Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Αποκάλυψη και πολιτισμός Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Ο τίτλος της εισηγήσεώς μου έχει και συνοπτικό και ευρύ περιεχόμενο. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να διατυπωθή και σε μια παράγραφο, αλλά μπορεί και να αναλυθή δια μακρών μέσα από την πνευματική εμπειρία των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων. Στην παρούσα συνάντηση θα αρκεσθώ σε μια ευσύνοπτη παρουσίαση του θέματος.
Όταν ομιλούμε για αποκάλυψη, εννοούμε την φανέρωση του Θεού στους ανθρώπους εκείνους που ανέρχονται σε ένα πνευματικό ύψος για να δεχθούν αυτήν την φανέρωση. Πολλές φορές η λέξη αποκάλυψη χρησιμοποιείται από τον Απόστολο Παύλο για να δείξη την φανέρωση του ιδίου του Θεού σε αυτόν.
Βεβαίως, η βιβλικοπατερική χρήση της λέξεως αποκάλυψη διαφέρει σαφέστατα από την δυτική σημασία της λέξεως. Διότι η δυτική θεολογία, όταν ομιλή για αποκάλυψη, εννοεί την αποκάλυψη «λέξεων, εικόνων, νοημάτων και αξιωμάτων, άνευ της υπερβαινούσης τον λόγον και την νόησιν ακτίστου δόξης του Χριστού». Αντίθετα, κατά την ορθόδοξη διδασκαλία η αποκάλυψη είναι φανέρωση της δόξης του Ασάρκου Λόγου στην Παλαιά Διαθήκη και του Σεσαρκωμένου Λόγου στην Καινή Διαθήκη.
Στην σύντομη αυτή εισήγηση θα εντοπισθούν τρία σημεία. Το ένα πως γίνεται η αποκάλυψη, το δεύτερο πως μεταφράζεται η αποκάλυψη της δόξης του Θεού στα πολιτισμικά σημεία και το τρίτο πως υπερβαίνονται όλα αυτά τα πολιτισμικά σύμβολα, κατά την εμπειρία της αποκαλύψεως.

1. Η αποκάλυψη του Θεού στον θεόπτη

Ο Θεός φανερώνεται όχι στον οποιοδήποτε άνθρωπο, αλλά σε εκείνον που είναι σε μια κατάλληλη πνευματική κατάσταση για να ενεργήση ως φως και όχι ως πυρ. Η φανέρωση του Θεού στον άνθρωπο γίνεται με άρρητα-άκτιστα ρήματα, όταν εκείνος βρίσκεται στην κατάσταση της θεώσεως.
Όλα τα κείμενα των αγίων Αποστόλων είναι εμπειρικά, δηλαδή οι άγιοι Απόστολοι κατέγραψαν όσο ήταν δυνατόν, την αποκαλυπτική εμπειρία την οποία είχαν δεχθή. Μέσα από την προοπτική αυτή πρέπει να εξετάζονται και οι λόγοι του Αποστόλου Παύλου στις επιστολές του που έστειλε στις κατά τόπους Εκκλησίες.
Στην Β πρός Κορινθίους επιστολή του ο Απόστολος Παύλος κάνει λόγο για τις οπτασίες και τις αποκαλύψεις Κυρίου και την αρπαγή του στον Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β Κορ. ιβ , 1-4). Καίτοι αυτή η αποκαλυπτική εμπειρία τίθεται σε τρίτο πρόσωπο «οίδα άνθρωπον εν Χριστώ», εν τούτοις πρόκειται για δική του πνευματική εμπειρία.
Για το τι είναι αυτά τα «άρρητα ρήματα» που άκουσε στον Παράδεισο ο Απόστολος Παύλος έχουμε μία καταπληκτική ερμηνεία του αγίου Συμεών του Νέου Θεολόγου, ο οποίος προφανώς είχε και ο ίδιος παρόμοια εμπειρία.
Κατά τον άγιο Συμεών ρήμα είναι ο λόγος, όπως και ο λόγος λέγεται ρήμα. Τα ρήματα και οι λόγοι των ανθρώπων λαλούνται με τα στόματα και ακούονται από τους ανθρώπους με τα αυτιά. Το ρήμα και ο λόγος του Θεού που εξέρχεται από το στόμα Του «άφραστός εστι παντελώς ανθρωπίνη γλώσση και ακοή σαρκίνη πάντη αχώρητος». Ακόμη, το ρήμα και ο λόγος του Θεού δεν μπορεί να συλληφθή από την αίσθηση, γιατί η ανθρώπινη αίσθηση δεν μπορεί να αισθανθή τα υπέρ αίσθηση.
Στην συνέχεια αναλύει ότι «στόμα τοίνυν Θεού το άγιον Πνεύμά εστιν, ρήμα δε και λόγος ο Υιός αυτού και Θεός». Όπως δεν μπορεί να εξέλθη ο λόγος, εάν δεν ανοιγή το στόμα μας, έτσι «ούτε οράται, ούτε γινώσκεται, ούτε μην αποκαλύπτεται τη οπτική και ακουστική αισθήσει ημών», ο Υιός και Λόγος του Θεού, εάν δεν ανοιγή το στόμα του, δηλαδή το Άγιον Πνεύμα, δια της γινομένης μέσα μας ελλάμψεως, στον εξ αυτού ελλαμπόμενον νου μας.
Όμως, όπως λέγει ο Απόστολος Παύλος, τα ρήματα του Θεού είναι άρρητα. Κατά τον Συμεών τον Νέο Θεολόγο αυτά τα άρρητα ρήματα είναι «αι μυστικαί και επ' αληθώς ανέκφραστοι δια της ελλάμψεως του αγίου Πνεύματος θεωρίαι τε και υπερμεγαλοπρεπείς άγνωστοι γνώσεις, είτ’ ουν αθέατοι θεωρίαι της υπερφώτου και υπεραγνώστου Υιού και Λόγου του Θεού δόξης τε και θεότητος». Αυτές δε «αι των αφθέγκτων ρημάτων ανήκοοι ακοαί» και «η των ακαταλήπτων πραγμάτων εν ακαταληψία κατάληψις» αποκαλύπτονται στους αξίους αυτής της αποκαλύψεως.
Ο Απόστολος Παύλος πρώτα ομίλησε για την θεωρία που έγινε δια της αρπαγής και έπειτα αναφέρθηκε για τα εντός της θεωρίας απόρρητα και ακατάληπτα ακούσματα και θεάματα της δόξης και της θεότητος, αφού στα πνευματικά μία είναι η ακουστική και θεωρητική αίσθηση. Οπότε, «ουδέ εν των βλεπομένων η ακουομένων, καθώς ταύτα ορά και ακούει οιόν εστι και οία ειπείν ποτέ δύναται• δια τούτο και γλώσση ταύτα λαλήσαι αδύνατον είναι προσέθηκεν».
Επομένως, εφ’ όσον ο Λόγος του Θεού και Πατρός είναι Θεός, είναι δίκαιο και «αι του Θεού Λόγου ελλάμψεις» να κληθούν ρήματα. Και αυτά τα ρήματα είναι άρρητα, γιατί δεν υπάρχει κανένα κτιστό πράγμα για να τα εκφράση κανείς. Ο Χριστός γίνεται σε μας τα πάντα, γνώση, σοφία, λόγος, φως, έλλαμψη, ομοιότητα, θεωρία, επίγνωση, και αξιώνει αυτούς που τον αγαπούν να απολαμβάνουν αυτά τα αγαθά, τα άρρητα ρήματα, «εκ μέρους» «εν μυστηρίω» από την παρούσα ζωή, τα οποία είναι αποκεκρυμμένα στους πολλούς.
Βέβαια, ο άγιος Συμεών στην ανάλυση αυτή συνδέει την θεωρία της δόξης του Θεού με τα αιώνια αγαθά του Παραδείσου, με την μέθεξη του μυστηρίου της θείας Ευχαριστίας.
Γίνεται φανερό ότι τα άρρητα ρήματα είναι οι ελλάμψεις της ακτίστου δόξης του Θεού, οι οποίες διαφέρουν σαφέστατα από τις κτιστές ενέργειες, και δεν μπορούν να εκφρασθούν τελείως από τους Προφήτες.

2. Η μεταφορά της αποκαλύψεως στα πολιτισμικά σύμβολα

Ο θεόπτης που δέχεται την αποκάλυψη ζη σε έναν ιδιαίτερο τόπο και χρόνο, χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη γλώσσα και διάφορα πολιτισμικά σύμβολα για να επικοινωνή με τους συνανθρώπους του και να μεταφέρη την αποκαλυπτική εμπειρία. Είναι επόμενο ότι αυτή η δόξα της αποκαλύψεως του Θεού περνά μέσα από τους πολιτισμικούς αυτούς τρόπους εκφράσεως, τους οποίους ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης χαρακτήρισε με ρήματα, νοήματα και εικονίσματα. Και οι τρεις αυτές πολιτισμικές εκφράσεις είναι κτιστές πραγματικότητες. Οπότε, τα άκτιστα-άρρητα ρήματα μεταφέρονται με κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα.
Κτιστά ρήματα είναι οι λέξεις κάθε γλώσσας που χρησιμοποιούνται από τους ανθρώπους για να συνεννοούνται μεταξύ τους. Έτσι, προσλαμβάνονται πάντοτε οι κατάλληλες λέξεις-όροι για να διατυπώσουν όσο είναι δυνατόν την αποκαλυπτική εμπειρία.
