Σε προηγούμενο τεύχος της Εκκλησιαστικής
Παρέμβασης δημοσιεύθηκε η ομιλία του Καθηγητού και Κοσμήτορος της
Θεολογικής Σχολής Αθηνών και αγαπητού Πρωτοπρ. π. Γεωργίου Μεταλληνού με
τίτλο «Ο Επίσκοπος Ναυπάκτου Δαμασκηνός Στουδίτης, συγγραφέας του
"Θησαυρού"», τον οποίο ευχαριστώ και για τον κόπο που έκανε να έλθη στην
Ναύπακτο και για τα καλά λόγια για το πρόσωπό μου. Βεβαίως, τα
ανταποδίδω με πολύ μεγάλη χαρά, διότι πρόκειται για εξαίρετο επιστήμονα,
εκφραστή της Ορθοδόξου νηπτικής παραδόσεως και άρτιο άνθρωπο, που έχει
το ανεπίφθονον και αναγνωρίζει χαρίσματα στους άλλους, καίτοι ο ίδιος
διακατέχεται από πληθώρα χαρισμάτων.
Στην ομιλία του λόγω του περιορισμένου
χρόνου έκανε μια μικρή αναφορά στην προσφορά του «Θησαυρού» στην
Βουλγαρία. Δηλαδή, μεταξύ των άλλων είπε: «Την ευρύτερη αποδοχή του
έργου δείχνουν οι μεταφράσεις του στα ρωσικά (1656 και 1715) στα σερβικά
(προ του 1580) και στα τουρκικά (καραμανλίδικη γραφή, το 1731), για
τους τουρκόφωνους Ρωμηούς (Ορθοδόξους). Το βιβλίο αυτό, εξ άλλου,
εθεμελίωσε την εκκλησιαστική λαϊκή φιλολογία των χρόνων της δουλείας.
Ιδιαίτερα, μάλιστα, διεδόθη στη Βουλγαρία, επηρεάζοντας σε μεγάλο βαθμό
την ανάπτυξη της βουλγαρικής φιλολογίας, ως τα τέλη του 19ου αιώνα
(πρβλ. τις Συλλογές Λόγων “DAMASKINITE”, δηλαδή «Δαμασκηνάρια»). Την
εξάπλωσή του διευκόλυνε και η γλωσσική μορφή του, που ήταν η δημοτική
ελληνική της εποχής. Η Εθναρχία (Οικουμενικό Πατριαρχείο) είχε λάβει μία
ιδιαίτερα σημαντική απόφαση: η λατρεία παραμένει στην καθιερωμένη
γλωσσική μορφή, (ελληνικά), ενώ το κήρυγμα γίνεται σε απλούστερη
γλωσσική μορφή (ρωμαίϊκα)».
Μετά την δημοσίευση της ομιλίας αυτής,
μου τηλεφώνησε ο Ομότιμος Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Αντώνιος Παπαδόπουλος, πολύ αγαπητός και
σεβαστός σε μένα από την φοιτητική μου ζωή στην Θεσσαλονίκη, αλλά και
τακτικός αναγνώστης της Εφημερίδος μας, και μου είπε ότι ο Δαμασκηνός
Στουδίτης, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Ναυπάκτου, με το βιβλίο του
«Θησαυρός» έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην μορφωτική αφύπνιση των Βουλγάρων,
όπως το επεσήμανε και ο π. Γεώργιος.
Στην συνέχεια μου απέστειλε μια
φωτοτυπημένη ομιλία του και την κλασσική μελέτη του «Ο άγιος Δημήτριος
εις την ελληνικήν και βουλγαρικήν παράδοσιν», στα οποία υπάρχουν
στοιχεία σχετικά με την επίδραση την οποία άσκησε το βιβλίο «Θησαυρός
Δαμασκηνού» στους Βουλγάρους. Τα παρουσιάζω, γιατί έχουν ιδιαίτερη
σημασία.
Στην ομιλία του, μεταξύ των άλλων,
λέγει: «Ο Άγιος Δημήτριος βρίσκεται στο επίκεντρο της ζωής του
χειμαζομένου Βουλγαρικού λαού κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας. Τούτο
διαπιστώνει ο ερευνητής των φιλολογικών κειμένων και ιδιαιτέρως των
λεγόμενων "Δαμασκηναρίων". Τα Δαμασκηνάρια είναι συλλογή έργου του
Θεσσαλονικέως υποδιακόνου Δαμασκηνού, που περιέχει Βίους Αγίων και του
Αγίου Δημητρίου, που μεταφράστηκαν στην Βουλγαρία. Σήμερα, Βούλγαροι
ιστορικοί αναγνωρίζουν στα κείμενα αυτά τα πρώτα σπέρματα της μορφωτικής
τους αφυπνίσεως, ομολογώντας έτσι την επίδραση που υπέστησαν από την
προηγηθείσα Ελληνική μορφωτική αφύπνιση. Τα Δαμασκηνάρια πρέπει να
συνετέλεσαν στη δημιουργία θρησκευτικών ασμάτων, στα οποία ο Άγιος
Δημήτριος φέρεται να συνεργεί στην ανέγερση Ναών, να εισέρχεται στον
αγροτικό και κοινωνικό βίο των Βουλγάρων, παρηγορώντας το λαό ως του
Θεού παράκλητος. Ανάλογα κείμενα έχουμε και στη Ρωσία, όπως παρατήρησε ο
καθηγητής D. Obolensky».
Στην μελέτη του με τίτλο «Ο άγιος
Δημήτριος εις την ελληνική και βουλγαρικήν παράδοσιν» ο κ. Καθηγητής
αναφέρεται στο θέμα αυτό και κυρίως στο ότι ο «Θησαυρός» του Δαμασκηνού,
που ο συγγραφέας το έγραψε ως υποδιάκονος, λόγω και της απλής γλώσσης
του είχε ευρύτατη διάδοση στην Βουλγαρία «εις πλείστα μέρη», «από του
τέλος του δεκάτου έκτου αιώνος έως των αρχών του δεκάτου ενάτου αιώνος».
Ο Καθηγητής παρατηρεί ότι οι πρώτες
μεταφράσεις στην βουλγαρική γλώσσα, που έγιναν στην Ιερά Μονή της Ρίλας,
περιορίζονταν «εις μίαν κατά λέξιν απόδοσιν του ελληνικού πρωτοτύπου
εις την βουλγαρικήν γλώσσαν». Όμως στην συνέχεια άλλες μεταφράσεις
παρουσιάζουν διάφορες παραλλαγές που οφείλονται «εις τον ελεύθερον πλέον
τρόπον του εργάζεσθαι των μεταφραστών και των περί τον Δαμασκηνόν
ασχοληθέντων». Δηλαδή, όπως παρατηρείται, οι μεταφράσεις του δεκάτου
εβδόμου αιώνος μετέφραζαν «μετά σχετικής ελευθερίας εκ του ελληνικού εις
την βουλγαρικήν τα έργα του Δαμασκηνού, χωρίς να αλλοιώνουν πολύ το
πρωτότυπον», ενώ οι μεταφραστές του δεκάτου ογδόου αιώνος δεν προέβαιναν
μόνον σε μεταφράσεις, «αλλά και εις συμπιληματικόν δημιουργικόν έργον
δια συλλογών, εις τας οποίας ομού μετά των έργων του Δαμασκηνού υπήρχον
και έτερα».
Έτσι, εκτός από τα έργα του Δαμασκηνού
που κυκλοφορούσαν μεταφρασμένα στην βουλγαρική γλώσσα, κυκλοφορούσαν και
τα λεγόμενα «Δαμασκηνάρια». Με τον όρον αυτό στην αρχή εννοείτο η
συλλογή των λόγων του Δαμασκηνού, ενώ αργότερα από τον δέκατο έβδομο
αιώνα «ο αυτός τίτλος εσήμαινε συλλογάς, εις τας οποίας μόνον μέρος των
λόγων του Δαμασκηνού υπάρχει. Εις τα τελευταία ταύτα Δαμασκηνάρια
υπάρχουν πλην του άλλου υλικού και στοιχεία λαογραφικά».
Επομένως, στις συλλογές με τον όρο
Δαμασκηνάρια «εκφράζονται ποικίλοι εθνικοί πόθοι των Βουλγάρων, ιδία δια
των παραλλαγών επί παλαιών κειμένων». Και όπως σημειώνει ο Καθηγητής,
«σήμερον μάλιστα Βούλγαροι ιστορικοί, εις τας παραλλαγάς ταύτας
αναζητούν να εύρουν το πρώτον τα σπέρματα της μορφωτικής και εθνικής των
αφυπνίσεως».
Είναι ενδιαφέρουσες για μας τους
Ναυπακτίους, ειδικά για μένα τον Μητροπολίτη της Ναυπάκτου, οι
σημαντικές αυτές πληροφορίες, τις οποίες μας δίνει ο Καθηγητής Αντώνιος
Παπαδόπουλος. Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Καθηγητή Αντώνιο Παπαδόπουλο
για την αγάπη του και το ενδιαφέρον του για το πρόσωπό μου, για την
επικοινωνία που είχε μαζί μου και τις πληροφορίες που μου έδωσε. Επίσης
θα πρέπη να επισημάνω ότι πρόκειται για Καθηγητή που διακρίνεται για
επιμέλεια, η οποία φαίνεται ευδιάκριτα σε όλα τα κείμενά του, γνώστη των
πατερικών – νηπτικών κειμένων, αλλά και άριστο εκφραστή της διδασκαλίας
των νηπτικών Πατέρων για τον νου, την εμπειρκή γνώση, την νοερά
προσευχή, την νοερά ησυχία και την θεωρία του Θεού. Ιδίως αυτό το
τελευταίο φαίνεται στο σημαντικό βιβλίο του με τίτλο «Θεολογική
γνωσιολογία κατά τους νηπτικούς Πατέρας».
Και οι δύο Καθηγητές, ο Πρωτ. π.
Γεώργιος Μεταλληνός και ο κ. Αντώνιος Παπαδόπουλος, όπως και πολλοί
άλλοι δείχνουν τον σύνδεσμο και την σχέση που υπάρχει, και πρέπει να
υπάρχη, μεταξύ της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και των
Θεολογικών Σχολών. Οι Καθηγητές των Θεολογικών Σχολών μελετούν τα
κείμενα των Πατέρων της Εκκλησίας και με αυτό το «πνεύμα» διδάσκουν τους
φοιτητάς, και οι Κληρικοί παντός βαθμού επί τη βάσει της διδασκαλίας
των αγίων Πατέρων ποιμαίνουν συγκεκριμένα ποίμνια. Η ενοποιούσα αρχή
είναι η κοινή τροφός όλων μας, η Εκκλησία. Οι ενδεχόμενες διασπάσεις δεν
ωφελούν τον λαό του Κυρίου που περιμένει πολλά από μας.–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου