Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Τό σκήνωμα του π. Βησσαρίωνος Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, 9-4-2006)


Πολύς λόγος γίνεται στις ημέρες μας για το σκήνωμα του Ιερομονάχου π. Βησσαρίωνος της Ιεράς Μονής Αγάθωνος. Στα ΜΜΕ γίνεται πολύ μεγάλη συζήτηση για το θέμα, αλλά εκείνο το οποίο παρατηρεί κανείς είναι ότι συμμετέχουν στις συζητήσεις άνθρωποι διαφόρων αντιλήψεων, με αποτέλεσμα να δημιουργήται σύγχυση. Είναι φυσικό ένας ουμανιστής να μη μπορή να παραδεχθή το λεγόμενο υπερφυσικό, ενώ ένας θεολόγος που ακολουθεί την διδασκαλία της Εκκλησίας δεν μπορεί ούτε να αρνηθή την θέωση του ανθρωπίνου σώματος ούτε και να πείση με λογικά επιχειρήματα εκείνον που την αρνείται.
Πέρα από την διαδικασία αγιοκατάταξης ενός Χριστιανού και την ιστορική αναφορά, θα πρέπη να δούμε και την θεολογία του θέματος.
1. Είναι βασική διδασκαλία της Εκκλησίας ότι η πρόσληψη της ανθρωπίνης φύσεως και η ένωσή της με την θεία φύση στην υπόσταση του Λόγου θέωσε την ανθρώπινη φύση που αποτελείται από ψυχή και σώμα. Στην συνέχεια ο άνθρωπος που ενώνεται με τον Χριστό οδηγείται από το «είναι» στο «ευ είναι», δηλαδή βιώνει την θέωση σε όλη του την ύπαρξη. Επομένως, στην εν Χριστώ ζωή παρατηρείται θέωση ψυχής και σώματος, διότι το σώμα δεν είναι η φυλακή της ψυχής που απορρίπτεται και εξαφανίζεται, όπως υποστήριζε η κλασσική μεταφυσική, αλλά είναι το ένα από τα δύο συστατικά της ανθρωπίνης φύσεως που αγιάζεται. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία δεν πιστεύουμε στην διάκριση μεταξύ φύσει αθανάτου ψυχής και φύσει θνητού σώματος.
2. Στην προοπτική αυτή εντάσσεται και η θεολογία των λειψάνων των αγίων. Η θεία Χάρη δια της ψυχής διαπορθμεύεται και στο σώμα και έτσι τα ιερά λείψανα ευωδιάζουν, θαυματουργούν και είναι ένδειξη της παρουσίας σε αυτά της Χάριτος του Θεού. Στα άφθαρτα λείψανα των αγίων παραμένει η θεοποιός ενέργεια του Θεού, γι' αυτό τα ιερά λείψανα είναι απόδειξη της υπάρξεως του Θεού. Στο Άγιον Όρος την μεγαλύτερη φιλοφρόνηση την οποία μπορεί να κάνη σε έναν φιλοξενούμενο κάποιος Αγιορείτης είναι να του παραθέση τα ιερά λείψανα για τιμητική προσκύνηση.
3. Όμως οι Ορθόδοξοι δεν (πρέπει να) είμαστε ούτε αφελείς, ούτε θρησκόληπτοι, ούτε δεισιδαίμονες. Υπάρχουν σαφέστατα κριτήρια τα οποία ξεχωρίζουν το φυσικό από το υπερφυσικό, το κτιστό από το άκτιστο, το δαιμονικό από το θεϊκό. Έτσι, ορθόδοξος θεολόγος είναι εκείνος ο οποίος διακρίνει εάν κάτι προέρχεται από τον Θεό η από πονηρές δυνάμεις, η είναι ένα φυσικό γεγονός. Επομένως, υπάρχουν θεολογικά κριτήρια, τα οποία διαθέτουν όσοι βιώνουν την ορθόδοξη παράδοση και έτσι υπερβαίνεται ο σχολαστικισμός, ο ηθικισμός, η δεισιδαιμονία και η μαγεία. Άλλωστε σε όλες τις επιστήμες υπάρχουν κριτήρια που ξεχωρίζουν το αληθινό από το ψεύτικο.
4. Σύμφωνα με την παράδοση της Εκκλησίας, όλοι όσοι αγίασαν δεν φανερώθηκαν στους ανθρώπους. Και μάλιστα πολλοί άγιοι, λόγω της μεγάλης ταπεινώσεώς τους, δεν ήθελαν να τιμηθούν ως άγιοι και εν ζωή και μετά την κοίμησή τους και γι' αυτό ζητούσαν να κρυφτούν η να πεταχθούν τα σώματά τους για να αποφύγουν την τιμή των ανθρώπων. Ο Θεός όμως με διαφόρους τρόπους και λόγους αναδεικνύει μερικούς από τους αγίους, κυρίως όταν θέλη να διδάξη τους ανθρώπους η να τους παρηγορήση για συγκεκριμένα γεγονότα. Αυτό σημαίνει ότι δεν είναι σύμφωνο με την παράδοση της Εκκλησίας η «εργολαβική» άνωθεν ανάδειξη αγίων με ανθρωποκεντρικά συνήθως κριτήρια, για να ικανοποιούνται μερικές ταπεινές επιδιώξεις διαφόρων προσώπων.