Κτιστά νοήματα είναι οι έννοιες, οι οποίες αποτελούν το βαθύτερο νου των ρημάτων και οι οποίες, βέβαια, διαφέρουν από λαό σε λαό, διότι για παράδειγμα άλλη έννοια έχει η λέξη απάθεια στους στωϊκούς φιλοσόφους και άλλη έννοια στους Πατέρας της Εκκλησίας.
Κτιστά εικονίσματα είναι όλες οι λειτουργικές τέχνες (αρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσική κλπ.), ο? οποίες εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, την δόξα του αποκεκαλυμμένου Θεού. Επομένως, τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα συνδέονται άρρηκτα με τις πολιτισμικές εκφράσεις των ανθρώπων που ζουν σε έναν ιδιαίτερο τόπο. Άλλωστε, η Εκκλησία ζη και εργάζεται μέσα στην ιστορία, δεν αποσαρκώνεται από αυτήν, αλλά την μεταμορφώνει.
Οι θεόπτες φθάνουν στην θεωρία και «βλέπουν αοράτως τα αόρατα, ακούουν ανηκούστως τα ανήκουστα και τα άρρητα και νοούν υπερνοητώς τα υπέρ την νόησιν και την λογικήν μυστήρια της βασιλείας». Όμως, αυτά τα άρρητα μυστήρια πρέπει να μεταφρασθούν στα κτιστά σημαίνοντα και σημαινόμενα. Οι Απόστολοι μετέφεραν, όσο είναι δυνατόν, αυτήν την εμπειρία με τα νοήματα και τα ρήματα της γλώσσας που χρησιμοποιούσαν, και ο Ευαγγελιστής Ιωάννης μετέφερε όλη αυτήν την εμπειρία με την εικόνα του Ναού και επί τη βάσει αυτής της εικόνος διαμορφώθηκε και ο ορθόδοξος Ναός και η λειτουργική πράξη της Εκκλησίας.
Για παράδειγμα, οι Πατέρες της Εκκλησίας προκειμένου να διατυπώσουν την αποκαλυπτική αλήθεια στο Σύμβολο της Πίστεως, ότι ο Χριστός είναι άκτιστος Θεός και όχι κτίσμα, χρησιμοποίησαν την φράση «Φως εκ φωτός, Θεόν αληθινόν εκ Θεού αληθινού, γεννηθέντα ου ποιηθέντα, ομοούσιον τω Πατρί».
Στην φράση αυτή συνδέεται το άκτιστο Φως της δόξης του Θεού, που φαίνεται στην αποκαλυπτική εμπειρία, με την κτιστή εικόνα του Πατρός που γεννά τον ομοούσιον με Αυτόν Υιό.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας στα κείμενά τους, όπως το βλέπουμε και στον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, ομολογούν ότι κατά την εμπειρία της δόξης του Θεού, βλέπουν τρία άκτιστα φώτα, τα οποία διαφέρουν από το κτιστό φως, αλλά μεταξύ τους έχουν την ίδια άκτιστη δόξα και επομένως την ίδια άκτιστη ουσία-φύση. Το ένα Φως, η λεγομένη πηγαία Θεότης, είναι η πηγή των άλλων δύο Φώτων, το δεύτερο Φως προέρχεται από το πρώτο, αλλά είναι σεσαρκωμένο, και το τρίτο Φως προέρχεται από το πρώτο, αλλά δεν έχει σώμα.
Αυτήν την εμπειρία οι Πατέρες την εξέφρασαν με όρους της εποχής, ήτοι ομίλησαν για ουσία και ενέργεια, για τρεις υποστάσεις και τρία υποστατικά ιδιώματα των Προσώπων, που είναι το αγέννητο του Πατρός, το γεννητό του Υιού και το εκπορευτό του Αγίου Πνεύματος.
Έτσι, όταν απομονώνουμε τους θεολογικούς αυτούς όρους από την εμπειρία της θεώσεως και στοχαζόμαστε πάνω σε αυτούς, τότε απλώς φιλοσοφούμε. Αυτήν την πρακτική ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει με την φράση «τεχνολογούσι και ου θεολογούσι», ο δε άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ομιλεί για αυτοχειροτονήτους θεολόγους, και αργότερα κατέληξε να χαρακτηρίζεται σχολαστική θεολογία. Αντίθετα ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γράφει ότι οι Απόστολοι εργάζονται αλιευτικώς και όχι αριστοτελικώς.
Κατά τον ίδιο τρόπο αυτήν την άκτιστη δόξα και αποκαλυπτική εμπειρία οι έχοντες αυτήν την πείρα την περνούν, όσον είναι δυνατόν, στον τρόπο ανοικοδομήσεως των Ναών, στον τρόπο αγιογραφήσεώς τους, στην εκκλησιαστική μουσική, στην σύνθεση των ιερών Ακολουθιών και τροπαρίων, ιδίως στην κατάρτιση της διάταξης και των ευχών της θείας Λειτουργίας. Η σύγκριση και συσχέτιση του βιβλίου της Αποκαλύψεως του Ευαγγελιστού Ιωάννου με τον τρόπο τελέσεως της θείας Λειτουργίας είναι αποδεικτικό αυτής της συνδέσεως.

3. Υπέρβαση των πολιτισμικών συμβόλων

Η Εκκλησία δια των θεοπτών αγίων μεταφράζει την εμπειρία στα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα για να χρησιμοποιηθούν ως φάρμακα και ως οδοδείκτες προς την θεοπτία. Όταν όμως ο άνθρωπος οδηγήται στην θεοπτική γνώση και εμπειρία, τότε υπερβαίνονται τα κτιστά ρήματα, νοήματα και εικονίσματα, χωρίς φυσικά να καταργούνται για τους ιδίους, όταν επιστρέφουν από την εμπειρία, και για τους άλλους που επιθυμούν να φθάσουν στην αποκαλυπτική εμπειρία.
Κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, όσοι συνδέονται με τον Χριστό και πλουτίζουν από την θεότητά του «ορώσιν αοράτως αυτού του Θεού το άφραστον κάλλος• κρατούσιν ανεπάφως, κατανοούσιν ακατανοήτως το ανίδεον είδος αυτού, την άμορφον μορφήν και το ασχημάτιστον σχήμα εν αθεάτω θέα και ασυνθέτω κάλλει αποικίλτως πεποικιλμένον».
Κατά την εμπειρία της θεώσεως οι θεόπτες υπερβαίνουν τις εικόνες των κτισμάτων, διότι κατά τον άγιο Συμεών «οπότε αυτώ εκείνω ουσιωδώς τω Θεώ ενωθώσι και της εκείνου θέας και μεθέξεως αξιωθώσι ουκέτι τη εικόνι των ποιημάτων προσανέχουσι». Τότε υπερβαίνονται όλα τα πολιτισμικά σύμβολα και σχήματα και οι εκκλησιαστικές τέχνες. Αυτό συμβαίνει γιατί «χαρίζεται αυτοίς και τον νουν του Χριστού, υπέρ κεφαλής αυτών λάμποντα, μυστήρια αυτοίς αποκαλύπτοντα, α ουκ εξόν γλώσση φθέγγεσθαι ανθρωπίνη. Προς τούτοις δίδωσι αυτοίς καινούς οφθαλμούς και καινήν ακοήν». Αυτός ο Θεός Λόγος κατοικεί μέσα τους, μαζί με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, οπότε «γίνεται ουν έκαστος των τοιούτων ναός εν αισθήσει και γνώσει Θεού».
Δεν είναι δυνατόν να φθάση κανείς στην θέα της δόξης του Θεού και να διατηρούνται όλα αυτά τα πολιτισμικά σύμβολα, διότι κάτι τέτοιο θα συνιστούσε την ειδωλολατρεία, που σημαίνει ότι ο Θεός εκφράζεται κατά το δυνατόν με τέτοια κτιστά σύμβολα, αλλά δεν ταυτίζεται απολύτως με αυτά, ούτε δια των κτιστών αυτών συμβόλων μπορεί να σχηματίση κανείς την εικόνα του Θεού, όπως πράττουν οι ειδωλολάτρες.
Όλα αυτά σημαίνουν ότι η Εκκλησία και τα μέλη της ζουν, δρουν και εργάζονται σε έναν ιδιαίτερο τόπο και χρόνο, αλλά δεν ταυτίζονται απόλυτα με αυτά, αφού οδηγούνται προς την βίωση της Βασιλείας του Θεού και την εμπειρία της νέας εν Χριστώ κτίσεως.
Έτσι, η Εκκλησία δημιουργεί και εξαγιάζει πολιτισμούς, αλλά δεν ταυτίζεται με αυτούς, αφού ο ύψιστος σκοπός του ανθρώπου είναι η μέθεξη της δόξης του Θεού εν τω ακτίστω Φωτί. Ο χριστιανικός-εκκλησιαστικός πολιτισμός είναι έκφραση της εμπειρίας των Πατέρων της Εκκλησίας, οι οποίοι βοηθούν τα πνευματικά τους παιδιά να ανέλθουν στην εμπειρία, και όταν φθάνουν εκεί, αυτός ο πολιτισμός υπερβαίνεται χωρίς να καταργήται.–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου