνεται σε άλλες χώρες, στις οποίες από καιρό λειτουργεί η διαδικασία της αποτέφρωσης.
Ύστερα από σχετική έρευνα σε διάφορες πηγές, μπορεί κανείς να τονίση τρία βασικά σημεία.

1. Ο τρόπος αποτέφρωσης

Είναι γνωστόν ότι ο βιολογικός οργανισμός του ανθρώπου αποτελείται από οργανικά και ανόργανα στοιχεία. Τα οργανικά στοιχεία του σώματος αποσυντίθενται και με φυσικό τρόπο, αφού η αποσύνθεση του σώματος είναι μια βραδεία καύση. Τα ανόργανα όμως μέλη του σώματος, όπως είναι τα κόκκαλα, δεν καίγονται εύκολα με τις συνηθισμένες θερμοκρασίες, αλλά απαιτούνται υψηλές θερμοκρασίες, γι' αυτό και γίνεται λόγος για αποτέφρωση και όχι για καύση.
Συνήθως θέτουν το νεκρό σώμα μέσα σε ένα ξύλινο κουτί σε ειδικούς κλιβάνους-φούρνους-κρεματόρια. Η αποτέφρωση γίνεται σε υψηλή θερμοκρασία μεταξύ 760-1150 C0. Η διαδικασία, με παλαιότερους κλιβάνους, διαρκούσε 3-5 ώρες, αλλά με τους νέους κλιβάνους, στους οποίους ανεβάζουν τις θερμοκρασίες και έχουν και απευθείας φλόγα, η καύση μπορεί να ολοκληρωθή έως και σε 1 ½ ώρα. Σύμφωνα με εργοστασιακές οδηγίες δεν πρέπει να γίνωνται πάνω από τρεις καύσεις την ημέρα στον ίδιο κλίβανο.
Επειδή, όμως, δεν αποτεφρώνονται όλα τα στοιχεία του σώματος, γι' αυτό και υπάρχει ειδικό μηχάνημα που τα θρυμματίζει-αλέθει. Δηλαδή, τα υπολείμματα από τα οστά που μένουν από τον κλίβανο κονιορτοποιούνται με ειδικό μηχάνημα, αφού αφαιρεθούν όλα τα μεταλλικά υλικά. Αυτό που μένει δεν έχει την μορφή της γνωστής στάχτης, αλλά είναι κάτι σαν χονδρή άμμος ελαφρού η σκούρου γκρι χρώματος.
Παρ' ότι γίνεται προσπάθεια να ληφθούν όλα τα υπολείμματα από τον κλίβανο, ωστόσο ένα μικρό μέρος μένει σ' αυτόν και αναμειγνύεται με το επόμενο σώμα που μπαίνει για αποτέφρωση. Τα νεκρά σώματα εισέρχονται στον κλίβανο μέσα σε ένα κουτί από υλικό που καίγεται, αλλά αυτό δεν είναι πάντα υποχρεωτικό.
Διάφορες πληροφορίες αναφέρουν ότι οι βηματοδότες που έχουν τεθή σε ανθρώπους καθώς και άλλα ηλεκτρονικά εμφυτεύματα είναι εξαιρετικά επικίνδυνα για έκρηξη με την θέρμανση και γι' αυτό πρέπει να δηλώνωνται και να αφαιρούνται πριν την αποτέφρωση.
Επίσης με την πρόοδο της σύγχρονης ιατρικής όλο και διάφορα ξένα υλικά υπάρχουν στους ανθρώπους, όπως μεταλλικές βαλβίδες, αρθροπλαστικές, βηματοδότες, καλώδια κλπ. Κάποια από αυτά πρέπει να αφαιρούνται πριν την αποτέφρωση, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως με τους βηματοδότες, ενώ άλλα που παραμένουν αφαιρούνται με μαγνήτες η χειρωνακτικά, αφού κρυώσει το «υλικό» που προέρχεται από την αποτέφρωση.
Η Διεθνής Ένωση για Κηδείες και Αποτέφρωση το 1998 εξέδωσε κατευθυντήριες οδηγίες σχετικά με το θέμα και συνιστούσε την προσοχή για την ταυτοποίηση του ατόμου, προέτρεπε να καταβληθή προσπάθεια για πλήρη αποτέφρωση για να μη μένουν υπολείμματα, τόνιζε την μη ανάμειξη των υπολειμμάτων δυό διαφορετικών σωμάτων, την μη αφαίρεση του χρυσού των δοντιών, πριν, κατά την διάρκεια η μετά την αποτέφρωση, έκανε λόγο για την τύχη της τέφρας, αν παραμείνη στα αζήτητα για αρκετό χρονικό διάστημα κλπ.

2. Αποτέφρωση και περιβάλλον

Κάνοντας λόγο για αποτέφρωση των σωμάτων, δεν πρέπει να αγνοηθή μια παράμετρος που έχει σχέση με την μόλυνση του περιβάλλοντος. Έχει διαπιστωθή ότι με την αποτέφρωση στους ειδικούς κλιβάνους απελευθερώνονται χημικές ουσίες, όπως μόλυβδος, υδράργυρος, διοξίνες και φουράνια, μονοξείδιο του άνθρακα, οξείδιο του αζώτου, διοξείδιο του θείου, κλπ. Μερικές από αυτές τις ουσίες βρίσκονται σε επιτρεπτά όρια, άλλες υπερβαίνουν τα όρια.
Από έρευνα που έγινε από την Ομοσπονδία Αποτέφρωσης Βορείου Αμερικής διαπιστώθηκε ότι οι «ρύποι» αυξάνουν όσο αυξάνει η θερμοκρασία της αποτέφρωσης. Μάλιστα δε το κύριο πρόβλημα ήταν με τον υδράργυρο που προέρχεται κυρίως από το αμάλγαμα στα σφραγίσματα των δοντιών.
Μια πληροφορία αναφέρει ότι το 11% περίπου του υδραργύρου που εκπέμπεται στην Μ. Βρεττανία, όπως και το 11% των διοξινών, οφείλεται στα κρεματόρια.
Μια ενδιαφέρουσα πληροφορία προέρχεται από επιστολή της Ομοσπονδίας των Βρεττανικών Κρεματορίων (Ιαν. 2001). Η Ομοσπονδία αυτή παραπονείται ότι με νόμο του 1990 για το περιβάλλον, υποχρεώθηκαν να συμμορφωθούν τα κρεματόρια μέχρι το 1998, και αυτό τους κόστισε 125-150 εκατομμύρια αγγλικές λίρες (το 85% των κρεματορίων είναι δημόσια η των τοπικών αρχών). Όμως, το 2001 με νέα οδηγία (DETR) σχετικά με τον υδράργυρο που απελευθερώνεται στην ατμόσφαιρα, προτάθηκαν νέα μέτρα και για αυτό εστάλη η επιστολή διαμαρτυρίας, σύμφωνα με την οποία δεν είναι τεκμηριωμένα τα στοιχεία της νέας οδηγίας και γι’ αυτό ξεκίνησαν δική τους έρευνα. Σύμφωνα με τα στοιχεία τους η εφαρμογή της νέας οδηγίας θα κοστίση άλλα 150 εκατομμύρια λίρες, και θα αναγκαστή να κλείση το 23% των Βρετανικών κρεματορίων. Αυτό δείχνει το ενδιαφέρον της Πολιτείας για το περιβάλλον, αλλά και την αντίδραση λόγω οικονομικού κόστους.
Βέβαια παρατηρείται ότι το πρόβλημα της μόλυνσης του περιβάλλοντος προέρχεται όχι τόσο από το ανθρώπινο σώμα, αλλά από τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται για την αποτέφρωση και ίσως από τα υλικά στα κιβώτια που καίγονται.
Επίσης από πλευράς ενεργειακής κατανάλωσης είναι εμφανές ότι η αποτέφρωση απαιτεί σημαντική κατανάλωση καυσίμων για την λειτουργία των κλιβάνων που αλλιώς θα εξοικονομείτο.

3. Διάφορα λάθη

Πληροφορίες που συναντούμε στο διαδίκτυο αναφέρουν ότι κατά την αποτέφρωση γίνονται και λάθη και γι' αυτό και υπάρχουν σχετικές οδηγίες για το ποιός αποτεφρώνεται και σε ποιόν ανήκει η τέφρα. Η Πολιτεία του Όρεγκον, όπως και άλλες Πολιτείες, έχει θεσπίσει να μπαίνουν μεταλλικές ταυτότητες που θα συνοδεύουν το σώμα σε όλη την διαδικασία και που θα αντέχουν στον κλίβανο και θα παραλαμβάνωνται μαζί με τα υπολείμματα για να γίνεται η ταυτοποίηση του ανθρώπου με την τέφρα.
Ώστόσο, όμως, έχουν παρατηρηθή πολλά λάθη και σκάνδαλα. Για παράδειγμα το 2002 στο Τενεσσί και την Γεωργία ανακαλύφθηκε ότι οι λήκυθοι που είχαν παραδοθή σε οικογένειες μετά από αποτέφρωση σωμάτων είχαν τσιμέντο η απλή σκόνη και άλλα άσχετα υλικά.
Επίσης μπορεί να γίνουν λάθη με αλλαγές τέφρας, δηλαδή να δοθή τέφρα που ανήκει σε άλλον νεκρό, καθώς επίσης να γίνεται ανάμειξη των υπολειμμάτων τεφρών διαφόρων ανθρώπων.
Από όλα όσα αναφέραμε πιο πάνω φαίνεται ότι η αποτέφρωση των σωμάτων δεν είναι απλή υπόθεση, ούτε με αυτήν λύνονται οικονομικά η περιβαντολλογικά προβλήματα. Γι' αυτό, η υπεύθυνη Πολιτεία δεν πρέπει απλώς να αρκεσθή στην χορήγηση άδειας αποτέφρωσης, αλλά θα πρέπη να θέση και τα απαραίτητα νομοθετικά πλαίσια σύμφωνα με υπάρχοντα Διεθνή πρότυπα, στα οποία θα γίνεται η αποτέφρωση.
Βέβαια, ως Ορθόδοξη Εκκλησία είμαστε αντίθετοι στην διαδικασία της αποτέφρωσης, αλλά σεβόμαστε την ελευθερία των ανθρώπων που θέλουν δι' αυτού του τρόπου να διαλυθή το σώμα τους. Συγχρόνως υποστηρίζουμε ότι με την καύση – αποτέφρωση δεν καταργείται το δόγμα της αναστάσεως των σωμάτων, αλλά αφ' ενός μεν υπονομεύεται το ήθος που συνδέεται με το δόγμα, αφ' ετέρου δε φανερώνει την διαφορετική πίστη των ανθρώπων που δέχονται να αποτεφρωθούν τα σώματά τους, οπότε αυτό έχει σχέση με τις εξόδιες προσευχές.

Τό σκήνωμα του π. Βησσαρίωνος Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 9-4-2006)


Πολύς λόγος γίνεται στις ημέρες μας για το σκήνωμα του Ιερομονάχου π. Βησσαρίωνος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος. Στα ΜΜΕ γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση για το θέμα, αλλά εκείνο το οποίο παρατηρεί κανείς είναι ότι συμμετέχουν στις συζητήσεις άνθρωποι διαφόρων αντιλήψεων, με αποτέλεσμα να δημιουργήται σύγχυση. Είναι φυσικό ένας ουμανιστής να μη μπορή να παραδεχθή το λεγόμενο υπερφυσικό, ενώ ένας θεολόγος που ακολουθεί την διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί ούτε να αρνηθή την θέωση του ανθρωπίνου σώματος ούτε και να πείση με λογικά επιχειρήματα εκείνον που την αρνείται.
Πέρα από την διαδικασία αγιοκατάταξης ενός Χριστιανού και την ιστορική αναφορά, θα πρέπη να δούμε και την θεολογία του θέματος.
1. Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως και η ένωσή της με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου θέωσε την ανθρώπινη φύση που αποτελείται από ψυχή και σώμα. Στην συνέχεια ο άνθρωπος που ενώνεται με τον Χριστό οδηγείται από το «είναι» στο «ευ είναι», δηλαδή βιώνει την θέωση σε όλη του την ύπαρξη. Επομένως, στην εν Χριστώ ζωή παρατηρείται θέωση ψυχής και σώματος, διότι το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής που απορρίπτεται και εξαφανίζεται, όπως υποστήριζε η κλασσική μεταφυσική, αλλά είναι το ένα από τα δύο συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως που αγιάζεται. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πιστεύουμε στην διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος.
2. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και η θεολογία των λειψάνων των αγίων. Η θεία Χάρη δια της ψυχής διαπορθμεύεται και στο σώμα και έτσι τα ιερά λείψανα ευωδιάζουν, θαυματουργούν και είναι ένδειξη της παρουσίας σε αυτά της Χάριτος του Θεού. Στα άφθαρτα λείψανα των αγίων παραμένει η θεοποιός ενέργεια του Θεού, γι' αυτό τα ιερά λείψανα είναι απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Στο Άγιον Όρος την μεγαλύτερη φιλοφρόνηση την οποία μπορεί να κάνη σε έναν φιλοξενούμενο κάποιος Αγιορείτης είναι να του παραθέση τα ιερά λείψανα για τιμητική προσκύνηση.
3. Όμως οι Ορθόδοξοι δεν (πρέπει να) είμαστε ούτε αφελείς, ούτε θρησκόληπτοι, ούτε δεισιδαίμονες. Υπάρχουν σαφέστατα κριτήρια τα οποία ξεχωρίζουν το φυσικό από το υπερφυσικό, το κτιστό από το άκτιστο, το δαιμονικό από το θεϊκό. Έτσι, ορθόδοξος θεολόγος είναι εκείνος ο οποίος διακρίνει εάν κάτι προέρχεται από τον Θεό η από πονηρές δυνάμεις, η είναι ένα φυσικό γεγονός. Επομένως, υπάρχουν θεολογικά κριτήρια, τα οποία διαθέτουν όσοι βιώνουν την ορθόδοξη παράδοση και έτσι υπερβαίνεται ο σχολαστικισμός, ο ηθικισμός, η δεισιδαιμονία και η μαγεία. Άλλωστε σε όλες τις επιστήμες υπάρχουν κριτήρια που ξεχωρίζουν το αληθινό από το ψεύτικο.
4. Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, όλοι όσοι αγίασαν δεν φανερώθηκαν στους ανθρώπους. Και μάλιστα πολλοί άγιοι, λόγω της μεγάλης ταπεινώσεώς τους, δεν ήθελαν να τιμηθούν ως άγιοι και εν ζωή και μετά την κοίμησή τους και γι' αυτό ζητούσαν να κρυφτούν η να πεταχθούν τα σώματά τους για να αποφύγουν την τιμή των ανθρώπων. Ο Θεός όμως με διαφόρους τρόπους και λόγους αναδεικνύει μερικούς από τους αγίους, κυρίως όταν θέλη να διδάξη τους ανθρώπους η να τους παρηγορήση για συγκεκριμένα γεγονότα. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σύμφωνο με την παράδοση της Εκκλησίας η «εργολαβική» άνωθεν ανάδειξη αγίων με ανθρωποκεντρικά συνήθως κριτήρια, για να ικανοποιούνται μερικές ταπεινές επιδιώξεις διαφόρων προσώπων.
5. Λαμβάνοντας αφορμή από την περίπτωση του σκηνώματος της Μονής Αγάθωνος, μπορούμε να πούμε ότι για ένα σώμα το οποίο εμφανίζει δείγματα αφθαρσίας, ισχύουν τρεις δυνατότητες. Η να είναι αποτέλεσμα αφορισμού, η να είναι ένα φυσικό γεγονός, η να είναι έκφραση θεώσεως. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως μπορεί κανείς να διακρίνη σε ποιά περίπτωση συγκαταλέγεται ένα αδιάλυτο σώμα.
Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, διακεκριμένος δογματικός θεολόγος, έλεγε ότι για να είναι κάποιος άγιος, εκτός από τους μάρτυρες, πρέπει να συντρέχουν δύο βασικοί λόγοι. Ο πρώτος εάν υπάρχουν γραπτά κείμενά του που να εκφράζουν την ορθόδοξη θεολογία, ο δεύτερος εάν το σώμα του έχη γίνει ιερό λείψανο. Γι' αυτό έλεγε χαρακτηριστικά ότι η Εκκλησία είναι «εργαστήριο λειψάνων», από την άποψη ότι οδηγεί τον άνθρωπο στην θέωση ψυχής και σώματος. Βεβαίως κάθε λείψανο δεν είναι και άφθαρτο. Συγχρόνως έλεγε ότι όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άφθαρτο σώμα, τότε εκείνος που μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Θεού, δηλαδή ένας σύγχρονος αγιασμένος άνθρωπος, μπορεί να διακρίνη εάν αυτό είναι φυσικό η πνευματικό φαινόμενο. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο μαθηματικός αντιλαμβάνεται τον μαθηματικό, ο φυσικός τον φυσικό και ο άγιος αντιλαμβάνεται τον άγιο. Επί πλέον, σε μια τέτοια περίπτωση, με την τιμητική προσκύνηση του συγκεκριμένου σκηνώματος, γίνονται συνταρακτικά και αποδεδειγμένα θαύματα, όχι φανταστικά και συναισθηματικά. Επίσης, ο αείμνηστος π. Παΐσιος έλεγε για τον Γέροντα Αρσένιο τον Καππαδόκη, όταν τον ρωτούσαν αν είναι άγιος: «Αν είναι παλληκάρι, ας το αποδείξη!», δηλαδή, ας δείξη με θαύματα την πνευματική του κατάσταση. Η λεγομένη «συνείδηση του λαού» έχει μια αξία, αλλά πολλές φορές αυτή η συνείδηση που δεν έχει θεολογικά κριτήρια συγχέει το θεϊκό με το μαγικό, το πνευματικό με το ψυχολογικό και γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως.
Έχοντας, λοιπόν, τέτοια κριτήρια δεν αρνούμαστε την θεολογία της θεώσεως του ανθρωπίνου σώματος, γιατί τότε θα περιπέσουμε σε ένα ουμανισμό, αλλά και ούτε προκαλούμε τον λαό σε προσκύνηση ενός Χριστιανού ως αγίου, εάν δεν έχη αποδειχθή περίτρανα η αγιότητα με τα πνευματικά – θεολογικά κριτήρια που διαθέτει η Εκκλησία και όχι με απλές αποφάσεις. Δυστυχώς, στην εποχή μας μειώνονται αυτά τα θεολογικά κριτήρια. Και αυτό είναι ανησυχητικό, διότι η θεολογία δεν συνδέεται με την επικοινωνιολογία.
Επομένως, νομίζω ότι στο θέμα αυτό χρειάζεται πολύ διάκριση και αναμονή εν προσευχή για να φανερώση ο Θεός το θέλημά Του, με τους τρόπους που Εκείνος γνωρίζει. Και μέχρι τότε θα πρέπη να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι να μην αποδίδονται στο συγκεκριμένο σκήνωμα εκδηλώσεις τιμητικής προσκύνησης αγίου.
Βεβαίως, ο λαός, που είναι πονεμένος και απογοητευμένος από πολλά, αναζητά στηρίγματα. Οι ποιμένες όμως της Εκκλησίας πρέπει να ενεργούν με πνευματικά θεολογικά κριτήρια, ώστε να μην απογοητεύσουν ακόμη περισσότερο τον λαό.

Τα αίτια της πτώσεως της Κωνσταντινουπόλεως, κατά τον Ιωσήφ τον Βρυέννιον Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Η πτώση της Κωνσταντινουπόλεως την 29η Μαΐου του 1453 ήταν το αποκορύφωμα της φθίνουσας δόξας της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, του λεγομένου Βυζαντίου. Γύρω από τα αίτια της πτώσης αυτής εγράφησαν πολλά, τα οποία παρουσιάζουν την κατάσταση στην οποία βρισκόταν τότε η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία-Βυζάντιο, αφού είχε χαθή όλη η Μικρά Ασία, η Ανατολική Θράκη και είχε μείνει μόνον η Κωνσταντινούπολη και τα περίχωρά της. Οι κατά καιρούς εχθροί είχαν προξενήσει μεγάλη ζημία, με αποκορύφωμα και τελειωτικό κτύπημα την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Φράγκους, κατά την Δ Σταυροφορία την 13η Απριλίου του έτους 1204. Η μετά από λίγα χρόνια (1261) ανακατάληψή της και ελευθέρωσή της δεν προσέφερε ουσιαστικά πράγματα, διότι ήδη η Πόλη είχε καταστραφή και λεηλατηθή ολοσχερώς.
Πέρα από τα πολιτικά και κοινωνικά αίτια που συνετέλεσαν στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως πρέπει να σημειωθούν ιδιαιτέρως τα πνευματικά αίτια στα οποία συνήθως δεν δίνουμε μεγάλη σημασία.
Άλλωστε κατά την ορθόδοξη θεολογία ο Θεός διευθύνει τον κόσμο με τις άκτιστες ενεργειές Του, και η προσωπική Του επέμβαση εκδηλώνεται με την ευδοκία Του, την μακροθυμία Του, την παραχώρηση των ποικίλων πειρασμών κλπ. Σε αυτά τα πνευματικά αίτια αναφέρεται ο μοναχός Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του γένους και ομολογητής της πίστεως, που έζησε στις τελευταίες στιγμές της ζωής της Βασιλεύουσας και άκουγε τον ρόγχο του θανάτου της.
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος, διδάσκαλος του αγίου Μάρκου του Ευγενικού, σύμφωνα με μελέτη του αειμνήστου Καθηγητού του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Τωμαδάκη, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περί το 1350 μ.Χ., εκάρη μοναχός στην Μονή Στουδίου, υπήρξε ασκητής με πατερικό φρόνημα, ανεδείχθηκε μεγάλος λόγιος και διδάσκαλος του γένους, τον οποίον συμβουλεύονταν οι Αυτοκράτορες και οι Πατριάρχες, και αποστελλόταν από τον Αυτοκράτορα σε διάφορες κρίσιμες αποστολές, όπως την Κύπρο και την Κρήτη, ομιλούσε κατά τις επίσημες ημέρες στο Παλάτι, συμμετείχε στις προετοιμασίες για την συζήτηση των Ορθοδόξων με τους Λατίνους, για την «ένωση των Εκκλησιών» και κοιμήθηκε περί το 1431, περίπου είκοσι δύο (22) χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Όπως γράφει ο Αρχιμ. Ειρηναίος Δεληδήμος, στην εισαγωγή των έργων του που εξεδόθησαν από τον εκδοτικό οίκο Βασιλείου Ρηγόπουλου, «ο Ιωσήφ Βρυέννιος κατά τα έτη 1401-1431 ανεγνωρίζετο ως ο κορυφαίος λόγιος εν Κωνσταντινουπόλει».
Ο Ιωσήφ Βρυέννιος την Μ. Παρασκευή (14 Απριλίου) του έτους 1419, τριανταπέντε περίπου χρόνια πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως, εξεφώνησε ένα λόγο στο Παλάτι «επί παρουσία βασιλέων, και των εν τέλει, και συνελεύσει των εξαιρέτων του γένους ημών, και της βασιλίδος ταύτης των πόλεων», όπως χαρακτηριστικά γράφεται στην επικεφαλίδα.
Όπως λέγει σε άλλα κείμενά του, στην Κωνσταντινούπολη την εποχή εκείνη ζούσαν περίπου 70.000 κάτοικοι και μάλιστα ο ίδιος έκανε έκκληση στους Κωνσταντινουπολίτας, χωρίς να υπάρχη ανταπόκριση, να συντελέσουν στην ανοικοδόμηση των τειχών της, εν όψει του μεγάλου κινδύνου. Όμως οι κάτοικοι, ιδιαιτέρως οι πλούσιοι, ασχολούμενοι με την αύξηση των ατομικών τους εσόδων, αδιαφορούσαν, με αποτέλεσμα η πόλη να ομοιάζη, όπως λέγει, με «σεσαθρωμένον» πλοίον που ήταν έτοιμο να βυθισθή.
Στον λόγο του αυτόν που αναφερόμαστε, ο διακεκριμένος αυτός λόγιος μοναχός, ομιλώντας μπροστά στους επισήμους άρχοντες της Κωνσταντινουπόλεως, εξέθεσε ανάγλυφα και παραστατικά τα πνευματικά αίτια της επερχομένης πτώσεως της Βασιλευούσης. Και είναι σημαντική αυτή η μαρτυρία γιατί προέρχεται από έναν λόγιο μοναχό και ασκητή, με ήθος, παιδεία και πατερικό φρόνημα, τον οποίον σέβονταν οι πάντες την εποχή εκείνη και ο οποίος έζησε στα χρόνια εκείνα που οι κάτοικοι έβλεπαν τον επερχόμενο όλεθρο.
Το περιεχόμενο του λόγου αυτού αναλύεται στην επικεφαλίδα: «δια το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα παρά των ούτω λεγομένων πνευματικών, και αγοράζεσθαι παρ’ ημών, οίμοι! το ημέτερον γένος αφανισμώ παραδίδοται και Ισμαηλίταις περιπίπτει». Δηλαδή, το γένος αφανίζεται και πέφτει στους Ισμαηλίτες – Μωαμεθανούς, διότι πωλείται το σώμα και το αίμα του Χριστού από τους λεγομένους πνευματικούς και αγοράζεται από τους Χριστιανούς.
Στην αρχή του λόγου του ο Ιωσήφ Βρυέννιος εκφράζει την οδύνη του, αφού το γένος περιστοιχίζεται από δεινά, τα οποία, όπως λέγει, «δάκνει μου την καρδίαν, συγχεί τον νουν και οδυνά την ψυχήν». Κάνει λόγο για την «ολόσωμον πληγήν» και την «νόσον καθολικήν». Το γένος έχει περιπέσει σε ποικίλα πάθη και αμαρτίες. Όλοι οι Χριστιανοί έγιναν «υπερήφανοι, αλαζόνες, φιλάργυροι, φίλαυτοι, αχάριστοι, απειθείς, λιποτάκται, ανόσιοι, αμετανόητοι, αδιάλλακτοι». Έγιναν οι άρχοντες κοινωνοί ανόμων, οι υπεύθυνοι άρπαγες, οι κριτές δωρολήπτες, οι μεσίτες ψευδείς, οι νεώτεροι ακόλαστοι, οι γηράσαντες μεθυσμένοι, οι αστοί εμπαίκτες, οι χωρικοί άλαλοι, «και οι πάντες αχρείοι». Συγχρόνως με την γενική κατάπτωση των ανθρώπων χάθηκε «ευλαβής από της γης, εξέλιπε στοχαστής, ουχ εύρηται φρόνιμος». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον επέπεσαν εκ δυσμών και εξ ανατολών διάφοροι εχθροί και λυμαίνονται την αυτοκρατορία.
Στην συνέχεια αναφέρεται στο μεγαλύτερο αμάρτημα που έγινε στην ιστορία, δηλαδή την προδοσία του Ιούδα, η οποία συνίσταται στο «πωληθήναι τιμής και αγορασθήναι τον Κύριον», δηλαδή ο Ιούδας επώλησε τον Κύριο, τον Οποίον αγόρασαν οι Εβραίοι. Αυτό το ανοσιούργημα, όπως λέγει, γίνεται στις ημέρες μας, αφού οι πολλοί από τους λεγομένους πνευματικούς πωλούν τον Κύριο και «αγοράζει δε πας ο έχων αργύριον και βουλόμενος». Προφανώς πρόκειται για το ότι οι λεγόμενοι πνευματικοί χορηγούσαν άφεση αμαρτιών με την λήψη χρημάτων. Αλλά και πολλοί από τους ιερείς ασελγούν εν επιγνώσει, αφού και αυτοί διακατέχονται από αυτά τα πάθη και προσέρχονται να λειτουργούν στην σεβασμία Τράπεζα αναιδώς. Αναφέρεται διεξοδικώς στην κατάπτωση της Εκκλησίας, αφού οι ποιμένες έχουν απομακρυνθή από την διδασκαλία και τα όρια που είχαν θέσει οι Πατέρες. Αλλά και οι μοναχοί έχουν χάσει τον προορισμό τους και ασχολούνται με άλλα ζητήματα, αφού υπάρχουν μοναχοί «και τρία και πέντε, και επτά έχοντες αδελφάτα εκ διαφόρων αυτοίς αφεθέντα προσώπων».
Ο όρος «αδελφάτο» σημαίνει «επιτροπεία διευθύνουσα αγαθοεργόν κατάστημα» (Δημητράκου) που ανήκει στους Δήμους. Με γενική έννοια αδελφάτο είναι «σύλλογος, σωματείο με ιδιαίτερα στενούς δεσμούς μεταξύ των μελών του» η ακόμη «επιτροπή με διαχειριστικά καθήκοντα σε φιλανθρωπικά ιδρύματα, ναούς, νοσοκομεία» (Μπαμπινιώτης). Στην περίπτωση αυτή με τον όρο αδελφάτα μάλλον εννοούνται μερίδια της Μονής που παραλαμβάνουν και κατέχουν και οι εκτός της Μονής ζώντες μοναχοί που τα εκμεταλλεύονται, οπότε ένας τέτοιος μοναχός μάλλον πρέπει να καλήται «ληστής» και η ενέργεια αυτή «τόκος εστι, και τόκου χείρον, ιεροκαπηλία λεγόμενον», διότι κρατεί τα αδελφάτα των πτωχευόντων μοναστηρίων ενέχυρα για τόκο. Πρόκειται για αλλοίωση του μοναχισμού, ο οποίος έχασε την ησυχαστική παράδοση και μεταβλήθηκε σε υλική εκμετάλλευση των μοναστηριών.
Και αφού κάνει μεγάλη ανάλυση αυτής της καταστάσεως που παρατηρείται στους άρχοντες και τον λαό, τους Κληρικούς και τους μοναχούς, τους αστούς και τους χωρικούς, καταλήγει στον υπέροχο αυτόν και σημαντικό του λόγο σε μια ανακεφαλαίωση, στην οποία δίνει τις κατάλληλες συμβουλές για να αποφύγουν το κακό, το οποίο βλέπει καθαρά να έρχεται.
Λέγει ότι βλέποντας πριν σαράντα χρόνια να ερημώνωνται οι πόλεις, να αφανίζωνται οι χώρες, να καίγωνται οι Εκκλησίες, να βεβηλώνωνται τα άγια και να δίδωνται τα ιερά σκεύη στα σκυλιά και «παν το ημέτερον γένος, δουλεία παραδιδόμενον και μαχαίρα», προσευχόταν στον Θεό να του αποκαλύψη για το που οφείλεται αυτή η εγκατάλειψη του λαού και «η τοσαύτη του Θεού αγανάκτησις καθ ?μ?ν». Και μετά από πολλές προσευχές βρήκε ποιό είναι το αίτιο και θέλει να το αποκαλύψη, την ημέρα αυτή, ενώπιον των Βασιλέων και των αρχόντων και όλου του λαού, γιατί φοβάται, μήπως τιμωρηθή αν σιωπήση. Και η αιτία της οργής του Θεού και της δικαίας Του αγανακτήσεως κατά των Ρωμαίων είναι «το πωλείσθαι καθ’ εκάστην το του Χριστού σώμα και αίμα, παρά των λεγομένων πνευματικών και αγοράζεσθαι προς υμών των χριστιανών».
Διαμαρτύρεται για το γεγονός αυτό και επικαλείται ως μάρτυρες τον χορό των αγίων και των αγγέλων. Ζητά από τους άρχοντες τον Κλήρο και τον λαό να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό για να γίνη «η του γένους ανάκλησις» και να είναι μαζί τους ο Θεός, γιατί διαφορετικά θα πάθουν χειρότερα από εκείνα που έπαθεν η παλαιά Ιερουσαλήμ, που κυριεύθηκε από τους εχθρούς. Σαφώς εδώ αναφέρεται στην πτώση της Κωνσταντινουπόλεως, της νέας Ιερουσαλήμ. Ζητά από τους κατοίκους να μετανοήσουν, γιατί αν δεν γίνη αυτό, η καταστροφή θα είναι τόσο μεγάλη που όλα τα έθνη και οι μέλλουσες γενεές θα λένε σε παρόμοιες περιπτώσεις: «μη πάθοιμεν α οι Ρωμαίοι πεπόνθασιν». Εδώ πρέπει να παρατηρηθή ότι παραμονές της αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως και της Αυτοκρατορίας οι κάτοικοί της δεν λέγονταν Βυζαντινοί –που ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε αργότερα από τους Φράγκους– αλλά Ρωμαίοι.
Δεν αρκείται, όμως, ο Ιωσήφ Βρυέννιος σε γενικές προτροπές για μετάνοια, αλλά την συγκεκριμενοποιεί και με αυτόν τον τρόπο αναλύει στην πραγματικότητα τι θα πη να πωλούν το σώμα και το αίμα του Χριστού, δηλαδή αναφέρεται στην ανάξια μετάληψη του σώματος και του αίματος του Χριστού, την τέλεση διαφόρων αμαρτιών από Κληρικούς, μοναχούς και λαϊκούς, τις οποίες δεν εξομολογούνται και την προδοσία της πίστεως. Με αυτούς τους τρόπους γίνεται ασέβεια στο Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Δίνει τέσσερεις συμβουλές και κατευθύνσεις μετανοίας.
Η πρώτη είναι οι πνευματικοί να μη λαμβάνουν χρήματα από τους εξομολογουμένους. Η δεύτερη συμβουλή είναι να μη κρατούν οι Ιερείς ενέχυρα για τόκους, να μη λαμβάνη κάποιος μοναχός η μονάστρια τόκους, ούτε οι εκτός της Μονής να κρατούν αδελφάτα πάνω από δύο ο καθένας και μετά παρέλευση δέκα χρόνων, και να μη κοινωνή κανείς των αχράντων μυστηρίων από εκείνους που είναι τελώνες και άδικοι, αν δεν αποκαταστήση και επιστρέψη το αδίκημα. Η τρίτη συμβουλή είναι να μη κοινωνή κανείς από του σώματος και του αίματος του Χριστού, «της αμαρτίας έτι ενεργουμένης» –αν δεν έχη μετανοήσει και δεν ελευθερώθηκε από την αμαρτία– εκτός και εάν μετά την εξομολόγηση είναι βαριά ασθενής προς θάνατον. Και η τέταρτη συμβουλή είναι «μηδείς ιερέων τοις δυσσεβούσιν ιερεύσι συλλειτουργή (εννοεί τους λατίνους και λατινόφρονας) μηδέ τις των κοσμικών αυτούς εκδική».
Και επειδή μερικοί ισχυρίζονταν ότι πριν αποθάνη κανείς θα έπρεπε να κοινωνήση χωρίς τις αναγκαίες προϋποθέσεις, ο Ιωσήφ Βρυέννιος λέγει ότι κανένας δεν πήγε στην Κόλαση, επειδή δεν πρόλαβε να κοινωνήση των Αχράντων Μυστηρίων, την τελευταία στιγμή –εννοείται αφού ζούσε σε μετάνοια μέσα στην Εκκλησία– αλλά μύριοι κολάσθηκαν «δια το αναξίως μεταλαβείν». Γι’ αυτό συνιστά στους Χριστιανούς να εξομολογούνται και να τηρούν τον χρόνο αποχής από την θεία Κοινωνία που θα επιβληθή από τον πνευματικό για την θεραπεία κάθε αμαρτήματος. Επίσης, μετά βεβαιότητος λέγει: «κρείσσων γαρ η αποχή τούτου μετ’ ευλαβείας και φόβου, ήπερ η μετάληψις μετά τόλμης και αναξιότητος, πίστευσον».
Είναι σημαντικός αυτός ο λόγος του μεγάλου διδασκάλου του γένους μας πριν την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως που δείχνει ποιά είναι τα πνευματικά αίτια της πτώσεως της Βασιλευούσης των πόλεων και ποιά πρέπει να είναι η αληθινή ζωή των Κληρικών και Χριστιανών που θέλουν να είναι και να λέγωνται ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Τα διάφορα δεινά έχουν κυρίως και προ παντός πνευματικά αίτια, έστω κι αν δεν θέλουμε να τα εντοπίζουμε. Δεν πρέπει να παραμένουμε μόνον σε πολιτικούς, κοινωνικούς και οικονομικούς παράγοντες, αλλά θα πρέπη να βλέπουμε και την πνευματική διάσταση του θέματος, αφού ο Θεός διευθύνει την ιστορία. Άλλωστε η χιλιόχρονη Ρωμαϊκή - Βυζαντινή Αυτοκρατορία διατηρήθηκε τόσα χρόνια, γιατί βίωνε την ορθόδοξη πίστη, αφού το πρότυπό της, κατά βάση, ήταν ο αγιασμός και η συμμετοχή στην δόξα του Θεού.
Επίσης, από τον προφητικό και πατερικό αυτόν λόγο του Ιωσήφ Βρυεννίου φαίνεται ότι πρέπει να μάθουμε «πως δει εν οίκω Θεού αναστρέφεσθαι ήτις εστιν εκκλησία Θεού ζώντος, στύλος και έδραιωμα της αληθείας» (Α’ Τιμ. γ , 15). Αυτό αναφέρεται στον κατάλληλο τρόπο προσελεύσεως στα άγια Μυστήρια, στην προσπάθεια να τηρούμε τις εντολές του Χριστού στην καθημερινή μας ζωή, και στον αγώνα να διατηρούμε ανόθευτη την ορθόδοξη πίστη.
Αυτοί οι λόγοι του Ιωσήφ Βρυεννίου αναφέρονται και σε μας, αφού τόσο στην εθνική, όσο και στην οικογενειακή και προσωπική μας ζωή, πρέπει να στηριζόμαστε σε πνευματικά θεμέλια. Τα χωρία «μακάριος ο λαός ου εστι βοηθός Κύριος ο Θεός αυτού» και «μακάριοι πάντες οι φοβούμενοι τον Κύριον» έχουν πνευματική εφαρμογή και συνιστούν τον λεγόμενο πνευματικό νόμο. Εάν ζούμε απρεπώς, τότε ο Θεός προς παιδαγωγία και από αγάπη επιτρέπει διάφορα δεινά για να μετανοήσουμε.
Ο προφητικός λόγος του διδασκάλου του γένους μας Ιωσήφ Βρυεννίου είναι επίκαιρος.

Ὁ Ἀντίχριστος καὶ τὸ χρῖσμα Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Κατά καιρούς γίνεται λόγος για την έλευση του Αντιχρίστου και το τι θα δημιουργήση στους ανθρώπους και τον κόσμο, και μάλιστα προσδιορίζεται και ιδιαίτερο χρονικό διάστημα που θα εμφανισθή.
Πολλοί μας ερωτούν γύρω από το θέμα αυτό, αλλά οι απαντήσεις ευρίσκονται στην Αγία Γραφή και ιδιαιτέρως στις επιστολές του Ευαγγελιστού Ιωάννου, του Αποστόλου Παύλου και στην Αποκάλυψη του Ιωάννου και σε όλη την ποιμαντική της Εκκλησίας. Στην συνέχεια απλώς μερικές νύξεις θα ήθελα να κάνω κυρίως γύρω από το πως αντιμετωπίζεται αυτή η κατάσταση.
1. Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Α Καθολική του επιστολή κάνει λόγο για την έλευση του Αντιχρίστου, καθώς επίσης και την ενέργεια των αντιχρίστων και μάλιστα γράφει στους Χριστιανούς ότι επίκειται αυτή η ώρα. Συγκεκριμένα γράφει: «Παιδία, εσχάτη ώρα εστί, και καθώς ηκούσατε ότι ο αντίχριστος έρχεται, και νυν αντίχριστοι πολλοί γεγόνασιν· όθεν γινώσκομεν ότι εσχάτη ώρα εστίν» (Α Ιω. β , 18).
Κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου που χρησιμοποιεί κείμενα εκκλησιαστικών συγγραφέων, εκτός από τον Αντίχριστο που θα εμφανισθή προς το τέλος του κόσμου και πλησίον της Δευτέρας Παρουσίας του Χριστού, υπάρχουν και πολλοί αντίχριστοι, οι οποίοι ήδη ενεργούν το έργο του Αντιχρίστου και στην εποχή του και σε κάθε εποχή και «είναι πρόδρομοι και προκήρυκες του καθ' αυτό και κυρίως όντως κεκαλουμένου Αντιχρίστου». Όπως προ της ελεύσεως του Χριστού υπήρχαν Προφήτες, έτσι και προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου θα εμφανισθούν οι πρόδρομοί του, οι ψευδοπροφήτες.
Έτσι, κατά ερμηνεία πολλών, αντίχριστοι ονομάζονται «οι δυσσεβείς αιρεσιάρχαι», οι οποίοι κρατούν και υπερασπίζονται «τα του Αντιχρίστου μιαρά δόγματα». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στον επόμενο στίχο γράφει: «εξ ημών εξήλθον, αλλ ουκ ήσαν εξ ημών· ει γαρ ήσαν εξ ημών, μεμενήκεισαν αν μεθ ημων· αλλ ινα φανερωθώσιν ότι ουκ εισί πάντες εξ ημών» (Α Ιω. β , 19). Πρόκειται για τους Χριστιανούς εκείνους που είχαν μάθει την αποκαλυπτική αλήθεια και την αγγελική πολιτεία, αλλά επειδή ήταν δουλωμένοι στις σαρκικές ηδονές, δεν μπόρεσαν να καταλάβουν «των ουρανίων αγαθών την μεγαλοπρέπεια και την ωραιότητα του νοητού Κόσμου και την μακαριότητα, και όντως άρρητον αγαλλίασιν του μέλλοντος αιώνος», κατά τον άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη. Οπότε επέστρεψαν στην ζωή της αποστασίας «και δεν ηθέλησαν να γένουν ερασταί αληθινοί της καθαράς εν Χριστώ πολιτείας».
Επομένως, προ της ελεύσεως του Αντιχρίστου εμφανίζονται οι πρόδρομοι του Αντιχρίστου, οι ποικίλης μορφής αιρετικοί, αλλά και οι Χριστιανοί εκείνοι που αντί να ζουν την Πολιτεία του Χριστού, με την καθαρότητα της καρδιάς και την αληθινή πίστη του νοός, ζουν με τα πάθη και τις αδυναμίες, χωρίς εσωτερική προσευχή και αληθινή πίστη στον Θεό.
2. Όμως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης δεν αρκείται στο να ομιλή περί του Αντιχρίστου και των προδρόμων του, αλλά κάνει λόγο για το πως αντιμετωπίζονται ο Αντίχριστος και οι πρόδρομοί του. Γι' αυτό αμέσως μετά τους προηγουμένους στίχους γράφει: «και υμείς χρίσμα έχετε από του αγίου, και οίδατε πάντα» (Α Ιω. β , 20). Δηλαδή, οι Χριστιανοί έχουν λάβει το χρίσμα από τον Θεό και γνωρίζουν να ξεχωρίζουν τις ενέργειες του Αντιχρίστου και των αντιχρίστων από τις ενέργειες του Χριστού και των ανθρώπων του Χριστού. Δεν πρόκειται περί αναγνώσεως βιβλίων, αλλά περί του χρίσματος το οποίο υπάρχει στην καρδιά και διδάσκει.
Και πάλι ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, ερμηνεύοντας τι είναι αυτό το χρίσμα, γράφει: «ήγουν ελάβετε την χάριν και ενέργειαν του αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας σας από τον άγιον των αγίων Δεσπότην Χριστόν». Και πιο κάτω αναφερόμενος πως κάποιος λαμβάνει το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, γράφει: «την χάριν δε και ενέργειαν του αγίου Πνεύματος λαμβάνουν οι χριστιανοί δια του αγίου βαπτίσματος, και μάλιστα δια του χρίσματος του αγίου μύρου και ίσως δια τούτο χρίσμα και σφραγίς ονομάζεται η χάρις του αγίου Πνεύματος, ομωνύμως από το χρίσμα και την σφραγίδα του αγίου Μύρου. όθεν και όταν αυτό χρίεται εις τους χριστιανούς παρά του ιερέως, επιλέγονται τα λόγια ταύτα "σφραγίς δωρεάς Πνεύματος αγίου"».
Το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος είναι η σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος που γίνεται κατά το μυστήριο του Χρίσματος, του αγίου Μύρου, κατά την ημέρα της Βαπτίσεώς μας.
Στην συνέχεια, στο ίδιο κεφάλαιο, ο Ευαγγελιστής Ιωάννης, αναφέρεται και πάλι στο ότι το άγιο Χρίσμα, το οποίο έχει λάβει ο Χριστιανός κατά το άγιο Βάπτισμα, του διδάσκει να διακρίνη περί της αληθείας και του ψεύδους. Γράφει: «και υμείς, το χρίσμα ο ελάβετε απ αυτο, εν υμίν μένει, και ου χρείαν έχετε ίνα τις διδάσκη υμάς, αλλ ως το αυτό χρίσμα διδάσκει υμάς περί πάντων, και αληθές εστι και ουκ έστι ψεύδος, και καθώς εδίδαξεν υμάς μενείτε εν αυτώ» (Α Ιω. β, 27).
Κατά την ερμηνεία του αγίου Νικοδήμου που χρησιμοποιεί κείμενα Πατέρων και εκκλησιαστικών συγγραφέων, το χρίσμα το οποίο έχει λάβει ο άνθρωπος είναι η Χάρις του Αγίου Πνεύματος που ενοικεί στις καρδιές των Χριστιανών και με τον λόγο του Ευαγγελιστού Ιωάννου παρακινούνται οι Χριστιανοί «να μένουν αναλλοίωτοι και αμετάτρεπτοι πάντοτε εν τη του αγίου Πνεύματος γνησία αγάπη και πίστει». Και κατά την συνήθεια του αγίου Νικοδήμου γράφει: «πως και με τι τρόπον» μένει αναλλοίωτος ο άνθρωπος ως προς την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος. Αυτό γίνεται με το να παραμένη ο άνθρωπος σταθερός στα δόγματα της θεολογίας και της ενσάρκου οικονομίας, όχι μόνον λογικά, αλλά υπαρξιακά.
Επομένως, όσοι μιλούν περί του Αντιχρίστου και των προδρόμων του θα πρέπη να αναφέρονται σε όλα τα χωρία του Ευαγγελιστού Ιωάννου και να προσδιορίζουν κυρίως τι λέγει ο Ευαγγελιστής Ιωάννης για τον τρόπο αντιμετωπίσεως του Αντιχρίστου και των προδρόμων του. Οι Χριστιανοί γνωρίζουν τους αληθινούς προφήτας από τους ψευδοπροφήτες και τον Χριστό από τον Αντίχριστο μόνον με την ενεργοποίηση του Χρίσματος, το οποίο έχουν λάβει από τον Θεό και ενεργείται μέσα στην καρδιά τους.
3. Για το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος, το οποίο λέγεται και σφραγίδα, κάνει λόγο και ο Απόστολος Παύλος. Συγκεκριμένα στην επιστολή του προς τους Κορινθίους γράφει: «ο δε βεβαιών ημάς συν υμίν εις Χριστόν και χρίσας ημάς Θεός, ο και σφραγισάμενος ημάς και δους τον αρραβώνα του Πνεύματος εν ταις καρδίαις ημών» (Β Κορ. α, 21-22). Εδώ σαφέστατα φαίνεται ότι ο Θεός είναι εκείνος, ο οποίος δίδει την βεβαίωση στους Χριστιανούς, Αυτός είναι εκείνος που μας χρίει. Η χρίση ταυτίζεται με την σφράγιση και αυτό γίνεται από τον Θεό, ο οποίος δίδει στις καρδιές μας τον αρραβώνα του Πνεύματος.
Εάν κανείς μελετήση και άλλα παράλληλα χωρία του Αποστόλου Παύλου για το τι σημαίνει αρραβώνας του Αγίου Πνεύματος, το τι σημαίνει να ψάλη κανείς ύμνους και ωδές πνευματικές στην καρδιά του, τότε θα καταλάβη ότι αυτό το χρίσμα - σφραγίδα είναι η νοερά -καρδιακή προσευχή που είναι έκφραση της αγάπης που αισθάνεται ο άνθρωπος προς τον Θεό.
Στον άνθρωπο εκείνον που έχει δεχθή την σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, έχει γραφή το όνομα του Χριστού. Σ' αυτό το θέμα αναφέρεται ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στην Αποκάλυψή του. «Και είδον άλλον άγγελον αναβαίνοντα από ανατολής ηλίου, έχοντα σφραγίδα Θεού ζώντος, και έκραξε φωνή μεγάλη τοις τέσσαρσιν αγγέλοις, οις εδόθη αυτοίς αδικήσαι την γην και την θάλασσαν, λέγων· μη αδικήσητε την γην μήτε την θάλασσαν μήτε τα δένδρα, άχρις ου σφραγίσωμεν τους δούλους του Θεού ημών επί των μετώπων αυτών. Και ήκουσα τον αριθμόν των εσφραγισμένων· εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες εσφραγισμένοι εκ πάσης φυλής υιών Ισραήλ» (Αποκ. ζ, 2-4). Εδώ φαίνεται σαφέστατα ότι ο άγγελος που είχε «σφραγίδα Θεού ζώντος» εσφράγισε τους δούλους του Θεού στα μέτωπά τους.
Παράλληλο χωρίο ανευρίσκεται και σε άλλα κεφάλαια της Αποκαλύψεως: «Και είδον, και ιδού το αρνίον εστηκός επί το όρος Σιών, και μετ α?το? εκατόν τεσσαράκοντα τέσσαρες χιλιάδες, έχουσαι το όνομα αυτού και το όνομα του πατρός αυτού γεγραμμένον επί των μετώπων αυτών» (Αποκ. ιδ, 1). Δηλαδή, οι σεσωσμένοι που στέκονται με το Αρνίο – τον Χριστό, είχαν το όνομα του Χριστού και του Πατρός Του γεγραμμένο στα μέτωπά τους. Και όπως λέγει στην συνέχεια το κείμενο, αυτοί έψαλαν «ωδήν καινήν», ενώπιον του θρόνου του Θεού, της οποίας το περιεχόμενο μόνον αυτοί γνώριζαν. Επομένως, η σφράγιση των Χριστιανών με το όνομα του Χριστού και του Πατρός Του συνδέεται με την «ωδήν καινήν», δηλαδή την νοερά προσευχή, την οποία αγνοούν οι άνθρωποι που δεν έχουν εμπειρία αυτής της καταστάσεως.
4. Όλα αυτά σημαίνουν ότι με το μυστήριο του αγίου Χρίσματος το οποίο συνδέεται με το μυστήριο του αγίου Βαπτίσματος λάβαμε την δωρεά του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά, δια της σφραγίσεως των μελών του σώματός μας, όταν ο Ιερεύς έλεγε «σφραγίς δωρεάς Πνεύματος Αγίου, αμήν». Αυτό το χρίσμα στην καρδιά ενεργεί ως φωτισμός νοός, ως έμπνευση, ως αγάπη προς τον Θεό, ως προσευχή, ως ελπίδα της αιωνίου ζωής, ως αρραβώνας του Πνεύματος. Η ομολογία των μαρτύρων και το μαρτύριο που ακολουθεί είναι ενεργοποίηση του αγίου Χρίσματος, δια του οποίου ορά τον Θεό, γι' αυτό και το μαρτύριο των αγίων δεν είναι υπόθεση λογικής επεξεργασίας, συναισθηματικής εξάψεως και θυμικής ενεργείας, αλλά καρπός θεοπτίας-θεώσεως.
Όμως, όταν διαπράττουμε κάποια αμαρτία, τότε το χρίσμα που βρίσκεται στο βάθος της καρδιάς ενεργοποιείται δια της μετανοίας. Δηλαδή, η μετάνοια που εκδηλώνεται ως διάθεση αλλαγής βίου, ως αγάπη προ τον Θεό και ως προσευχή, είναι ενεργοποίηση της Χάριτος του αγίου Χρίσματος. Επίσης, αυτό το χρίσμα ενεργοποιείται με την νοερά καρδιακή προσευχή, που είναι η «καινή ωδή», την οποία ψάλλουν οι αναγεννημένοι υπό του Αγίου Πνεύματος.
Όταν όμως ο άνθρωπος αρνήται τον Χριστό, εγκαταλείπη την Ορθόδοξη Εκκλησία και αποδέχεται άλλες ομολογίες – αιρέσεις και θρησκείες, τότε χάνει αυτήν την δωρεά και για να επανέλθη στην Ορθόδοξη Εκκλησία πρέπει να λάβη πάλι το χρίσμα του Αγίου Πνεύματος με το μυστήριο του Χρίσματος.
Επομένως, οι Ποιμένες της Εκκλησίας δεν πρέπει να ομιλούν μόνον για τον Αντίχριστο και τους προδρόμους του, αλλά κυρίως και προ παντός θα πρέπη να βοηθούν τους Χριστιανούς να ζουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να ενεργοποιήται η Χάρη του Βαπτίσματος και του Χρίσματος, με την διαφύλαξη των εντολών του Χριστού και των δογμάτων, την ορθόδοξη βίωσή τους, την μετάνοια και την εσωτερική νοερά – καρδιακή προσευχή, διότι έτσι θα μπορέσουν να ξεχωρίσουν τις ενέργειες του Χριστού από τις ενέργειες του Αντιχρίστου. Διαφορετικά, θα συγχέουν τις άκτιστες με τις κτιστές ενέργειες και το χειρότερο θα θεωρούν ότι οι ενέργειες του Αντιχρίστου είναι ενέργειες του Χριστού η αντιστρόφως. Αυτή η διάκριση συνιστά την ορθόδοξη ποιμαντική. Και η ουσία της είναι η λεγομένη ησυχαστική παράδοση.
Όσοι αξιωθούν να χρισθή η καρδιά τους από το Άγιο Πνεύμα, ήτοι να γραφή στην καρδιά το όνομα του Αρνίου της αποκαλύψεως και του Πατρός Αυτού, θα αποφύγουν την σφραγισή τους από το θηρίο της αποκαλύψεως και τον πατέρα του, καθώς επίσης θα αποφύγουν και τους προδρόμους του.
Αυτή είναι η ουσία της ορθοδόξου ποιμαντικής που συνδέεται με την ησυχαστική παράδοση της Εκκλησίας. Γι' αυτό έχει πολύ μεγάλη σημασία η διατήρηση του ορθοδόξου μοναχισμού. Κάθε αλλοίωση του ησυχαστικού πνεύματος του ορθοδόξου μοναχισμού διευκολύνει τους προδρόμους του Αντιχρίστου να κάνουν πολύ καλά την δουλειά τους και να πλανούν τους ανθρώπους.–