5. Λαμβάνοντας αφορμή από την περίπτωση του σκηνώματος της Μονής Αγάθωνος, μπορούμε να πούμε ότι για ένα σώμα το οποίο εμφανίζει δείγματα αφθαρσίας, ισχύουν τρεις δυνατότητες. Η να είναι αποτέλεσμα αφορισμού, η να είναι ένα φυσικό γεγονός, η να είναι έκφραση θεώσεως. Το πρόβλημα, όμως, είναι πως μπορεί κανείς να διακρίνη σε ποιά περίπτωση συγκαταλέγεται ένα αδιάλυτο σώμα.
Ο αείμνηστος π. Ιωάννης Ρωμανίδης, διακεκριμένος δογματικός θεολόγος, έλεγε ότι για να είναι κάποιος άγιος, εκτός από τους μάρτυρες, πρέπει να συντρέχουν δύο βασικοί λόγοι. Ο πρώτος εάν υπάρχουν γραπτά κείμενά του που να εκφράζουν την ορθόδοξη θεολογία, ο δεύτερος εάν το σώμα του έχη γίνει ιερό λείψανο. Γι' αυτό έλεγε χαρακτηριστικά ότι η Εκκλησία είναι «εργαστήριο λειψάνων», από την άποψη ότι οδηγεί τον άνθρωπο στην θέωση ψυχής και σώματος. Βεβαίως κάθε λείψανο δεν είναι και άφθαρτο. Συγχρόνως έλεγε ότι όταν βρισκόμαστε μπροστά σε ένα άφθαρτο σώμα, τότε εκείνος που μετέχει της θεοποιού ενεργείας του Θεού, δηλαδή ένας σύγχρονος αγιασμένος άνθρωπος, μπορεί να διακρίνη εάν αυτό είναι φυσικό η πνευματικό φαινόμενο. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι ο μαθηματικός αντιλαμβάνεται τον μαθηματικό, ο φυσικός τον φυσικό και ο άγιος αντιλαμβάνεται τον άγιο. Επί πλέον, σε μια τέτοια περίπτωση, με την τιμητική προσκύνηση του συγκεκριμένου σκηνώματος, γίνονται συνταρακτικά και αποδεδειγμένα θαύματα, όχι φανταστικά και συναισθηματικά. Επίσης, ο αείμνηστος π. Παΐσιος έλεγε για τον Γέροντα Αρσένιο τον Καππαδόκη, όταν τον ρωτούσαν αν είναι άγιος: «Αν είναι παλληκάρι, ας το αποδείξη!», δηλαδή, ας δείξη με θαύματα την πνευματική του κατάσταση. Η λεγομένη «συνείδηση του λαού» έχει μια αξία, αλλά πολλές φορές αυτή η συνείδηση που δεν έχει θεολογικά κριτήρια συγχέει το θεϊκό με το μαγικό, το πνευματικό με το ψυχολογικό και γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως.
Έχοντας, λοιπόν, τέτοια κριτήρια δεν αρνούμαστε την θεολογία της θεώσεως του ανθρωπίνου σώματος, γιατί τότε θα περιπέσουμε σε ένα ουμανισμό, αλλά και ούτε προκαλούμε τον λαό σε προσκύνηση ενός Χριστιανού ως αγίου, εάν δεν έχη αποδειχθή περίτρανα η αγιότητα με τα πνευματικά – θεολογικά κριτήρια που διαθέτει η Εκκλησία και όχι με απλές αποφάσεις. Δυστυχώς, στην εποχή μας μειώνονται αυτά τα θεολογικά κριτήρια. Και αυτό είναι ανησυχητικό, διότι η θεολογία δεν συνδέεται με την επικοινωνιολογία.
Επομένως, νομίζω ότι στο θέμα αυτό χρειάζεται πολύ διάκριση και αναμονή εν προσευχή για να φανερώση ο Θεός το θέλημά Του, με τους τρόπους που Εκείνος γνωρίζει. Και μέχρι τότε θα πρέπη να βρεθούν οι κατάλληλοι τρόποι να μην αποδίδονται στο συγκεκριμένο σκήνωμα εκδηλώσεις τιμητικής προσκύνησης αγίου.
Βεβαίως, ο λαός, που είναι πονεμένος και απογοητευμένος από πολλά, αναζητά στηρίγματα. Οι ποιμένες όμως της Εκκλησίας πρέπει να ενεργούν με πνευματικά θεολογικά κριτήρια, ώστε να μην απογοητεύσουν ακόμη περισσότερο τον λαό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου