Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Χωρισμός ἤ σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας; Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέο


Πολλές φορές, με άρθρα και διάφορες παρεμβάσεις, έχω υποστηρίξει την άποψη ότι περισσότερο πρέπει να γίνεται λόγος για σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης παρά για χωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Με το κείμενό μου αυτό θα ήθελα να παραθέσω μερικά επιπρόσθετα στοιχεία για διελεύκανση του θέματος, μέσα στα μικρά πλαίσια ενός άρθρου.
1. Είναι γνωστόν ότι το Βατικανό είναι Κράτος και λειτουργεί με αυτές τις προϋποθέσεις και κινείται ανεξάρτητα από το Κράτος της Ιταλίας. Παρά ταύτα έχει κάποια σχέση με αυτό. Έτσι, το ιταλικό Σύνταγμα του 1948 στο άθρο 7 διαλαμβάνει ότι «η Πολιτεία και η Καθολική Εκκλησία, κάθε μια στο δικό της χώρο, είναι ανεξάρτητες και κυρίαρχες. Οι σχέσεις μεταξύ τους ρυθμίζονται από τις συνθήκες του Λατερανού». Στην περίπτωση αυτή παρά το ότι το Βατικανό είναι ανεξάρτητο Κράτος, εν τούτοις γίνεται λόγος για σχέσεις και όχι για χωρισμό. Και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου συνεργάζονται πολλά Κράτη δεν μπορούμε να κάνουμε λόγο για χωρισμό των Κρατών μεταξύ τους, αλλά για σχέσεις. Παντού στον κόσμο δεν μιλούν για χωρισμό μεταξύ των κοινωνιών, αλλά για πλέγμα σχέσεων μεταξύ τους. Αλλά και όλα τα Σωματεία και οι Σύλλογοι σε ένα Κράτος έχουν κάποια σχέση με αυτό και κανένα δεν είναι αυτόνομο και χωρισμένο. Πως, λοιπόν, θα γίνη χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας στην Ελλάδα; Αυτό που μπορεί να γίνη είναι μια καλύτερη οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ πολιτικής και εκκλησιαστικής διοίκησης και όχι χωρισμός.
2. Το εν ισχύι Σύνταγμα της Ελλάδος, στο άρθρο 3, καθορίζει αυτήν την διακριτότητα των ρόλων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Εκεί λέγεται ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει κεφαλή της τον Χριστό, είναι ενωμένη δογματικώς με την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με όλες τις άλλες Ομόδοξες Εκκλησίες, τηρεί τους αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες, είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από την Ιερά Σύνοδο, η οποία συγκροτείται βάσει του Πατριαρχικού Τόμου του 1850 και της Πατριαρχικής Πράξης του 1928. Σε αυτό το κείμενο δεν βλέπω πουθενά την ταύτιση σχέσεων μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, αντίθετα μάλιστα βλέπω την διακριτότητα των ρόλων τους. Οπότε, πως μπορούμε να κάνουμε λόγο για χωρισμό;
Εκείνο που μπορεί να διευκρινισθή και ενδεχομένως να τροποποιηθή είναι το άρθρο 72 του Συντάγματος που προβλέπει την ψήφιση από την ολομέλεια της Βουλής νομοσχεδίων και προτάσεων νόμων για την λειτουργία της εκκλησιαστικής διοίκησης. Αλλά και αυτό αν μείνη θα πρέπη τα νομοσχέδια που θα ψηφίζονται να σέβονται τα άρθρα 3 και 13 του Συντάγματος και να διατηρούν την Εκκλησία ελεύθερη από πολιτικές και κρατικές παρεμβάσεις, ως προς το δόγμα, την λατρεία και την εσωτερική της διοίκηση. Είναι γνωστόν, όμως, ότι και αυτό δόθηκε πολλές φορές ευκαιρία να γίνη, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε από την ίδια την Πολιτεία. Αυτό δημιουργεί πολλά ερωτηματικά κατά πόσον η Πολιτεία επιθυμεί τελικά την πλήρη ελευθερία της Εκκλησίας.
3. Το άρθρο 3 του Συντάγματος ουσιαστικά εγγυάται την θρησκευτική ελευθερία της Εκκλησίας και δεν δεσμεύει την θρησκευτική ελευθερία κανενός άλλου θρησκεύματος η θρησκευτικής Ομολογίας. Επίσης, το άρθρο 13 του Συντάγματος, που διαλαμβάνει τα περί σεβασμού της θρησκευτικής ελευθερίας δεν υπονομεύεται από το άρθρο 3, αλλά μάλλον υπέρκειται αυτού. Αυτό σημαίνει ότι και αν ακόμη καταργηθή το άρθρο 3 και τότε η ελευθερία της Ορθόδοξης Εκκλησίας καλύπτεται από το άρθρο 13 του Συντάγματος. Αυτά τα θέματα τα έχει αντιμετωπίσει σημαντικά ο Καθηγητής και πρ. Υπουργός κ. Ευάγγελος Βενιζέλος στο βιβλίο του με τίτλο «Οι σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας», το οποίο πρέπει να διαβαστή από όλους όσοι ενδιαφέρονται για το θέμα αυτό, ώστε να τεθή ως βάση για τις συζητήσεις σχετικά με τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.
Ακόμη, όσα λέγονται και γράφονται για την θέσπιση ιδιαίτερων κανονισμών και την ψήφιση νόμων για τον εκσυγχρονισμό της Πολιτείας και τον σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας των πολιτών, δεν τίθενται στο θέμα «χωρισμού Εκκλησίας και πολιτείας», αλλά συνδέονται με την εφαρμογή του άρθρου 13 του Συντάγματος περί ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως των πολιτών.
4. Η πρόσφατη συζήτηση για τον «χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας» γίνεται με αφορμή τα γεγονότα που συνδέονται με το Βατοπαίδι. Αλλά αυτό είναι ένα ισχυρό επιχείρημα εναντίον του λεγόμενου «χωρισμού». Το Άγιον Όρος ανήκει Εκκλησιαστικά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν έχει καμμιά εμπλοκή με το Κράτος σε θέματα εσωτερικής διοίκησης, όπως έχουν τα Εκκλησιαστικά Νομικά Πρόσωπα του Δημοσίου Δικαίου (μισθοί, γάμοι, βαπτίσεις, ορκωμοσίες, μάθημα θρησκευτικών κλπ.). Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την εμφάνιση διαφόρων προβλημάτων, αφού δημιούργησε τριγμούς στο πολιτικό σύστημα. Επομένως, και αυτός ο λεγόμενος «χωρισμός», όπως τον εννοούν όσοι ομιλούν γι’ αυτόν, δεν θα εμποδίση μερικά Εκκλησιαστικά πρόσωπα να εμπλέκονται στις υποθέσεις της κοινωνίας και της Πολιτείας, να ομιλούν για κοινωνικά και πολιτικά πράγματα και να ασχολούνται με οικονομικά και εθνικά θέματα ως ελεύθεροι πολίτες που έχουν ίσα δικαιώματα με τους άλλους. Το Ελληνικό Κράτος θα πρέπει να σέβεται τις επιθυμίες της πλειοψηφίας των πολιτών του για θέματα παιδείας, οικογένειας, έκφρασης της θρησκευτικής συνειδήσεως, όπως και τα ανθρώπινα δικαιώματα της μειοψηφίας. Ας θυμηθούμε την επιρροή της Καθολικής Εκκλησίας στην Ιταλία σε θέματα βιοηθικής, αφού δεν πέρασαν οι προτάσεις της Ιταλικής Κυβέρνησης. Πάντως αν η Εκκλησία αποδεσμευθή τελείως από το Κράτος, θα είναι πιο δυνατή και θα την υπολογίζουν όλοι, όπως συμβαίνει με την Εκκλησία της Κύπρου, που είναι ανεξάρτητη από το Κράτος και διαθέτει μεγάλη κοινωνική επιρροή και ασχολείται με εθνικά ζητήματα.
Τελικά, δεν μου αρέσουν τα συνθήματα που αποβλέπουν σε ιδεολογικούς σκοπούς και σε ποικίλες αντιπαραθέσεις. Αντίθετα, νομίζω, ότι μερικοί από αυτούς που κάνουν λόγο για «χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας», ενδεχομένως να έχουν στον νου τους τον χωρισμό «Εκκλησίας και Έθνους», και να επιδιώκουν έναν εκκλησιαστικό αποχρωματισμό του λαού, αγνοώντας ότι η Εκκλησία και η θρησκεία ενός λαού, είναι στοιχείο της ιδιαιτερότητας του πολιτισμού του, και κατά συνέπεια η αποθρησκειοποίηση ενός λαού συνεπάγεται και την πολιτιστική του αλλοτρίωση.
Αυτό, όμως, δεν μπορεί να επιτευχθή, γιατί στην Ελλάδα υφίσταται μια ιστορική συνέχεια του Έθνους-Γένους από τους αρχαίους προσωκρατικούς φιλοσόφους, τους κλασσικούς μεταφυσικούς, τους Πατέρας της Εκκλησίας και τους νεοέλληνες και καλλιεργήθηκε μια ολόκληρη ζωντανή παράδοση. Η πίστη του λαού δεν ξεριζώνεται από έξωθεν παρεμβάσεις. Πρέπει να μας διδάξουν τα γεγονότα που έγιναν στις χώρες της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, που οι νυν κρατούντες επιστρέφουν Εκκλησιαστικές περιουσίες στην Εκκλησία και επιδιώκουν την βοήθειά της για την επίλυση διαφόρων κοινωνικών, ακόμη και εθνικών προβλημάτων, όπως γνωρίζω προσωπικά από την συμμετοχή μου σε διάφορα Συνέδρια στην Ρωσία, την Ρουμανία, την Βουλγαρία.
Επομένως, η φράση «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» δεν είναι σωστή, και γι’ αυτό, αν πρέπει να τεθούν τέτοια ζητήματα, θα πρέπει να γίνεται λόγος για «καλύτερη οριοθέτηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και κρατικής η πολιτικής διοίκησης».–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου