Τον τελευταίο καιρό ακούμε και
διαβάζουμε γεγονότα που σχετίζονται με τον θάνατο του Διοικητή του ΙΚΑ
και όσα συνδέονται με την υπόθεση αυτή. Διατυπώνονται διάφορες κρίσεις
πάνω στο θέμα αυτό.
Όμως συγχρόνως τον καιρό αυτό έτυχε να
διαβάσω ένα άρθρο στο περιοδικό «Ενοριακή Ευλογία» του Ι. Ναού Αγίου
Νικολάου Πευκακίων, στο οποίο η Γεωργία Καλογεράτου παρουσιάζει τα
σχετικά με την προσωπικότητα της αείμνηστης Μαρίας Πετρίδου που «πέρασε
στην άλλη ζωή, την πραγματική» στις 9 Δεκεμβρίου 2006.
Το άρθρο αυτό μου δημιούργησε δύο βασικές σκέψεις που θα ήθελα να καταθέσω στους αναγνώστας της Εφημερίδας μας.
* * *
Η πρώτη σκέψη σχετίζεται με τον
Οργανισμό του ΙΚΑ, διότι η αείμνηστη Μαρία Πετρίδου, αφού πέρασε από
διάφορες θέσεις, «έφθασε στην θέση της Προϊσταμένης του Γραφείου Τύπου
του Διοικητού» του μεγάλου αυτού Οργανισμού.
Στο άρθρο αυτό περιγράφεται η αείμνηστη
ως «ευγενής» άνθρωπος που πίστευε απόλυτα στον Θεό, ήταν άνθρωπος σιωπής
και προσφοράς, «μιλούσε για το πρόσκαιρο αυτής της ζωής και τις
εξετάσεις που δίνουμε πριν περάσουμε στην άλλη, την πραγματική», ζούσε
με νηστεία προσευχή και ελεημοσύνη, «μοίραζε αγάπη, χαμόγελο, παρηγοριά»
και πριν την κοίμησή της έλεγε σε κάποιον δικό της: «Θα πάμε στον
Κύριο. Τι θα πούμε αν δεν αγαπούμε και δεν ελεούμε τον συνάνθρωπο;».
Ήταν άνθρωπος προσευχής και αντιμετώπιζε με ηρεμία την βαρειά ασθένειά
της, χωρίς να χάνη το χαμόγελό της. Όταν στο τέλος της ζωής της έχασε
την δυνατότητα επικοινωνίας με τον λόγο, «έλεγε ολοκάθαρα μία φράση:
"Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με", κάνοντας τακτικά τον σταυρό της».
Έφυγε από τον κόσμο αυτό με προσευχή και με θεία Κοινωνία. Άφησε στους
ανθρώπους που την γνώρισαν αγαθή μνήμη, κυρίως μνήμη ανθρώπου του Θεού.
Είναι σημαντικό να περνάη κανείς από την
ζωή αυτή και να αφήνη μια μνήμη ανθρώπου προσφοράς, θυσίας και αγάπης,
μνήμη καλού Χριστιανού που θέλει να ζη σύμφωνα με την Χριστιανική πίστη
και τον τρόπο ζωής που σχετίζεται με αυτήν.
Στην περίπτωση αυτή που μελετάμε
βλέπουμε μια γυναίκα που έζησε ανάμεσά μας, ήταν «Προϊσταμένη του
Γραφείου Τύπου του Διοικητού του ΙΚΑ» και τίμησε τον εαυτό της, την
εργασία της και κυρίως την ιδιότητα της Χριστιανής. Άλλωστε είναι
γνωστόν ότι το τέλος ενός ανθρώπου είναι εκείνο που τον χαρακτηρίζει,
που προσδιορίζει τον τρόπο της βιοτής του. Γι' αυτό και όταν διαβάζω
βιογραφίες ανθρώπων προσπαθώ να δω το πως έφυγαν από τον κόσμον αυτόν.
Κάποτε στην αρχή της ιερατικής μου ζωής
βρέθηκα σε μια συνάντηση ανθρώπων της Εκκλησίας μεταξύ των οποίων ήταν
και δύο Μητροπολίτες. Κάποιος λαϊκός μετέφερε την πληροφορία του θανάτου
ενός ανθρώπου. Τότε ο παριστάμενος οδηγός του αυτοκινήτου ρώτησε: «Από
τι πέθανε;», δηλαδή ποιά ήταν η ασθένεια με την οποία τελείωσε την ζωή
του. Αστραπιαία και κάπως οργισμένα ένας Μητροπολίτης (ο αείμνηστος
Μηθύμνης Ιάκωβος) ρώτησε: «Τι ρωτάς από τι πέθανε! Να ρωτάς πως πέθανε!
Πέθανε με πίστη στον Θεό και μετάνοια, η με την αμαρτία;». Επειδή τότε
ήμουν νέος Κληρικός, αυτό μου προξένησε ισχυρά εντύπωση.
* * *
Η δεύτερη σκέψη που έκανα διαβάζοντας το άρθρο αυτό ήταν ότι στο τέλος του γράφεται μια πρόταση που κάνει μεγάλη εντύπωση:
«Ίσως αυτήν την χρονιά, δεν πρέπει να
ζητήσουμε από τον Χριστό να κρατήσει στην ζωή τους αγαπημένους μας, η
εμάς, γιατί μπορεί να μην είναι για το συμφέρον των ψυχών μας, αλλά να
Τον παρακαλέσουμε να μας βοηθήσει να γνωριστούμε πριν χωριστούμε. Κι' αν
αυτός ο πόθος έχει χαθεί από τις ψυχές μας, ας μας χαρίσει τουλάχιστον
αυτόν» (Ενοριακή Ευλογία, Ιαν. 2007).
Καθημερινά δίπλα μας βλέπουμε τον
θάνατο, όσο κι αν θέλουμε να τον ωθούμε στο περιθώριο της ζωής μας. Ο
θάνατος είναι μια πραγματικότητα. Άλλωστε ο καθημερινός ύπνος είναι ένας
μικρός θάνατος και φυσικά ο θάνατος είναι ένας μεγάλος ύπνος. Οι
Πατέρες ονόμασαν τον ύπνο αδελφό του θανάτου.
Όσοι βρισκόμασε σε προχωρημένη κάπως
ηλικία αισθανόμαστε την απουσία αγαπητών μας ανθρώπων που μας θέρμαναν
και παρηγορούσαν με την αγάπη τους, την ελευθερία τους και την αρχοντιά
τους. Άλλωστε, ένα σημείο που δείχνει το φοβερό του θανάτου είναι το ότι
χωρίζει πρόσκαιρα δύο αγαπημένες υπάρξεις-πρόσωπα.
Όμως γνωρίζουμε απόλυτα ως Χριστιανοί
ότι η ζωή μας ανήκει στον Θεό, Αυτός μας την δίνει και Αυτός την
λαμβάνει, όποτε νομίζει. Έπειτα, γνωρίζουμε ότι με την έξοδο της ψυχής
από το σώμα δεν οδηγείται ο άνθρωπος στο μηδέν, αλλά ζη, γιατί καίτοι η
ψυχή είναι κτιστή, εν τούτοις κατά την βούληση του Θεού είναι αθάνατη,
έχει το «ον» και το «αεί ον», όπως λέγει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής,
και υπάρχει αιωνίως. Αναμένει, όμως, και την Δευτέρα έλευση του Χριστού
για να ενωθή και πάλι με το αναστημένο σώμα και να ζήσουν μαζί αιώνια,
το «αεί ευ είναι» η το «αεί φευ είναι».
Βεβαίως, θα θέλαμε να έχουμε πάντα κοντά
μας τα αγαπητά μας πρόσωπα, όμως αυτό δεν είναι δυνατόν να γίνη για
πολύ καιρό. Αυτό που θα θέλαμε να γίνη και δεν γίνεται μπορεί να
αναπληρωθή από κάτι άλλο πιο σημαντικό. Να παρακαλούμε τον Θεό να
γνωρίσουμε τους ανθρώπους μας καλά, στο βάθος τους, πριν αποχωρισθούμε.
Πόσες φορές δεν έφυγαν άνθρωποι από
δίπλα μας χωρίς να γνωρίσουμε την εσωτερικότητά τους, χωρίς να μάθουμε
για την ευαισθησία που τους διέκρινε! Πόσες φορές δεν αναρωτηθήκαμε:
«Γιατί να μη γνώριζα τον εσωτερικό του κόσμο πριν πεθάνει; Γιατί δεν
μπόρεσα να ωφεληθώ περισσότερο από την παρουσία του; Γιατί δεν
εκμεταλλεύθηκα την ευκαιρία να τον γνωρίσω περισσότερο; Ενώ μετά τον
θάνατό του αποκαλύφθηκε ότι ήταν ευλογημένος άνθρωπος και ενώ είχα την
δυνατότητα να ωφεληθώ, γιατί δεν μπόρεσα να το κάνω;».
Δυστυχώς παραμένουμε κλεισμένοι μέσα
στον εαυτό μας, κάνουμε συνεχώς έναν εγωϊστικό μονόλογο και αποφεύγουμε
τους σωτήριους διαλόγους με τον Θεό και τους ανθρώπους και έτσι
παραθεωρούμε πολλά πνευματικά διαμάντια που είναι δίπλα μας.
Άνθρωποι προσφοράς και αγάπης, άνθρωποι
του Θεού, φεύγοντας από τον κόσμο αυτόν οδηγούνται σε μια συνάντηση,
συνάντηση με τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους, αλλά πολλές φορές
αφήνουν πίσω τους σε μας μια αίσθηση ότι δεν τους γνωρίσαμε όπως ήταν,
δεν αισθανθήκαμε το άρωμα της παρουσίας τους. Τουλάχιστον να τους
παρακαλούμε τώρα να ικετεύουν διαρκώς για μας.
* * *
Τελικά αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχει μια
άλλη αίσθηση των πραγμάτων, από εκείνην που διαμορφώνουν τα ΜΜΕ, από
εκείνη που μας μεταφέρουν σε μας οι αισθήσεις του σώματος.
Σε κάθε ΙΚΑ, σε κάθε Υπηρεσία και σε
κάθε χώρο εργασίας, σε κάθε κοινωνία, ζουν άνθρωποι ποικίλων αποχρώσεων,
με αίσθηση και παραίσθηση των πραγμάτων, με λόγο και αλογία, με
υπευθυνότητα και ανευθυνότητα για την ζωή. Αρκεί να είμαστε εμείς σε
θέση να συλλαμβάνουμε αυτόν τον ευαίσθητο πνευματικό κόσμο των
συνανθρώπων μας.
Μακάρι να μας καταφλέγη ο πόθος «να
γνωρισθούμε (με τους ανθρώπους) πριν χωρισθούμε», οπότε και μετά που θα
χωρισθούμε σωματικά να ενωθούμε εν Χριστώ πνευματικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου