Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ . Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ - ΒΛΑΧΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ


Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙ ΕΠΙΣΤΗΜΗ . Η ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ - ΒΛΑΧΟΣ ΙΕΡΟΘΕΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΒΛΑΣΙΟΥ     
ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ ΙΕΡΟΘΕΟΥ ΒΛΑΧΟΥ ΑΠΟΤΕΛΕΙ ΣΥΡΡΑΦΗ ΤΩΝ ΒΙΒΛΙΩΝ ' ΘΕΡΑΠΕΥΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ' ΚΑΙ ' ΣΥΖΗΤΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΨΥΧΟΘΕΡΑΠΕΙΑ ' ΣΕ ΝΕΑ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΜΕΝΗ ΕΚΔΟΣΗ ΜΕ ΠΡΟΣΘΗΚΕΣ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ
Τό βιβλίο «Ἡ ἰατρική ἐν πνεύματι ἐπιστήμη» ἀποτελεῖται ἀπό τά βασικά θεραπευτικά κείμενα τῶν δύο βιβλίων «Θεραπευτική ἀγωγή» καί «Συζητήσεις γιά τήν Ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία», ἀφοῦ προηγουμένως ἔγινε ἀναδιάρθρωση τῶν κεφαλαίων καί διάφορες προσθῆκες καί τροποποιήσεις, ὥστε νά ἀνταποκρίνεται στήν σύγχρονη πραγματικότητα .

Στήν πρώτη ἑνότητα μέ τίτλο Ὀρθόδοξη καί οὑμανιστική ψυχοθεραπεία καί στό κείμενο Ἡ ἰατρική ἐν πνεύματι ἐπιστήμη ἀναλύει ὁ συγγραφέας τό περιεχόμενο τοῦ ρβ΄ Κανόνα τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διευκρινίζει τήν ἰατρική του ὁρολογία καί τόν θεραπευτικό χαρακτήρα του. Ἐξηγεῖ γιατί ἡ ποιμαντική διακονία, πού εἶναι μιά ὁλόκληρη ἰατρική πνευματική ἐπιστήμη, συνδέεται καί ταυτίζεται μέ τήν θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου.

Τόσο ἡ ὀρθόδοξη θεολογία ὅσο καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν εἶναι ἰδεολογία, οὔτε φιλοσοφία, ἀλλά θεραπεία. Κατά τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ εἶναι θεωρία-θέα τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι Πατέρες, ὡς πνευματικοί ἰατροί, ὑποδεικνύουν καί παρουσιάζουν μιά μέθοδο θεραπείας, μιά θεραπευτική ἀγωγή. Ὅλες οἱ λειτουργίες καί ἐνέργειες τῆς ψυχῆς πρέπει νά ἀναφέρωνται καί νά στρέφωνται πρός τόν Χριστό. Ἡ θεραπευτική ἀγωγή εἶναι ὁ λεγόμενος ἡσυχασμός, εἶναι ἡ βάση καί τό τέλος κάθε ὀρθόδοξης θεολογίας.

Τό κείμενο Μεταφυσική καί Θεολογία εἶναι ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία τοῦ συγγραφέα στούς φοιτητές τῆς Μπελεμεντείου Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στό Βόρειο Λίβανο. Ὁ συγγραφέας ἐπισημαίνει ὅτι «ἡ μόνη ἐπιστημονική μέθοδος προσεγγίσεως τῶν θεολογικῶν θεμάτων εἶναι ἡ διά τῶν ἁγίων». Οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ὑποδεικνύουν πῶς ἀπό τήν ἀσθένεια καί τόν σκοτασμό τοῦ νοῦ διά τῆς καθάρσεως καί τοῦ φωτισμοῦ μπορεῖ νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν πνευματική ὑγεία καί στήν θέωση.

Διευκρινίζεται καί ἀποδεικνύεται ἡ διαφορά τῆς ὀρθόδοξης ψυχοθεραπείας ἀπό κάθε ἄλλη ψυχοθεραπεία δυτικοῦ καί ἀνατολικοῦ τύπου καί ὅτι ἡ ὀρθόδοξη ψυχοθεραπεία δέν εἶναι ἁπλῶς μία μέθοδος, ἀλλά ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς ὁποίας ἀποκτᾶ ὁ ἄνθρωπος κοινωνία μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους.

Στό κείμενο ψυχοσωματικές ἀσθένειες γίνεται ἀναφορά στίς πνευματικές-ψυχικές ἀσθένειες, στίς ψυχολογικές-συναισθηματικές, στίς νευροβιολογικές καί στίς σωματικές ἀσθένειες. Ἐπισημαίνεται ἡ μεγάλη διάκριση καί σύνεση πού ἀπαιτεῖται γιά νά ἐντοπισθῆ ἡ ἀλληλεπίδραση πού εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχη μεταξύ αὐτῶν τῶν ἀσθενειῶν καί γίνεται κατανοητό ὅτι, ὅταν ὁ νοῦς δέν λειτουργῆ σωστά, δέν μπορεῖ νά διευθύνη οὔτε τήν ψυχή, οὔτε καί τό σῶμα.

Στή δεύτερη ἑνότητα Ἀσθένεια - πάθη θά γνωρίση ὁ ἀναγνώστης πῶς μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία θεραπεύονται τά πάθη καί οἱ πνευματικές ἀσθένειες πού βασανίζουν τόν ἄνθρωπο. Οἱ ἐσωτερικές ἀσθένειες πού ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀμαύρωση τοῦ νοῦ καί ἐπεκτείνονται στήν ψυχή καί τό σῶμα ἔχουν συνέπειες καί στόν κοινωνικό χῶρο καί σέ ὅλη τήν κτίση.

Ὁ συγγραφέας ἀπαντᾶ πῶς μπορεῖ νά ἀποδεσμευθῆ κανείς ἀπό τήν πνευματική αὐτάρκεια, τήν ὁποία χαρακτηρίζει μεγάλη ψευδαίσθηση καί ἀπό τήν ἀπόγνωση γιά τήν σωτηρία, στήν ὁποία βρίσκονται πολλοί ἄνθρωποι στήν ἐποχή μας καί εἶναι ἐνέργεια τῶν δαιμόνων. Μᾶς δίνει νά καταλάβουμε πῶς ἀποκτᾶται ἡ ἀνδρεία πού εἶναι ἡ τέλεια ἐλπίδα στό ἔλεος τοῦ Θεοῦ.

Συγκεκριμένα ἀναφέρεται στήν φιλαυτία πού εἶναι ἡ μητέρα ὅλων τῶν παθῶν, στόν φθόνο πού κατατρώγει τήν ψυχή, στήν φιληδονία ἀπό τήν ὁποία προέρχεται ἡ λύπη καί ὁ πόνος, στήν φαντασία ἡ ὁποία διαστρέφει ὅλη τήν πνευματική ζωή. Ἀναφέρει τρόπους θεραπείας. Γράφει γιά τήν αὐταπάρνηση, τήν ἀγάπη στόν Θεό (φιλοθεΐα) καί τόν πλησίον (φιλανθρωπία), τήν ἀληθινή μετάνοια (λύπη κατά Θεόν) πού ἀναιρεῖ τήν ἡδονή. Διευκρινίζει τήν διαφορά μεταξύ τοῦ φανταστικοῦ, πού εἶναι φυσική ἐνέργεια τῆς ψυχῆς καί τῆς φαντασίας πού τήν θεωρεῖ ''καλό ἀγωγό σατανικῆς ἐνέργειας'', ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν αὐτοθέωση. Ἐντοπίζονται τρόποι ἀπαλλαγῆς καί ἐλευθέρωσης ἀπό τήν φαντασία.

Παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τῶν ἁγίων Πατέρων γιά τά ὄνειρα, τά φρικτά παραμορφωτικά ἀποτελέσματα πού δημιουργοῦν στόν ἄνθρωπο καί ὁ τρόπος πού πρέπει νά τά ἀντιμετωπίζουμε. Ποιά ἡ διάκριση μεταξύ τοῦ ὀνείρου καί τοῦ ὁράματος;

Στό κείμενο Τό πρόβλημα τῶν θλίψεων βλέπουμε ἀπό ποιά αἴτια προέρχονται οἱ θλίψεις καί οἱ δοκιμασίες στήν ζωή μας, ποιές πνευματικές ὠφέλειες προξενοῦν, πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζουμε τήν θλίψη καί τόν πόνο στήν καθημερινή μας ζωή.

Διαβάζοντας τό κείμενο Ὁ διάβολος καί οἱ μεθοδεῖες του θά γνωρίσουμε τήν προσωπικότητα τοῦ διαβόλου, τά εἴδη τῶν δαιμονίων, ποιούς πολεμᾶ καί μέ ποιά μέθοδο (τεχνάσματα τοῦ διαβόλου), πῶς μποροῦμε νά πολεμήσουμε καί νά ἀντιμετωπίσουμε τόν διάβολο.

Ἡ τρίτη ἑνότητα πού ἐπιγράφεται Θεραπεία περιγράφει τόν τρόπο μέ τό ὁποῖο ἐπιτυγχάνεται ἡ θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ ἁγίου Σιλουανοῦ τοῦ Ἀθωνίτου καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ γιά τήν θεραπεία τῆς ψυχῆς. Οἱ ἅγιοι ὡς ἐπιστήμονες καθορίζουν μέ μεγάλη ἀκρίβεια τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ θεραπεία καί ἡ ὑγεία τῆς ψυχῆς.

Ἐξετάζεται τί εἶναι ἡ πνευματική ὑγεία καί ποιός εἶναι ὁ πνευματικά ὑγιής ἄνθρωπος. Τί εἶναι ἡ πνευματική ρύθμιση καί μέ ποιό τρόπο μπορεῖ κανείς νά ρυθμίση τόν νοῦ του καί νά τόν στρέψη στόν Θεό;

Στό κείμενο Ὁ ἱερεύς ὡς θεραπευτής κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ ἱερωσύνη δέν εἶναι ἁπλῶς μιά τελετουργική ἐργασία, ἀλλά κυρίως θεραπευτική ἐπιστήμη καί ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ θεραπεία τῶν ἀνθρώπων πρέπει νά γίνεται μέ ἐπιστημονικό τρόπο (ἀνακαθαίρειν ἐπιστημόνως) διότι σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη θεραπευτική μέθοδο δέν εἶναι ὠφέλιμο γιά ὅλους τό ἴδιο φάρμακο.

Ἡ ἀξία τῶν ἱερῶν κανόνων καί ἡ θέση τους μέσα στήν Ἐκκλησία ἐντοπίζεται στό κείμενο Ἡ πνευματική πατρότητα καί οἱ ἱεροί Κανόνες. Πῶς πρέπει νά χρησιμοποιῆ ὁ διακριτικός πνευματικός Πατέρας τούς ἱερούς Κανόνες καί ποιά γνωρίσματα πρέπει νά διαθέτη; Ἑρμηνεύεται ἡ ἀξία τῆς ὑπακοῆς στόν Πνευματικό Πατέρα πού μᾶς θεραπεύει καί μᾶς ὁδηγεῖ στήν σωτηρία.

Ἡ ἔννοια τῆς πνευματικῆς ἱερωσύνης καί ἡ διαφορά της ἀπό τήν μυστηριακή ἱερωσύνη, καθώς ἐπίσης καί τί εἶναι ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί πῶς στό ἔργο αὐτό μποροῦν νά βοηθήσουν καί οἱ μοναχοί, πού δέν ἔχουν ἱερωσύνη, ἀναλύονται στό κείμενο Ἡ πνευματική ἱερωσύνη καί ἡ ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν.

Ἕνα βοήθημα ἀπαραίτητο γιά γονεῖς καί παιδαγωγούς ἀποτελεῖ τό κείμενο Ἡ ἀγωγή τῶν παιδιῶν κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο. Ὁ ἀναγνώστης θά μελετήση γιά τόν σκοπό τοῦ γάμου, γιά τήν παρουσία τῶν παιδιῶν στήν οἰκογένεια, γιά τόν τρόπο καί τήν μέθοδο τῆς ἀγωγῆς, γιά τήν ἐκκλησιαστική ἀγωγή τοῦ παιδιοῦ. Παρατηροῦμε ὅτι οἱ παιδαγωγικές ἀπόψεις τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου ἔχουν ἐπικαιρότητα καί συνδέονται στενά μέ παιδαγωγικές ἰδέες συγχρόνων παιδαγωγῶν.

Μέ εἰδικό κείμενο γίνεται ἀναφορά στό θέμα τῆς ἀργίας καί τῆς ἐργασίας καί ἐπισημαίνεται ἡ ἀξία καί ὁ συνδυασμός σωματικῆς καί πνευματικῆς ἐργασίας ἀφοῦ ἡ ἀκηδία, ἡ ἀδιαφορία παραλύει τόσο τό σῶμα, ὅσο καί τήν ψυχή καί εἶναι καταστρεπτική γιά τήν πνευματική ζωή.

Ἡ τέταρτη ἑνότητα πού ἐπιγράφεται Θεραπευτικοί καρποί περιλαμβάνει σημαντικά κείμενα πού θά βοηθήσουν τόν ἀναγνώστη, ἀφοῦ προβάλλουν ἀνθρώπους θεραπευθέντες- οἱ ὁποῖοι ἔζησαν στήν προσωπική τους ζωή τήν θεραπεία.

Στό κείμενο Ἡ θεία Πρόνοια βλέπουμε ὅτι ὁ Θεός διευθύνει προσωπικά τόν κόσμο μέ μοναδικό σκοπό τήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό καί ἡ πίστη στήν πρόνοιά Του βοηθοῦν ἀκόμη καί στήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Διαβάζοντας τά κείμενα Προετοιμασία καί βίωση τοῦ Πάσχα καί Πνευματικά ἐγκαίνια, κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο θά γνωρίσουμε τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ὁ Χριστιανός μπορεῖ νά ἐγκαινιάση τήν καρδιά του, τήν προσωπική του ζωή, ὥστε νά ζήση τόν προσωπικό του ἐγκαινιασμό καί νά βιώση τό Πάσχα προσωπικά. Γίνεται ἀναφορά στόν κοινωνικό χαρακτήρα τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα καί στήν συμμετοχή τῆς φύσεως στήν ἑορτή τοῦ ἐγκαινιασμοῦ.

Στό κείμενο Ὁ πάγκαλος Ἰωσήφ θαυμάζουμε τό μεγαλεῖο τοῦ σώφρονος Ἰωσήφ καί γνωρίζουμε τούς λόγους γιά τούς ὁποίους θεωρεῖται τύπος τοῦ Χριστοῦ. Ἀπό τόν τρόπο πού ἀντιμετώπισε τούς πολλούς πειρασμούς κατανοοῦμε τόν ὀρθόδοξο τρόπο ἀντιμετωπίσεως καί τῶν δικῶν μας πειρασμῶν, κυρίως τῶν σαρκικῶν.

Μέ τό κείμενο Ἡ ὁσία Μακρίνα προβάλλεται ἡ ἀσκητική ζωή μιᾶς ἱερῆς μορφῆς. Συγκεκριμένα ὑπογραμμίζεται ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο ἀντιμετώπισε ἡ ὁσία τούς πειρασμούς στήν ζωή της καί τόν θάνατο.

Μιά ἀληθινή ζωή στήν ὁποία δέν ὑπάρχει θάνατος περιγράφει ὁ συγγραφέας στό κείμενο Ἡ ὑπέρβαση τοῦ θανάτου, καί καταθέτει τήν μαρτυρία του πῶς μιά εὐλογημένη ὕπαρξη -πρόκειται γιά τόν Μητροπολίτη Ἐδέσσης Καλλίνικο- ἔζησε στήν πράξη τήν ὑπέρβαση τοῦ θανάτου.

Τέλος στό κείμενο θέωση καί θεούμενοι ὁ συγγραφέας ἀναλύει τί ἀκριβῶς εἶναι ἡ θέωση καί πῶς ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ νά ἀποκτήση κοινωνία καί ἑνότητα μέ τόν Θεό. Ποιές οἱ προϋποθέσεις γιά νά φθάση ὁ ἄνθρωπος στήν θεωρία τοῦ Θεοῦ; Ποιά τά στάδια καί οἱ βαθμοί τῆς θεώσεως; Κατά τήν θεωρία τοῦ Θεοῦ συμμετέχει καί τό σῶμα; Στό κείμενο ὑπογραμμίζεται ὅτι ἡ πνευματική ζωή εἶναι μία διαρκής κίνηση πρός τήν τελειότητα τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι «δέν μπορεῖ κανείς νά προφασίζεται ὅτι εἶναι ἀδύνατον νά φθάση στήν θέωση γιατί ἡ ἐλπίδα τῆς θεώσεως πρέπει νά εἶναι ὁ βασικός στόχος μας».

Ὅλα τά κείμενα τοῦ βιβλίου φανερώνουν τόν σκοπό τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ θέωση καί ἡ σωτηρία. Βοηθοῦν τόν ἀναγνώστη νά κατανοήση ὅτι μόνον μέ τήν θεραπευτική ἀγωγή καί ἐπιστήμη πού διαθέτει ἡ Ὀρθοδοξία, δηλαδή μέ τήν ἐν Πνεύματι ἰατρική ἐπιστήμη, μᾶς δίνεται ἡ δυνατότητα νά σωθοῦμε.



Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱερόθεος

Ὁ Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου κ. Ἱ­ε­ρό­θε­ος, κα­τά κό­σμον Γε­ώρ­γιος Βλά­χος, γεν­νή­θη­κε στά Ἰ­ω­άν­νι­να τό 1945.
Ἔ­λα­βε τήν ἐ­γκύ­κλιο μόρ­φω­ση στήν πα­τρί­δα του. Ἐ­πε­ρά­τω­σε τίς γυ­μνα­σια­κές του σπου­δές στό Ἀ­γρί­νιο. Εἰ­σή­χθη στήν Φι­λο­σο­φι­κή Σχο­λή Ἰ­ω­αν­νί­νων καί στήν Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης, προτιμήσας τήν δεύτερη (1964-1968), ἀπ' ὅ­που ἔ­λα­βε τό πτυ­χί­ο μέ «ἄ­ρι­στα».
Κα­τά τήν διάρ­κεια τῶν σπου­δῶν του ἀ­σχο­λή­θη­κε ἰ­διαι­τέ­ρως μέ τήν πα­τρο­λο­γί­α καί συμ­με­τεῖ­χε σέ ὁ­μά­δα φοι­τη­τῶν πού ἀ­σχο­λή­θη­καν μέ τήν κα­τα­γρα­φή τῶν χει­ρο­γρά­φων πού δια­σώ­ζο­νται στίς Βι­βλιο­θῆ­κες τῶν Μο­νῶν τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους. Βο­ή­θη­σε καί στήν κρι­τι­κή ἔκ­δο­ση τῶν ἔρ­γων τοῦ ἁ­γί­ου Γρη­γο­ρί­ου τοῦ Πα­λα­μᾶ μέ τήν κα­θο­δή­γη­ση τοῦ Κα­θη­γη­τοῦ Πα­να­γι­ώ­του Χρή­στου.
                                                    



Με­τά τήν λή­ψη τοῦ πτυ­χί­ου του πῆ­γε στήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ἐ­δέσ­σης, Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας, μέ ἕ­δρα τήν Ἔ­δεσ­σα, πλη­σί­ον τοῦ τό­τε Μη­τρο­πο­λί­του Καλ­λι­νί­κου (Πού­λου), ὅ­που ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς βο­η­θός λα­ϊ­κός ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ τῆς Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Δια­κο­νί­ας (1969-1971).
Τό 1971 (10 Ὀ­κτω­βρί­ου) χει­ρο­το­νή­θη­κε Διά­κο­νος καί διο­ρί­σθη­κε Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ τοῦ τό­τε ΟΔ­ΔΕΠ. Τό 1972 (25 Ἰ­ου­νί­ου) χει­ρο­το­νή­θη­κε Πρε­σβύ­τε­ρος καί χει­ρο­θε­τή­θη­κε σέ Ἀρ­χι­μαν­δρί­τη, στήν ἴ­δια Μη­τρό­πο­λη.
Ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ πε­ριό­δευ­ε τήν πα­ρα­με­θό­ριο ἐ­παρ­χί­α καί διορ­γά­νω­σε ὁ­μι­λί­ες, κη­ρύγ­μα­τα, κα­τη­χη­τι­κά, τίς Κα­τα­σκη­νώ­σεις τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως, δι­η­ύ­θυ­νε καί δί­δα­ξε τα­χύρ­ρυθ­μα ἱ­ε­ρα­τι­κά φρο­ντι­στή­ρια, ὁ­μί­λη­σε σέ ἱ­ε­ρα­τι­κά Συ­νέ­δρια καί δι­η­ύ­θυ­νε τήν ἐκ­κλη­σια­στι­κή ζωή τῆς πό­λε­ως Ἐ­δέσ­σης καί τῆς πε­ρι­φε­ρεί­ας.
Ἐ­πί μί­α τρι­ε­τί­α ἐ­ξυ­πη­ρέ­τη­σε τίς λει­τουρ­γι­κές ἀ­νά­γκες τῶν ἀ­ξι­ω­μα­τι­κῶν καί ὁ­πλι­τῶν τῆς 2ας Με­ραρ­χί­ας, ἐκτελῶν χρέη στρατιωτικοῦ Ἱερέως.
Συ­νο­λι­κά στήν Ἔ­δεσ­σα ὑ­πη­ρέ­τη­σε δέ­κα ὀ­κτώ (18) ἔ­τη.
Ἵ­δρυ­σε καί κα­τευ­θύ­νει ὡς Πνευματικός μο­να­στι­κή Ἀ­δελ­φό­τη­τα, ἡ ὁ­ποί­α ξε­κί­νη­σε ἀ­πό τήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Ἐ­δέσ­σης Πέλ­λης καί Ἀλ­μω­πί­ας καί τώ­ρα εὑ­ρί­σκε­ται στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Γε­νε­θλί­ου τῆς Θε­ο­τό­κου (Πε­λα­γί­ας) τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως Θη­βῶν καί Λε­βα­δεί­ας.
Τό ἔ­τος 1987 ὑ­πη­ρέ­τη­σε γιά ἕ­να ἑ­ξά­μη­νο ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ στήν Ἱ­ε­ρά Μη­τρό­πο­λη Θη­βῶν καί Λε­βα­δεί­ας, κά­τω ἀ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση τοῦ τό­τε Μη­τρο­πο­λί­τη αὐ­τῆς καί νῦν Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καί Πά­σης Ἑλ­λά­δος κ. Ἱ­ε­ρω­νύ­μου.
Κα­τά τά ἔ­τη 1987-1995 ὑ­πη­ρέ­τη­σε ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ τς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­θη­νῶν, ἐ­πί Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πεί­ας Σε­ρα­φείμ.
Στήν Ἱ­ε­ρά Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πο­πή Ἀ­θη­νῶν, πα­ράλ­λη­λα μέ τό ἔρ­γο τοῦ Ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κος διο­ρί­σθη­κε Δι­ευ­θυ­ντής Νε­ό­τη­τος καί μέ­λος τοῦ Διοι­κη­τι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου τοῦ Ἱ­δρύ­μα­τος Νε­ό­τη­τος τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς, καί μέ τήν ἰ­διό­τη­τα αὐ­τή διορ­γά­νω­σε καί δι­η­ύ­θυ­νε τά ἐκ­κλη­σια­στι­κά Κα­τη­χη­τι­κά Σχο­λεῖ­α, διορ­γά­νω­σε Συ­νέ­δρια καί Ἡ­με­ρί­δες γιά τούς ὑ­πευ­θύ­νους τοῦ Κα­τη­χη­τι­κοῦ ἔρ­γου, λει­τούρ­γη­σε Φρο­ντι­στή­ριο γιά τούς Κα­τη­χη­τάς, ἐ­πό­πτευ­ε καί τά πνευ­μα­τι­κά Κέ­ντρα τῶν Ἐ­νο­ρι­ῶν.
Τό διά­στη­μα 1988-1990 κα­τό­πιν προ­σκλή­σε­ως τοῦ Πα­τριάρ­χου Ἀ­ντιο­χεί­ας κ. Ἰ­γνα­τί­ου, ἀ­πο­φά­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί ἐ­γκρί­σε­ως τῆς Δι­ευ­θύν­σε­ως Ἐκ­κλη­σια­στι­κῶν Ὑ­πο­θέ­σε­ων τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν δί­δα­ξε κα­τά δια­στή­μα­τα τήν Ἑλ­λη­νι­κή Γλώσ­σα (ἀρ­χαῖ­α καί νέ­α), καί πα­ρέ­δω­σε μα­θή­μα­τα Χρι­στια­νι­κῆς Ἠ­θι­κῆς στήν Μπε­λε­μέ­ντειο Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή «Ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης Δα­μα­σκη­νός» τοῦ Πα­τριαρ­χεί­ου Ἀ­ντιο­χεί­ας στόν Βό­ρειο Λί­βα­νο, πλη­σί­ον τῆς Τρι­πό­λε­ως, κα­τά τήν διάρ­κεια τοῦ Πο­λέ­μου στήν πε­ριο­χή. Προ­τά­θη­κε ἀ­πό τόν Μα­κα­ρι­ώ­τα­το Πα­τριάρ­χη Ἀ­ντιο­χεί­ας κ. Ἰ­γνά­τιο καί τόν Πρέ­σβυ τῆς Ἑλ­λά­δος στήν Δα­μα­σκό νά ἀ­να­λά­βη ὡς Σχο­λάρ­χης στήν Μπε­λε­μέ­ντειο Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή τοῦ Πα­τριαρ­χεί­ου, ἀλ­λά οἱ δρα­στη­ριό­τη­τές του στήν Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πή Ἀ­θη­νῶν δέν τοῦ ἐ­πέ­τρε­ψαν νά ἀ­ντα­πο­κρι­θῆ στήν πο­λύ τι­μη­τι­κή, ὅ­πως τόν δια­βε­βαί­ω­σαν οἱ ὑ­πεύ­θυ­νοι τοῦ Ὑ­πουρ­γεί­ου Ἐ­ξω­τε­ρι­κῶν τῆς Ἑλ­λά­δος, πρό­τα­ση τοῦ Πα­τριάρ­χη Ἀ­ντιο­χεί­ας. Ἀρ­γό­τε­ρα (2001) ὡς Μη­τρο­πο­λί­της δί­δα­ξε Βιο­η­θι­κή στήν ἴ­δια Θεολογική Σχο­λή τοῦ Πα­τριαρ­χεί­ου Ἀ­ντιο­χεί­ας.
Ἐκ­προ­σώ­πη­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος ὡς τα­κτι­κό ἤ ἀ­να­πλη­ρω­μα­τι­κό μέ­λος στά Διοι­κη­τι­κά Συμ­βού­λια: τοῦ «Ἐ­θνι­κοῦ Ρα­διο­τη­λε­ο­πτι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου» (ΕΡΣ), τῆς «Ἐ­θνι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς A­I­DS», τοῦ «Κέ­ντρου Ἐ­λέγ­χου Εἰ­δι­κῶν Λοι­μώ­ξε­ων» (ΚΕ­ΕΛ), τοῦ «Ὀρ­γα­νι­σμοῦ κα­τά τῶν Ναρ­κω­τι­κῶν» καί σέ ἄλ­λες Ἐ­πι­τρο­πές.
Ἐ­ξέ­θε­σε τίς ἀ­πό­ψεις τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος στήν δια­κομ­μα­τι­κή Ἐ­πι­τρο­πή τῆς Βου­λῆς γιά τό δη­μο­γρα­φι­κό πρό­βλη­μα (1992).
Ὁ­μί­λη­σε, ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ, σέ Ἱ­ε­ρα­τι­κά, θε­ο­λο­γι­κά καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κά Συ­νέ­δρια πού διορ­γά­νω­σε ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος, οἱ Ἱ­ε­ρές Μη­τρο­πό­λεις, ἡ Πα­νελ­λή­νια Ἕ­νω­ση Θε­ο­λό­γων, κλπ.
Ὡς Ἱ­ε­ρο­κή­ρυξ τῆς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­θη­νῶν ὑ­πῆρ­ξε ἀ­πό τούς πρω­τερ­γά­τας τῆς ἱ­δρύ­σε­ως καί λει­τουρ­γί­ας τοῦ Ρα­διο­φω­νι­κοῦ Σταθ­μοῦ τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, μέ­λος τῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς προ­γράμ­μα­τος τοῦ Ρα­διο­φω­νι­κοῦ Σταθ­μοῦ καί πα­ρα­γω­γός ἐκ­πο­μπῆς μέ τίτ­λο «Οἱ Πα­τέ­ρες στόν σύγ­χρο­νο κό­σμο» γιά μιά ἑ­ξα­ε­τί­α (1989-1995). Ἀπό τό 2010 ἕως σήμερα ὡς Μη­τρο­πο­λί­της ἔ­χει ἑ­βδο­μα­διαί­α ἐκ­πο­μπή στόν ἴ­διο Ρα­διο­φω­νι­κό Σταθ­μό τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.
                                                       



Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου ἐ­ξε­λέ­γη τήν 19η Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1995, χει­ρο­το­νή­θη­κε τήν 20ή Ἰ­ου­λί­ου τοῦ 1995 στόν Μη­τρο­πο­λι­τι­κό Ναό Ἀ­θη­νῶν προ­ε­ξάρ­χο­ντος τοῦ Μη­τρο­πο­λί­του Ἰ­ω­αν­νί­νων Θε­ο­κλή­του καί συ­νι­ε­ρουρ­γού­ντων τῶν Μη­τρο­πο­λι­τῶν Δη­μη­τριά­δος Χρι­στο­δού­λου (με­τέ­πει­τα Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καί Πά­σης Ἑλ­λά­δος), Πει­ραι­ῶς Καλ­λι­νί­κου, Θη­βῶν καί Λε­βα­δεί­ας Ἱ­ε­ρω­νύ­μου (νῦν Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­που Ἀ­θη­νῶν καί Πά­σης Ἑλ­λά­δος), Σερ­ρῶν καί Νι­γρί­της Μα­ξί­μου, Μα­ντι­νεί­ας καί Κυ­νου­ρί­ας Ἀ­λε­ξάν­δρου, Κί­τρους Ἀ­γα­θο­νί­κου, Περ­γά­μου Ἰ­ω­άν­νου, Ἄρ­της Ἰ­γνα­τί­ου καί Βε­ροί­ας Πα­ντε­λε­ή­μο­νος. Ἐν­θρο­νί­σθη­κε στήν Να­ύ­πα­κτο τήν 10η Σε­πτεμ­βρί­ου τοῦ ἰ­δί­ου ἔ­τους.
Ἐ­πί­σης, ὡς Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου διορ­γά­νω­σε τήν Μη­τρό­πο­λή του· πε­ριο­δεύ­ει κά­θε κα­λο­καί­ρι τά χω­ριά τῆς Ὀρεινῆς Ναυ­πα­κτί­ας καί τοῦ Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου· ἵ­δρυ­σε τούς Συν­δέ­σμους Ἀ­γά­πης στίς Ἐ­νο­ρί­ες τῆς Πό­λε­ως, πού ἐ­πι­τε­λοῦν ἕ­να ἀ­ξιό­λο­γο κοι­νω­νι­κό ἔρ­γο· ἐν­δια­φέ­ρε­ται γιά τούς νέ­ους καί τήν κα­τή­χη­ση· ἐ­πι­σκέ­πτε­ται τά Σχο­λεῖ­α καί ὁ­μι­λεῖ στούς μα­θη­τές· ἐ­πα­να­λει­τούρ­γη­σε τίς Κα­τα­σκη­νώ­σεις - «Κέ­ντρο Ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας» τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως στόν ἅ­γιο Πα­ντε­λε­ή­μο­να Ἀ­ντιρ­ρί­ου· ἵ­δρυ­σε καί λει­τουρ­γεῖ στήν Ναύ­πα­κτο Σχο­λή Βυ­ζα­ντι­νῆς Μου­σι­κῆς καί τό Πο­λι­τι­στι­κό καί Ἐ­ρευ­νη­τι­κό Κέ­ντρο στήν θέ­ση Ὅ­σιος Δα­βίδ, διορ­γα­νώ­νει καί ὁ­μι­λεῖ σέ Συ­νέ­δρια, Ἡ­με­ρί­δες γιά ἱ­ε­ρεῖς, ἐκ­παι­δευ­τι­κούς, φοι­τη­τές, ἐ­πι­στή­μο­νες, ἰ­α­τρούς, νο­μι­κούς, μη­χα­νι­κούς κλπ.
Διοργάνωσε Ἐτήσιο Θεολογικό Συνέδριο στήν Ναύπακτο. Πραγματοποιήθηκαν μέχρι σήμερα δύο Συνέδρια (2015 καί 2016) μέ ἀντίστοιχα θέματα «Θεολογία καί Ποιμαντική» καί «Θέματα Ἐκκλησιολογίας».
Συνεχίζει ὡς Μητροπολίτης τίς ἑβδομαδιαῖες ἐκπομπές στόν Ρ/Σ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, καί συγχρόνως ἀνέλαβε ἀπό τό 2015 ἑβδομαδιαῖες τηλεοπτικές ἐκπομπές στόν τηλεοπτικό σταθμό τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν «Λύχνος»,
Ὡς Μη­τρο­πο­λί­της Ναυ­πά­κτου προ­ε­δρεύ­ει καί σέ δέ­κα (10) Ἱ­δρύ­μα­τα καί Κλη­ρο­δο­τή­μα­τα τῆς Ἐ­παρ­χί­ας, ἤ­τοι στά Ἱ­δρύ­μα­τα: «Δη­μη­τρί­ου καί Βα­σι­λι­κῆς Πα­πα­χα­ρα­λά­μπους», «Γε­ωρ­γί­ου Κα­πορ­δέλ­λη - Ἰ­ω­άν­νου Ξύ­κη», «Γε­ωρ­γί­ου καί Μα­ρί­ας Ἀ­θα­να­σιά­δη - Νό­βα», «Ἀν­δρέ­α Τσά­ρα», «Γα­βρι­ήλ Οἰ­κο­νό­μου», «Ἀ­ντω­νί­ου καί Πα­να­γι­ώ­τας Ἀ­να­στα­σο­πού­λου» (γίνονται οἱ νομικές καί γραφειοκρατικές διαδικασίες γιά τήν ἵδρυσή του), καί στά Κλη­ρο­δο­τή­μα­τα: «Δημ. Ἀ­ση­μα­κο­πού­λου», «Ἀ. Κο­ζώ­νη», «Δημ. Πλού­μη», «Ἰ­ω­άν­νη Βαρ­δα­κου­λᾶ», χο­ρη­γώ­ντας ὑ­πο­τρο­φί­ες στούς μα­θη­τάς καί φοι­τη­τάς. Ἐ­πί­σης εἶ­ναι Πρό­ε­δρος τοῦ Ἐ­φο­ρευ­τι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου τῆς Δη­μο­σί­ας Πα­πα­χα­ρα­λα­μπεί­ου Βι­βλιο­θή­κης Ναυ­πά­κτου.
Δι­ε­τέ­λε­σε τέσσερεις φο­ρές μέ­λος τῆς Διαρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου ἐ­πί τῆς ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πεί­ας καί τῶν τρι­ῶν τε­λευ­ταί­ων Ἀρ­χι­ε­πι­σκό­πων, ἤ­τοι Σε­ρα­φείμ, Χρι­στο­δού­λου καί Ἱ­ε­ρω­νύ­μου.
Συ­νό­δευ­σε τόν μα­κα­ρι­στό Ἀρ­χι­ε­πί­σκο­πο Χρι­στό­δου­λο στίς εἰ­ρη­νι­κές του ἐ­πι­σκέ­ψεις στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Σι­νά καί στήν Ρου­μα­νί­α.
Δι­ε­τέ­λε­σε ἐ­πα­νει­λημ­μέ­νως ἐκ­πρό­σω­πος Τύ­που τῆς Διαρ­κοῦς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου καί τῆς Συ­νό­δου τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος.
Ὡς Μη­τρο­πο­λί­της συμ­με­τεῖ­χε σέ διά­φο­ρες Συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές, ἤ­τοι: μέ­λος τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς μο­να­χι­κοῦ βί­ου, τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς ἐ­πί τῶν Οἰ­κο­νο­μι­κῶν τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Νε­ό­τη­τος, τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Δογ­μα­τι­κῶν καί Κα­νο­νι­κῶν Ζη­τη­μά­των. Ἐ­πί­σης συμ­με­τεῖ­χε σέ Εἰ­δι­κές Συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές, ἤ­τοι: Πρό­ε­δρος τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς ἐ­πί τῶν Ταυ­το­τή­των, Πρό­ε­δρος τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τήν προ­ε­τοι­μα­σί­α τῶν Ὀ­λυ­μπια­κῶν Ἀ­γώ­νων τοῦ 2004, μέ­λος τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς γιά τήν κα­κο­ποί­η­ση τοῦ παι­διοῦ. Σή­με­ρα συμ­με­τέ­χει στίς ἑ­ξῆς Συ­νο­δι­κές Ἐ­πι­τρο­πές: Πρό­ε­δρος τῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς ἐ­πί τοῦ Τύ­που, τῶν Δη­μο­σί­ων Σχέ­σε­ων καί τῆς Δια­φω­τί­σε­ως, Πρό­ε­δρος τῆς Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς ἐ­πί Εἰ­δι­κῶν Ποι­μα­ντι­κῶν Θε­μά­των καί Κα­τα­στά­σε­ων, καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κός σύμ­βου­λος στήν Εἰ­δι­κή Συ­νο­δι­κή Ἐ­πι­τρο­πή Βιο­η­θι­κῆς.
Ὡς Μη­τρο­πο­λί­της, κα­τό­πιν προ­τά­σε­ως τῆς Ἱ­ε­ρᾶς Συ­νό­δου, ὑ­πῆρ­ξε μέ­λος τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Ὀρ­γα­νι­σμοῦ Πρό­νοιας (Ε­ΟΠ) καί τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ Συμ­βου­λί­ου Ἰ­α­τρι­κῆς Ἠ­θι­κῆς καί Δε­ο­ντο­λο­γί­ας.

Ὁ­ρί­σθη­κε εἰ­ση­γη­τής στήν Σύνοδο τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος ἕνδεκα (11) φο­ρές ἕ­ως σή­με­ρα μέ θέ­μα­τα:

  1. «Πε­ρί με­τα­μο­σχεύ­σε­ων» (Ὀ­κτ. 1999).
  2. «Ἱ­στο­ρι­κή ἐ­ξέ­λι­ξη τοῦ θέ­μα­τος τῆς ἀ­να­γρα­φῆς τοῦ θρη­σκεύ­μα­τος στό δελ­τί­ο τῆς ἀ­στυ­νο­μι­κῆς ταυ­τό­τη­τας τῶν Ἑλ­λή­νων πο­λι­τῶν» (Ἰ­ούν. 2000).
  3. «Ἐ­νη­μέ­ρω­σις ἐ­πί τῆς πο­ρεί­ας τοῦ θέ­μα­τος τῶν ταυ­το­τή­των» (Ὀ­κτ. 2000).
  4. «Ἐ­νη­μέ­ρω­ση ἐ­πί τῆς πο­ρεί­ας τοῦ Θέ­μα­τος τῶν ταυ­το­τή­των» (Ὀ­κτ. 2001).
  5. «Ἡ συμ­βο­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἰς τήν ἐ­πι­τυ­χῆ διορ­γά­νω­σιν τῶν Ὀ­λυ­μπια­κῶν Ἀ­γώ­νων τοῦ 2004» (Ὀ­κτ. 2002).
  6. «Ἡ ἰ­α­τρι­κή ὑ­πο­βο­ή­θη­ση στήν ἀν­θρώ­πι­νη ἀ­να­πα­ρα­γω­γή, (Ὑ­πο­βο­η­θού­με­νη ἀ­να­πα­ρα­γω­γή-Νέ­ος Νό­μος)» (Ὀ­κτ. 2005).
  7. «Κα­νο­νι­σμός Εἰ­δι­κῆς Συ­νο­δι­κῆς Ἐ­πι­τρο­πῆς Ἀ­θλη­τι­σμοῦ» (Ὀ­κτ. 2006).
  8. «Ἡ λει­τουρ­γί­α τοῦ συ­νο­δι­κοῦ πο­λι­τεύ­μα­τος στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ἑλ­λά­δος» (Ὀ­κτ. 2009).
  9. «Πε­ρί τῆς ἀ­να­γνω­ρί­σε­ως τῆς ἐν Κων­στα­ντι­νου­πό­λει ἐν ἔ­τει 879-880 μ.Χ. συ­γκλη­θεί­σης Συ­νό­δου ὡς Ὀ­γδό­ης Οἰ­κου­με­νι­κῆς» (Ὀ­κτ. 2011, ἀναβλήθηκε).
  10. «Ἡ θεολογική κρίση καί οἱ ἐπιπτώσεις της στήν καθημερινότητα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς» (Ὀκτ. 2015).
  11. «Τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Ἐκπαίδευση» (Μάρ. 2016).              
 


Ἔ­χει δια­κρι­θῆ καί γιά τήν συγ­γρα­φι­κή του πα­ρα­γω­γή, ἀ­φοῦ ἔ­χει συγ­γρά­ψει ἐνενήντα ἕξι (96) πο­λυ­σέ­λι­δα βι­βλί­α μέ θε­ο­λο­γι­κό, ἐκ­κλη­σιο­λο­γι­κό, κοι­νω­νι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο, βα­σι­σμέ­να στήν δι­δα­σκα­λί­α τῶν ἁ­γί­ων Πα­τέ­ρων. Ἀ­πό αὐ­τά ἑβδομήντα ὀκτώ (78) βι­βλί­α, μαζί μέ ἄρθρα ἔ­χουν με­τα­φρα­σθῆ, μέ πρω­το­βου­λί­α τῶν με­τα­φρα­στῶν, σέ εἴ­κο­σι τέσσερεις (24) ξέ­νες γλῶσ­σες, ἤ­δη με­τα­φρά­ζο­νται καί θά δημοσιευθοῦν καί με­ρι­κά ἄλ­λα σέ ἄλλες γλῶσσες, ἤ­τοι Ἀγ­γλι­κά, Ἀ­ρα­βι­κά, Γαλ­λι­κά, Γερ­μα­νι­κά, Ἱ­σπα­νι­κά, Ρω­σι­κά, Σερ­βι­κά, Οὐγ­γρι­κά, Ρου­μα­νι­κά, Σου­α­χί­λι, Κι­νέ­ζι­κα, Βουλ­γα­ρι­κά, Οὐ­κρα­νι­κά, Τσέ­χι­κα, Ὁλ­λαν­δι­κά, Ἀλ­βα­νι­κά, Ἰ­τα­λι­κά, Φιν­λαν­δι­κά, Γε­ωρ­για­νά, Οὐρ­ντοῦ-Πα­κι­στα­νι­κά, Κο­ρε­α­τι­κά κ.ἄ. Ὁ συ­νο­λι­κός ἀ­ριθ­μός τῶν βι­βλί­ων, ἀ­να­τύ­πων καί δη­μο­σι­εύ­σε­ων, πέ­ρα ἀ­πό τά διά­φο­ρα ἄρ­θρα, ἀ­νέρ­χε­ται στά τριακόσια ἑπτά (307).
Τά βι­βλί­α ἀ­σχο­λοῦ­νται μέ θέ­μα­τα θε­ο­λο­γι­κά, ἐκ­κλη­σιο­λο­γι­κά, πα­τε­ρι­κά καί ἑρ­μη­νεύ­ουν τήν σύγ­χρο­νη πνευ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­σα ἀ­πό τήν Ὀρ­θό­δο­ξη ἐκ­κλη­σια­στι­κή προ­ο­πτι­κή.
Τό βι­βλί­ο του μέ τίτ­λο «Τό Πρό­σω­πο στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Πα­ρά­δο­ση» βρα­βεύ­θη­κε ἀ­πό τήν Ἀ­κα­δη­μί­α Ἀ­θη­νῶν ὡς τό κα­λύ­τε­ρο θε­ο­λο­γι­κό βι­βλί­ο τῆς πε­ντα­ε­τί­ας, μέ εἰ­σή­γη­ση τῶν Ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κῶν κ. Εὐ­αγ­γέ­λου Μη­τσό­που­λου, Μάρ­κου Σι­ώ­τη καί Σεβ. Μη­τρο­πο­λί­του Περ­γά­μου κ. Ἰ­ω­άν­νη. Ἡ βρά­βευ­ση ἔ­γι­νε τό ἔ­τος 1996 σέ ἐ­πί­ση­μη ἑ­ορ­τα­στι­κή ἐκ­δή­λω­ση τῆς ὁ­λο­με­λεί­ας τῆς Ἀ­κα­δη­μί­ας Ἀ­θη­νῶν.
B­ι­βλί­α τοῦ κ. Ἱ­ε­ρο­θέ­ου χρη­σι­μο­ποιοῦ­νται ὡς δι­δα­κτι­κά ἐγ­χει­ρί­δια σέ Θε­ο­λο­γι­κές Σχο­λές τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ καί τῆς Ἑλ­λά­δος καί γί­νο­νται ἀ­ντι­κεί­με­νο δι­δα­κτο­ρι­κῶν δια­τρι­βῶν σέ Πα­νε­πι­στή­μια τοῦ Ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ καί εἰ­γη­σή­σε­ων σέ συ­νέ­δρια.
Πα­ράλ­λη­λα μέ τήν συγ­γρα­φή βι­βλί­ων ἀ­σχο­λή­θη­κε καί μέ τήν δη­μο­σί­ευ­ση ἄρ­θρων στόν ἡ­με­ρή­σιο καί ἑ­βδο­μα­διαῖ­ο Τύ­πο. Ἀρθρογράφησε καί ἀρ­θρο­γρα­φεῖ στόν ἀ­θη­να­ϊ­κό Τύ­πο («Τό Βῆ­μα», «Ἐ­λευ­θε­ρο­τυ­πί­α», «Κα­θη­με­ρι­νή», «Τά Νέ­α», «Ἐ­λεύ­θε­ρος Τύ­πος», «Ἀ­πο­γευ­μα­τι­νή», «Κό­σμος τοῦ Ἐ­πεν­δυ­τῆ»­), στόν το­πι­κό Τύ­πο τῆς Ναυ­πά­κτου, στό δια­δί­κτυ­ο κα­θώς καί στήν ἐ­φη­με­ρί­δα τῆς Μη­τρο­πό­λε­ως Ναυ­πά­κτου καί Ἁ­γί­ου Βλα­σί­ου «Ἐκ­κλη­σια­στι­κή Πα­ρέμ­βα­ση» (w­ww.p­a­r­e­m­b­a­s­is.gr), τήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἵ­δρυ­σε ὡς Μη­τρο­πο­λί­της, καί τά κεί­με­νά του ἀ­να­δη­μο­σι­εύ­ο­νται σέ πολ­λές ἄλ­λες ἐ­φη­με­ρί­δες, πε­ριο­δι­κά καί ἱστοσελίδες. Τά ἄρ­θρα του ἀ­πο­τε­λοῦν πα­ρεμ­βά­σεις στίς σύγ­χρο­νες κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κές καί ἐκ­κλη­σια­στι­κές ἐ­ξε­λί­ξεις καί προ­σφέ­ρουν τήν ὀρ­θό­δο­ξη θε­ο­λο­γι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῶν γε­γο­νό­των. Ἀ­πο­τε­λοῦν ἐ­πι­πλέ­ον ἔκ­φρα­ση καί μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ρω­μαί­ϊ­κης Πα­ρά­δο­σής μας, ἡ ὁ­ποί­α δια­θέ­τει ἀ­πε­ριό­ρι­στη δυ­να­μι­κό­τη­τα καί με­τα­μορ­φω­τι­κή δύ­να­μη.

Εἰ­ση­γή­θη­κε θέ­μα­τα, ἀ­πό τό­τε πού ἔ­γι­νε Μη­τρο­πο­λί­της (1995) μέχρι σήμερα σέ πεντακόσια (500) περίπου δι­ε­θνῆ καί πα­νελ­λή­νια Συ­νέ­δρια καί δί­δα­ξε σέ Σε­μι­νά­ρια στήν Ἀ­με­ρι­κή (Ἀτ­λά­ντα, Βο­στώ­νη, Σιάτλ, Σι­κά­γο, Πίττσμπουργκ), στόν Κα­να­δᾶ (Βαν­κοῦ­βερ), τήν Συ­ρί­α (Δα­μα­σκό, Χα­λέ­πι, Λα­τά­κεια, Ἱ. Μο­νή Ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου στήν Κοι­λά­δα τῶν Χρι­στια­νῶν), στόν Λί­βα­νο (Μπε­λε­μέ­ντ, Κού­ρα) στήν Γερ­μα­νί­α, τήν Οὐ­κρα­νί­α, τήν Συμ­φε­ρού­πο­λη Κρι­μαί­ας, τήν Ρω­σί­α (Μό­σχα, Ἁ­γί­α Πε­τρού­πο­λη, Σερ­γκέ­εφ Πο­σάδ), τήν Ρου­μα­νί­α (Βου­κου­ρέ­στι, Ἰ­ά­σιο, Κρα­ϊ­ό­βα καί Ἄλ­μπα Τζού­λια), τήν Βουλ­γα­ρί­α (Σό­φια, Βάρ­να), τήν Βε­νε­τί­α, τήν Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, τήν Κύ­προ (Λευ­κω­σί­α, Λε­με­σό), τήν Ἀγ­γλί­α, κ.ἀ.
Στήν Ἀ­με­ρι­κή ἀ­νέ­πτυ­ξε δύ­ο θέ­μα­τα στήν Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ Βο­στώ­νης τῆς Ἀρ­χι­ε­πι­σκο­πῆς Ἀ­με­ρι­κῆς τό ἔ­τος 1999, ἔ­κα­νε τρεῖς εἰ­ση­γή­σεις σέ Σε­μι­νά­ριο τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἀ­με­ρι­κῆς (O­CA), στό Βαν­κοῦ­βερ τοῦ Κα­να­δᾶ (1995) καί στήν Ἀτ­λά­ντα τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν (1997), ὁ­μί­λη­σε στήν κε­ντρι­κή αἴ­θου­σα τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου τοῦ S­e­a­t­t­le (1999) κα­τό­πιν προ­σκλή­σε­ως τῆς Συ­γκλή­του τοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου, ἀ­νέ­λα­βε Σε­μι­νά­ριο στό ὁ­ποῖ­ο δί­δα­ξε στήν T­a­c­o­ma τῆς W­a­s­s­i­n­g­t­on S­t­a­te (1999 καί τό 2007). Ὁμίλησε στό Λουθη­ρανικό Πανεπιστήμιο τῆς Tacoma Pacific Lutheran University (2007). Ὁ­μί­λη­σε σέ Συ­νέ­δρια καί διαλέξεις πού διορ­γά­νω­σε ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἑλ­λη­νι­κή Κοι­νό­τη­τα τοῦ Ἁ­γί­ου Δη­μη­τρί­ου στό S­e­a­t­t­le τῶν Ἡ­νω­μέ­νων Πο­λι­τει­ῶν (1995, 1997, 1999 καί 2007), καί σέ δι­ε­θνές Συ­νέ­δριο στήν Ἱ­ε­ρά Μο­νή Ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Χρυ­σο­στό­μου στό Σι­κά­γο (Σε­πτ. 2007). Τόν Ἰούλιο τοῦ 2016 ἦταν ὁ κύριος εἰσηγητής μέ τρεῖς εἰσηγήσεις στό Ἱερατικό Σεμινάριο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ κλίματος τοῦ Πατριαρχείου Ἀντιοχείας στό Ἀντιοχειανό Χωριό στήν Πενσυλβάνια.

Τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2015 καί τόν Ὀκτώβριο 2016 κλήθηκε ἀπό τήν Ἱερά Μονή Βατοπαιδίου Ἁγίου Ὄρους, προκειμένου νά ὁμιλήση στίς Συνάξεις τῶν Μοναχῶν τῆς Μονῆς γιά θεολογικά, νηπτικά καί γενικότερα ἐκκλησιαστικά θέματα.

Ἡ Θε­ο­λο­γι­κή Σχο­λή, Τμῆ­μα Κοι­νω­νι­κῆς Θε­ο­λο­γί­ας, τοῦ Ἐ­θνι­κοῦ καί Κα­πο­δι­στρια­κοῦ Πα­νε­πι­στη­μί­ου Ἀ­θη­νῶν, ἐ­κτι­μώ­ντας τήν προ­σφο­ρά του στά Θε­ο­λο­γι­κά γράμ­μα­τα, τόν ἀ­να­γό­ρευ­σε σέ Ἐπί­τιμο Δι­δά­κτο­ρα (25-9-2008).
Ὁ Δῆμος Ἐδέσσης τόν ἀναγόρευσε σέ Ἐπίτιμο Δημότη του Ἡ ἀνακήρυξη ἔγινε «ὡς ἔνδειξη βαθυτάτης τιμῆς καί σεβασμοῦ πρός τό πρόσωπό του (τοῦ κ. Ἱεροθέου) γιά τό πλούσιο θρησκευτικό, κοινωνικό καί φιλανθρωπικό ἔργο του» στήν πόλη καί τήν Ἐπαρχία Ἐδέσσης, ἀπό τήν ὁποία ἀναχώρησε τό ἔτος 1987, ἀλλά παραμένει ἡ μνήμη τοῦ ἔργου καί τῆς ἐκεῖ παρουσίας του.
Τό Τμῆμα Ἰατρικῆς τῆς Σχολῆς Ἐπιστημῶν Ὑγείας τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων τόν ἀναγόρευσε σέ Ἐπίτιμο Διδάκτορα (13-5-2016) γιά τό συγγραφικό του ἔργο γενικότερα καί εἰδικότερα γιά τά συγγράμματά του περί Ὀρθοδόξου Ψυχοθεραπείας καί Βιοθεολογίας, γιά τήν σύνδεση θεολογίας καί ἰατρικῆς ἐπιστήμης καί γιά τίς ἀπόψεις του περί σχέσεων θεολογίας καί ἐπιστήμης γενικότερα.
Ὁ «Ἀντιοχειανός Οἶκος Σπουδῶν» στό Διδακτο­ρικό Πρόγραμμα Ὀρθοδόξων Σπουδῶν στήν Πενσυλ­βάνια τῆς Ἀμερικῆς τοῦ ἔκανε πρόταση γιά ἔνταξή του στούς τακτικούς Καθηγητές τῆς Σχολῆς (Ὀκτ. 2016).

Συμμετεῖχε ὡς μέλος τῆς Ἀντιπροσωπείας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στήν «Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας» πού συγκλήθηκε στό Κολυμβάρι τῆς Κρήτης (Ἰούνιος 2016).

Η ασθένεια ως υπαρξιακό γεγονός Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Το Βήμα» της Κυριακής 30-8-2009)



Η νέα γρίπη που έγινε πανδημία και κυρίως ο πανικός και ο φόβος που δημιουργεί στους ανθρώπους φέρει στην επιφάνεια ένα μεγάλο γεγονός που έχει σχέση με τις ψυχολογικές ανασφάλειες και τον υπαρξιακό φόβο. Όλες οι υπερβολικές αντιδράσεις των ανθρώπων απέναντι σε τέτοια ζητήματα, όπως η ασθένεια, συνδέονται με τον φόβο του θανάτου.

Όταν ρωτούμε τον γιατρό για κάποια ένδειξη σοβαρής ασθένειας, δεν προσέχουμε τόσο την απάντηση που μας δίνει, αλλά προσπαθούμε με αγωνία να εισδύσουμε στην σκέψη του για να διακριβώσουμε τι ενδεχομένως μας αποκρύπτει. Και αυτή η κίνησή μας κρύβει τον φόβο του θανάτου, μήπως δηλαδή η συγκεκριμένη ασθένεια καταλήξη στον θάνατο. Έτσι, περισσότερο από την ασθένεια πρέπει να αντιμετωπισθή ο φόβος του θανάτου, ο οποίος προκαλείται από διάφορα γεγονότα και αφορμές.

Ο θάνατος είναι ένα βιολογικό και υπαρξιακό φορτίο που το κουβαλάει ο άνθρωπος από την πρώτη στιγμή της γονιμοποίησης του ωαρίου και την δημιουργία του ζυγώτη. Από τα 20.000 περίπου γονίδια που έχει ο άνθρωπος ένας αριθμός γονιδίων σχετίζονται με την γήρανση και την φθορά και οδηγούν στον θάνατο, όπως αυτά που βρίσκονται στο μιτοχονδριακό DNA. Οπότε, ο θάνατος καιροφυλακτεί μέσα μας, ακόμη και από τότε που δεν έχουν διαφοροποιηθή τα βλαστοκύτταρα και δεν έχουν σχηματισθή τα όργανα του σώματος. Αλλά και τα γονίδια που θα προκαλέσουν κάποτε διάφορες ασθένειες και αυτά κρύβουν τελικά τον θάνατο.

Η πονηρία του όρκου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα «Το Βήμα» της Κυριακής 25-10-2009)



Το θέμα του όρκου μπορεί να το αντιμετωπίση κανείς από πολλές πλευρές, ήτοι θεολογική, φιλοσοφική, κοινωνιολογική, νομική κλπ. Διατυπώθησαν κατά καιρούς πολλές απόψεις για το αν πρέπη να θεσπίζεται ο όρκος σε χριστιανικά η κοσμικά Κράτη.

Θεωρώ ότι δύο είναι οι βάσεις πάνω στις οποίες μπορεί ένας Κληρικός να εκφέρη την άποψή του για την διατήρηση η την κατάργηση του όρκου. Η μία είναι ποιά είναι η σκοπιμότητα της πρότασης για κατάργηση: Γίνεται από σεβασμό στον Θεό, την Εκκλησία, τις προσωπικές πεποιθήσεις η από προσπάθεια αποθρησκειοποίησης της κοινωνίας; Η άλλη βάση είναι καθαρά θεολογική, που συνδέεται με μια εκκοσμικευμένη χριστιανική ζωή.

Όταν δη κανείς το θέμα από χριστιανικής πλευράς, δεν μπορεί να παρακάμψη τον απόλυτο λόγο του Χριστού: «πάλιν ηκούσατε ότι ερρέθη τοις αρχαίοις, ουκ επιορκήσεις, αποδώσεις δε τω Κυρίω τους όρκους σου. Εγώ δε λέγω υμίν μη ομόσαι όλως». Και εξηγεί ότι δεν πρέπει να ορκίζεται κανείς, ούτε στον ουρανό, ούτε στην γη, ούτε στα Ιεροσόλυμα, ούτε στην κεφαλή του –τον εαυτό του. Οι Χριστιανοί που ζουν με την αλήθεια πρέπει να είναι ειλικρινείς: «έστω δε ο λόγος υμών ναι ναι, ου ου• το δε περισσόν τούτων εκ του πονηρού εστιν» (Ματθ. ε , 33-37).

Μπορεί κανείς να εντοπίση μερικά αγιογραφικά χωρία, στα οποία φαίνεται ότι είναι αποδεκτός ο όρκος, αλλά ο λόγος του Χριστού είναι σαφέστατος και απόλυτος. Ο ιερός Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει ότι στην Παλαιά Διαθήκη «ουκ ην πονηρόν τότε το ομνύειν», αλλά «μετά Χριστόν εστι πονηρόν».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας συνιστούν στους Χριστιανούς να αποφεύγουν να δίνουν όρκους. Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος συνιστά: «απαλλάγητε της των όρκων συνηθείας». Και όχι μόνον τους αποτρέπει να ορκίζονται, αλλά ομιλεί με καυστικό λόγο γι' αυτούς που το κάνουν, θέτοντας μάλιστα το χέρι τους στο Ευαγγέλιο, το οποίο απαγορεύει τον όρκο. Ερωτά: «Συ δε τον νόμον τον κωλύοντα ομνύναι, τούτον όρκον ποιείς;». Καί αναφωνεί: «Ω, της ύβρεως! Ω, της παροινίας», δηλαδή της διαγωγής του μέθυσου, της παραφροσύνης. Είναι σαν να θέλη κανείς να έχη σύμμαχο στην σφαγή τον νομοθέτη που κωλύει τον φόνο. Και επιλέγει: «Στένω και δακρύω και φρίττω», όταν βλέπη κάποιον να εισέρχεται στην Αγία Τράπεζα, «και τας χείρας θέντα και το Ευαγγέλιον αψάμενον και ομνύοντα» (Εις ανδριάντας, PG 49, 160).

Η εκκλησιαστική περιουσία καί η φορολογία Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Τό Βήμα» τής Κυριακής 15-11-2009)



Η εκκλησιαστική περιουσία είναι πάντοτε προσφιλές θέμα, κινεί τό ενδιαφέρον τών σχολιαστών καί τών αναγνωστών. Άλλωστε, ζούμε σέ μιά κοινωνία στήν οποία κυριαρχούν τά βιολογικά καί βιοτικά θέματα καί όχι τά οντολογικά καί υπαρξιακά, πρωτεύοντα ρόλο έχει η κοινωνιολογία καί όχι η φιλοσοφία καί θεολογία. Έτσι, η πληροφόρηση γιά τήν κινητή καί ακίνητη περιουσία τής Εκκλησίας προξενεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον.

Μόνον πού πρέπει νά διερευνηθή από ποιά πλευρά καί ποιά οπτική γωνία εξετάζει κανείς τό θέμα. Στίς απλές σκέψεις πού ακολουθούν, ίσως ενσυνείδητα υπερβατικά, παρουσιάζω τήν άποψή μου γιά τό ποιά είναι η αληθινή εκκλησιαστική περιουσία.
1. Η θεολογική εκκλησιαστική περιουσία

Η πραγματική περιουσία τής Εκκλησίας πού είναι αναλλοίωτη από τήν φθορά τού χρόνου είναι η θεολογία καί η εκκλησιολογία της. Η Εκκλησία βιώνει συμπυκνωμένα έναν θεολογικό καί πολιτισμικό πλούτο τουλάχιστον δύο χιλιάδων ετών. Άν δέ υπολογίση κανείς ότι έχει αξιοποιήσει καί πολιτισμικά αγαθά προγενέστερων εποχών, τότε καταλαβαίνει τήν αξία του.

Μεγάλος θησαυρός είναι η θεολογία τού προσώπου, πού αποδίδεται στόν Τριαδικό Θεό καί τόν άνθρωπο. Τό πρόσωπο, πού στήν αρχαία Ελλάδα ήταν ένα προσωπείο (μάσκα), από τούς Πατέρες τής Εκκλησίας συνδέθηκε μέ τήν υπόσταση καί απέκτησε οντολογία. Έτσι, ο άνθρωπος δέν μπορεί νά είναι ρατσιστικά δούλος, ούτε ένα πράγμα, αλλά ούτε κλείνεται στήν ασφυκτική μέγγενη τού θανάτου. Αυτή η εκκλησιαστική περιουσία γίνεται αντικείμενο έρευνας από φιλοσόφους, κοινωνιολόγους καί στοχαστές.

Η φιλοκαλική παράδοση τής Εκκλησίας πού ασχολείται μέ τόν «έσω άνθρωπο», όχι τόν «καθημερινό», αλλά τόν «οντολογικό τρόπο ύπαρξης», όπως θά έλεγε καί ο Χάϊντεγκερ, είναι ένας ανεκτίμητος θησαυρός πού έρχεται από τό παρελθόν καί κινεί τό ενδιαφέρον ξένων ψυχαναλυτών, υπαρξιστών καί γενικά ανθρώπων πού δέν μπορούν νά συμβιβαστούν μέ τήν επιφάνεια τών πραγμάτων καί τόν συμβατικό τρόπο ζωής.

Οι εκκλησιαστικές τέχνες, όπως η αγιογραφία, η μουσική, η ποίηση, η ναοδομία κλπ. πού συνδυάζουν ό,τι εκλεκτό στοιχείο εμφανίσθηκε στήν ανθρωπότητα μέ τόν «μυστικό» κόσμο τής εκκλησιαστικής ζωής, είναι αμύθητος πλούτος τής Εκκλησίας. Δέν πρόκειται γιά μερικά μνημεία τέχνης πού διαφυλάσσονται στά Μουσεία, αλλά γιά τρόπους έκφρασης ζωής, πού μιλάνε καί μοσχοβολούνε.

Θεία Οικονομία καί οικονομική κρίση Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Η εορτή τής Γεννήσεως τού Χριστού ακτινοβολεί μιά πνευματική θερμότητα καί θαλπωρή, από τήν άποψη ότι μέσα στήν καρδιά τού χειμώνος εορτάζουμε τό γεγονός αυτό μέ χαρά, αγάπη, ειρήνη καί ελπίδα. Συγχρόνως εορτάζουμε τήν μεγάλη αυτή εορτή μέσα σέ μιά οικογενειακή ατμόσφαιρα, καί όπως είναι γνωστόν η οικογένεια είναι ό,τι καλύτερο έχει ο καθένας μας. Γιατί οι οικείοι τού κάθε ενός καί η οικογενειακή στοργή μάς προσφέρουν θαλπωρή, αφού συνήθως οι οικογενειακές σχέσεις έχουν πολλά στοιχεία ανιδιοτέλειας καί ελευθερίας.

Εμείς δέ οι Ορθόδοξοι Χριστιανοί έχουμε αυτήν τήν ημέρα τήν δυνατότητα νά εορτάζουμε μέσα στήν πνευματική μας οικογένεια, τήν εν Χριστώ αδελφότητα –πού συγκεντρώνεται στούς Ιερούς Ναούς– κατά τήν διάρκεια τής Χριστουγεννιάτικης ορθρινής θείας Λειτουργίας καί νά κοινωνήσουμε τό Σώμα καί τό Αίμα τού Χριστού, πού προσφέρει ειρήνη στίς καρδιές μας καί αγάπη πρός όλους. Η πνευματική μας οικογένεια είναι ευρύτερη από τήν βιολογική καί μάς προσφέρει μεγαλύτερες χαρές, γιατί οι σχέσεις μας είναι πνευματικές.

Στό «Κοινωνικό» τής σημερινής εορτής, πού είναι ένας ψαλμός τού Δαβίδ, πού ψάλαμε πρό ολίγου, γίνεται αναφορά στόν Λυτρωτή Χριστό: «Λύτρωσιν απέστειλεν Κύριος τώ λαώ Αυτού».

Τήν εποχή πού γεννήθηκε ο Χριστός, ο Ιουδαϊκός λαός βρισκόταν σέ μεγάλη δυσκολία, αφού υπέφερε σέ όλα τά επίπεδα. Η Παλαιστίνη ήταν κάτω από τήν κυριαρχία τής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καί επομένως ο λαός ήταν υποδουλωμένος. Οι περισσότεροι άνθρωποι στερούνταν τά υλικά αγαθά, ήταν πτωχοί καί οι συνθήκες διαβιώσεως τρομερές. Η φορολογία ήταν υψηλή καί στήν κοινωνία ασκούνταν πιέσεις από τούς τελώνες πού απομυζούσαν τόν ιδρώτα τού λαού. Διασώζονται πολλά περιστατικά πού δείχνουν τήν ταλαιπωρία τού λαού από τήν υψηλή φορολόγηση πού τού επέβαλαν. Κυρίως όμως οι άνθρωποι ήταν δούλοι τής αμαρτίας, τού διαβόλου καί τού θανάτου καί δέν μπορούσαν νά απαλλαγούν από αυτά. Από πουθενά δέν ερχόταν ελπίδα καί φώς. Κατά καιρούς εμφανίζονταν διάφοροι σωτήρες, αλλά οι άνθρωποι εξακολουθούσαν νά είναι υποδουλωμένοι, βασανισμένοι, πονεμένοι.

Εκείνη τήν δύσκολη εποχή ο Θεός έστειλε τόν Υιό Του στόν κόσμο, ο Οποίος έγινε άνθρωπος, έζησε σέ όλες τίς τραγικές καταστάσεις τών ανθρώπων τής εποχής του, δοκίμασε τήν απειλή τής ζωής Του, τόν διωγμό, τήν προσφυγιά καί πολλά άλλα. Γεννήθηκε σέ ένα σπήλαιο, μέσα σέ μιά φάτνη αλόγων ζώων, αντιμετώπισε τόν θυμό τού Ηρώδη, μετανάστευσε στήν Αίγυπτο καί έζησε ως πρόσφυγας, μετανάστης, μεγάλωσε σέ πτωχική οικογένεια καί ασχολήθηκε μέ χειρωνακτικές εργασίες. Γνώρισε τίς τραγικές καταστάσεις τού λαού καί στήν συνέχεια ελύτρωσε τόν λαό Του από όλα τά βάσανα καί τίς ταλαιπωρίες, γιατί απάλλαξε τούς ανθρώπους από τά πάθη καί αυτό είχε κοινωνικές συνέπειες στήν ανθρωπότητα.

Περί τής ιθαγένειας τών μεταναστών Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Απογευματινή», Σάββατο 23-1-2010)



Τό θέμα τής ιθαγένειας τών μεταναστών είναι πολύπλοκο καί πολυδιάστατο. Δέν αντιμετωπίζεται μέ μερικές αποσπασματικές καί συνθηματολογικές δηλώσεις, όπως δυστυχώς συχνά γίνεται στήν πατρίδα μας.

Θά ήθελα νά καταθέσω ευσύνοπτα τίς προσωπικές μου απόψεις, γιατί δέν υπάρχει συγκεκριμένη Συνοδική απόφαση γιά τό θέμα αυτό. Τονίζω δύο σημεία.

Τό πρώτο ότι άλλος είναι ο ρόλος τής Εκκλησίας καί άλλος ο ρόλος τής Πολιτείας. Κατ' επέκταση άλλη γλώσσα χρησιμοποιεί η Εκκλησία καί άλλη γλώσσα η Πολιτεία.

Η Πολιτεία μέ τούς μηχανισμούς πού έχει διερευνά ποιός έχει τίς προϋποθέσεις νά αποκτήση τήν ελληνική ιθαγένεια χωρίς νά αλλοιωθή εθνολογικά. Τό δίλημμα στό οποίο πρέπει νά απαντήση είναι τό εξής: Θά αδιαφορήση γιά τό θέμα καί θά δημιουργηθούν πολιτιστικά γκέτο ή θά εντάξη δημιουργικά στόν δικό της πολιτιστικό καί κοινωνικό χώρο τούς μετανάστες;

Η Εκκλησία όμως έχει άλλο ρόλο καί άλλη γλώσσα, δηλαδή αποδέχεται τόν κάθε άνθρωπο ως εικόνα Θεού, τού δείχνει αγάπη καί όταν θέλη νά γίνη μέλος της τόν αποδέχεται μέ πνευματικές προϋποθέσεις καί όχι μέ κοινωνικά, πολιτικά καί εθνικιστικά κριτήρια. Η Εκκλησία είναι εναντίον τού ρατσισμού καί τού εθνοφυλετισμού, τόν οποίον θεωρεί αίρεση. Άλλωστε η Εκκλησία είναι πνευματικό Νοσοκομείο πού θεραπεύει τόν κάθε άνθρωπο πού θέλει νά θεραπευθή. Συμβαίνει ό,τι καί μέ τά Νοσοκομεία τού σώματος. Είναι υποχρεωμένα νά προσφέρουν βοήθεια σέ όποιον πονάει, υποφέρει καί θέλει νά θεραπευθή.

Τό δεύτερο σημείο είναι ότι η πρόθεση τής Πολιτείας νά δώση ελληνική ιθαγένεια σέ μερικούς πού έχουν τίς απαραίτητες προϋποθέσεις έχει θετικά καί αρνητικά σημεία. Κανένα γεγονός δέν είναι από μόνο του άσπρο ή μαύρο. Οι απόλυτες διαχωριστικές γραμμές δείχνουν μιά πουριτανική νοοτροπία. Γιά παράδειγμα, δέν μπορώ νά αποδεχθώ τήν άποψη ότι όλοι οι μετανάστες είναι επικίνδυνοι γιά τήν Πολιτεία μας καί όλοι οι πολιτογραφημένοι Έλληνες είναι τίμιοι καί νομοταγείς πολίτες.

Θά πρέπει νά μελετηθή σοβαρά τό θέμα αυτό από νομικούς, κοινωνιολόγους, εθνολόγους, ψυχολόγους, πολιτικούς κλπ., δηλαδή επιστήμονες πού γνωρίζουν τά θέματα, έχουν αντικειμενική γνώση καί δέν άγονται καί φέρονται από προσωπικές τραυματικές εμπειρίες. Στήν περίπτωση αυτή πρέπει νά εξετασθή τί ακριβώς είναι η «πολιτισμική πρόσκτηση» ή αφομοίωση καί τί ακριβώς είναι η δημιουργία «πολιτισμικών υβριδίων» ή συγκρητισμός

Ιθαγένεια καί Παράδοση Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Τό Βήμα» τής Κυριακής, 28-2-2010)



Τό θέμα τής χορήγησης ελληνικής ιθαγένειας σέ μετανάστες δημιουργεί πολλές συζητήσεις μεταξύ Κληρικών καί λαϊκών καί διατυπώνονται διάφορες απόψεις, οι οποίες, τίς περισσότερες φορές, είναι αποσπασματικές, συνθηματολογικές καί γι’ αυτό προβληματικές. Μέ όσα θά καταγράψω στήν συνέχεια θά εντοπίσω μιά πλευρά τού θέματος, πού είναι όμως γενική, παρά τό ευσύνοπτο, καί όχι αποσπασματική.

Η ιθαγένεια ως λέξη συνδέεται μέ τήν νομική επιστήμη καί δηλώνει τόν «νομικό δεσμό πού συνδέει ένα πρόσωπο μέ ορισμένο κράτος καί τό καθιστά πολίτη τού κράτους», καί νομικά είναι συνώνυμη μέ τήν υπηκοότητα.

Είναι αυτονόητο ότι η ιθαγένεια αποτελεί τήν βάση ενότητος ενός Κράτους, καί δημιουργεί υποχρεώσεις καί δικαιώματα, σύμφωνα μέ τίς συνταγματικές επιταγές τού Κράτους. Αυτό σημαίνει ότι η Πολιτεία, κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας καί μελέτης, χορηγεί σέ κάποιον μετανάστη τήν ιθαγένεια, ή αίρει τήν ιθαγένεια κάποιου άλλου γιά διαφόρους λόγους πού προβλέπονται από τήν νομοθεσία. Έτσι, υπάρχει η κτήση, η διατήρηση καί η αποβολή τής ελληνικής ιθαγένειας. Οπότε, είναι οι ιθαγενείς καί οι ανιθαγενείς.

Όταν μελετήση κανείς τόν τρόπο μέ τόν οποίον συνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους, μπορεί νά εντοπίση τρείς πραγματικότητες, πού προσδιορίζονται μέ ανάλογες λέξεις-κλειδιά, ήτοι τό αίμα, τήν παιδεία καί τό πνεύμα.

Τό αίμα είναι η βάση συνδέσεων τών οικογενειών καί γενικότερα τών ιδιαιτέρων λαών. Πρόκειται γιά τήν συγγένεια τού αίματος, πού συνδέει στενά τίς οικογένειες καί τίς φυλές. Στούς δεσμούς αίματος μπορούμε νά εντοπίσουμε τά προβλήματα πού δημιουργεί ο ρατσισμός.

Πράγματι, ο ρατσισμός-εθνοφυλετισμός διακηρύσσει τήν βιολογική ενότητα, αλλά καί τήν βιολογική ανισότητα τών ανθρώπων καί συγχρόνως κάνει λόγο γιά ανώτερες καί κατώτερες φυλές καί μέ αυτόν τόν τρόπο δικαιολογούνται φυλετικές διαφορές, καταπιέσεις καί δουλείες, εθνικές, κοινωνικές καί φυλετικές.

Η παιδεία εξετάζει τήν ενότητα τής κοινωνίας μέσα από άλλη ευρύτερη βάση, αφού τήν προσδιορίζει μέ τήν γλώσσα καί τίς ιδιαίτερες αρχές πού καθορίζει ο πολιτισμός πού επικρατεί σέ έναν χώρο. Στό σημείο αυτό δίνεται μεγάλη σημασία καί προτεραιότητα στά ιδιαίτερα πολιτισμικά στοιχεία ενός τόπου.

Πολιτισμός είναι όλος ο τρόπος ζωής, η κληρονομιά καί οι σχέσεις μιάς ομάδας ανθρώπων πρός τό περιβάλλον, τίς αξίες τής ζωής, τόν Θεό καί τόν άνθρωπο. Εάν τό αίμα προσδιορίζει τόν βιολογικό οργανισμό τού ανθρώπου, πράγμα πού παρατηρείται καί στά άλογα ζώα, ο πολιτισμός είναι εκείνος πού χαρακτηρίζει κυρίως τόν άνθρωπο καί προσδιορίζει τήν ποιότητα τής ζωής του. Είναι η «συλλογική μνήμη τών ομάδων» πού μετάφερεται από γενιά σέ γενια καί ενώνει τίς ιδιαίτερες πολιτισμικές ομάδες τών ανθρώπων.

«Κοραής καί Γρηγόριος Ε'» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου




Τό προηγούμενο έτος κυκλοφόρησε ένα ενδιαφέρον βιβλίο μέ τίτλο «Κοραής καί Γρηγόριος Ε’» καί υπότιτλο «κοινωνικές συγκρούσεις καί διαφωτισμός στήν προεπαναστατική Σμύρνη (1788-1820)» από τόν Γιώργο Καραμπελιά. Τό βιβλίο πού είναι πολύ αποκαλυπτικό καί ενημερωτικό, διότι ξεκαθαρίζει πολλές συγκεχυμένες απόψεις πού έχουν καλλιεργηθή γύρω από τό δίπολο Διαφωτισμός καί Εκκλησία, πρίν τήν Επανάσταση του 1821.

Τό βιβλίο αυτό είναι σημαντικό καί πρέπει κανείς νά τό μελετήση μέ προσοχή, γιατί παρατίθενται πολλά επιχειρήματα πού ανατρέπουν κυριαρχούσες «μαρξίζοντος επιχρίσματος» απόψεις γιά τήν αντίθεση μεταξύ Διαφωτισμού καί Εκκλησίας. Τά επιχειρήματα αυτά παρουσιάζουν τίς δημιουργικές καί σημαντικές απόψεις τού συγγραφέα γιά τό θέμα αυτό καί αποκαθιστούν τά πράγματα στήν αληθινή τους διάσταση.

Τό ενδιαφέρον τόσο τού συγγραφέως όσο καί τών αναγνωστών επικεντρώνεται στά πρόσωπα τού Κοραή καί τού Οικουμενικού Πατριάρχου Γρηγορίου τού Ε’, ο οποίος δέχθηκε πολλές επιθέσεις από διαφόρους διαφωτιστικούς κύκλους, καί αυτό είναι σημαντικό γιατί τά δύο αυτά πρόσωπα είναι «οι εμβληματικότερες μορφές τού διπόλου Εκκλησία καί Διαφωτισμός τής προεπαναστατικής Ελλάδας».

Κοραής Ο Κοραής ήταν διαφωτιστής, έμενε τήν περίοδο εκείνη στό Παρίσι, αγωνίσθηκε γιά τήν έκδοση τών έργων τών αρχαίων Ελλήνων, είχε ενστερνισθή τίς επαναστατικές καί διαφωτιστικές ιδέες, καί ο κύκλος του στρεφόταν εναντίον τών Κληρικών, ιδίως τών Επισκόπων καί τού Πατριαρχείου, όπως φαίνεται σέ διάφορα βιβλία πού εξεδόθησαν ανώνυμα, μεταξύ τών οποίων ο «Λίβελλος» καί τό βιβλίο «Ελληνική Νομαρχία». Ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’, ως υπεύθυνος καί διακριτικός ηγέτης, αγωνίσθηκε γιά νά κρατήση τίς απαραίτητες κατά τήν εποχή εκείνη ισορροπίες, αντιμετώπισε τήν επίθεση πολλών διαφωτιστών καί τού ιδίου τού Κοραή, αλλά τελικά απαγχονίσθηκε από τούς Οθωμανούς, οι οποίοι αντελήφθησαν τήν ουσιαστική βοήθεια πού προσέφερε στήν εξέγερση τών Ρωμηών.

Τά δύο αυτά σημαντικά πρόσωπα γνωρίζονταν μεταξύ τους προσωπικά, διότι ο Κοραής μεγάλωσε στήν Σμύρνη καί ο Γρηγόριος ο Ε’ πρίν γίνη Πατριάρχης ήταν Μητροπολίτης Σμύρνης, οπότε είχαν μεταξύ τους επικοινωνία. Ο Κοραής σέ φίλους του έγραψε γιά τόν Γρηγόριο, πρίν γίνη Μητροπολίτης Σμύρνης: «Προσκύνησον εκ μέρους μου τόν πανοσιολογιώτατον Πρωτοσύγκελλον τού Αγίου Σμύρνης». Καί σέ άλλη συγχαρητήρια επιστολή του, τό ίδιο έτος, μέ τήν ανάρρηση τού Γρηγορίου στόν Μητροπολιτικό θρόνο τής Σμύρνης, τόν χαρακτηρίζει «προεστώτα φιλόσοφον καί τήν μέσην οδόν ευθυνόμενον, μακράν καί από τήν σκύλλαν τής απιστίας καί από τήν χάρυβδιν τής δεισιδαιμονίας».

Ο Γιώργος Καραμπελιάς ξεκινά τό βιβλίο του μέ τήν άποψη πού επικρατούσε στό παρελθόν ότι, δηλαδή, πρίν τήν επανάσταση τού 1821 στό εσωτερικό τού ελληνισμού καταγράφεται δήθεν τό εξής σχήμα: Από τήν μιά πλευρά ήταν ενωμένες οι λαϊκές δυνάμεις, η εθνική αστική τάξη, οι κλεφταρματωλοί καί οι διαφωτιστές λόγιοι, καί από τήν άλλη πλευρά ήταν η Εκκλησία, οι κοτσαμπάσηδες, οι μεγαλέμποροι καί οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί διανοούμενοι. Μεταξύ αυτών τών δύο ομάδων υπήρχεν αντιπαλότητα.

Μετάφραση τών λειτουργικών ευχών Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Τό Βήμα», Κυριακή 25-4-2010)


Η μετάφραση τών λειτουργικών ευχών, δηλαδή τών ευχών τής θείας Λειτουργίας καί τών άλλων Μυστηρίων απασχόλησε τελευταία τόν εκκλησιαστικό καί θεολογικό χώρο καί όπως ήταν επόμενο ασχολήθηκε η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, η οποία, ύστερα από μελέτη διαφόρων κειμένων, έλαβε ομοφώνως μιά συγκεκριμένη απόφαση, πού διακρίνεται γιά τήν σοβαρότητα, τήν υπευθυνότητα καί τήν σύνεση.

Σύμφωνα μέ αυτήν, η Σύνοδος «εμμένει στήν παράδοση τού γλωσσικού ιδιώματος καί τού παραδεδομένου τρόπου τελέσεως τής θείας Λειτουργίας καί τών ιερών Μυστηρίων». Συγχρόνως όμως δίνει δυνατότητα σέ όσους από τούς Αρχιερείς θεωρούν ότι πρέπει νά χρησιμοποιηθή στήν λειτουργική ζωή τής Εκκλησίας κάποια μετάφραση, νά λάβουν άδεια από τήν Ιερά Σύνοδο. Επίσης, αφήνει τό θέμα ανοικτό γιά συζήτηση καί επεξεργασία στά Συνέδρια καί τίς Θεολογικές Σχολές, οπότε άν χρειασθή θά εισαχθή στήν Ιεραρχία τής Εκκλησίας τής Ελλάδος πρός συζήτηση καί «συνοδική διαγνώμη».

Τό θέμα αυτό είναι σοβαρό καί χρειάζεται μελέτη από πολλές πλευρές. Έχουν διατυπωθή πολλά επιχειρήματα ένθεν κακείθεν, αλλά στό παρόν άρθρο θά ήθελα νά εκθέσω πολύ σύντομα μερικές από τίς απόψεις μου.

1. Γίνεται σύγχυση μεταξύ τής μετάφρασης τού πρωτοτύπου κειμένου τής θείας Λειτουργίας σέ άλλες γλώσσες (αγγλική, γαλλική, αραβική, σλαβονική κλπ.) καί τής μεταγλώττισης στήν ελληνική δημοτική γλώσσα. Αλλά, πρέπει νά ληφθή σοβαρώς υπ' όψη ότι δέν υπάρχει αντιστοιχία, γιατί η δημοτική γλώσσα δέν μπορεί νά νοηθή ως ξένη γλώσσα.

Η αρχαία ελληνική γλώσσα καί η κοινή ελληνιστική δέν είναι νεκρές γλώσσες, αλλά ακούγονται συνεχώς μέ διαφόρους τρόπους καί είναι αυτές πού ανατροφοδοτούν καί τήν ομιλούμενη γλώσσα από τόν λαό. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσοι χειρίζονται πολύ καλά τήν δημοτική γλώσσα, γνωρίζουν εξίσου καλά καί τήν αρχαία, από τήν οποία προσλαμβάνουν γλωσσικές μορφές καί εμπλουτίζουν τήν ομιλουμένη γλώσσα. Ως παραδείγματα δέ αναφέρω τούς μεγάλους ποιητές μας Κωστή Παλαμά, Οδυσσέα Ελύτη κ.ά.

Πρόσωπα καί σύμβολα Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Οι οργανωμένες κοινωνίες στίς οποίες ζή ο άνθρωπος πρέπει νά συνδυάζουν τήν ελευθερία τού προσώπου μέ τήν ενότητα τού συνόλου. Κατ' επέκταση κάθε άνθρωπος πρέπει νά σέβεται τό πρόσωπο τού άλλου, ταυτόχρονα όμως νά χρησιμοποιή καί σύμβολα μέ τά οποία εκφράζει τήν εσωτερική του κατάσταση καί δηλώνει τήν πολιτιστική του ιδιαιτερότητα.

Η ύπαρξη όμως τών προσώπων καί τών συμβόλων έρχεται σέ αντίθεση μέ τά είδωλα καί τήν αναρχία, αφού η άρνηση τού προσώπου οδηγεί στήν ειδωλοποίηση τού ανθρώπου καί η άρνηση τών συμβόλων ωθεί τόν άνθρωπο σέ μιά μορφή αναρχίας, πού συνιστά αντικοινωνικότητα καί περιθωριοποίηση. Αυτό τό θέμα είναι σημαντικό καί χρήζει σοβαρής μελέτης, ωστόσο θά θιγούν τηλεγραφικώς μερικές σκέψεις.
1. Σεβασμός στό κάθε τί «ιερό»

Θυμάμαι πόση εντύπωση μού έκανε όταν διάβαζα ότι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης μεταξύ τών άλλων έλεγε ότι θά πρέπει νά σεβόμαστε ό,τι γιά τόν άλλον είναι «ιερό». Αυτό συνιστά μιά ώριμη προσωπικότητα, έναν άνθρωπο πού δέν ανέχεται απλώς τήν ιδιαιτερότητα τού άλλου, αλλά τήν σέβεται, χωρίς νά ενοχλήται.

Όποιος πάσχει από τήν κοινωνική αδικία καί αγωνίζεται γιά τήν διόρθωσή της, όποιος ενδιαφέρεται γιά τήν καταστροφή τού περιβάλλοντος καί παλεύει γιά τήν θεραπεία του, όποιος αγωνιά γιά τό υπαρξιακό κενό καί μέσα στήν αγωνία του αναζητά λύσεις, αυτός πρέπει νά είναι σεβαστός απ' όλους μας. Τουλάχιστον δείχνουν ότι δέν διακρίνονται γιά τήν αδιαφορία. Ακόμη πρέπει νά σεβόμαστε καί τά θρησκευτικά «πιστεύω» τών συνανθρώπων μας.
2. «Ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα»

Τά προηγούμενα μού δίνουν τήν αφορμή νά υπογραμμίσω μερικές σκέψεις γύρω από τά λεγόμενα «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα». Είναι καί αυτά σεβαστά καί μιά οργανωμένη κοινωνία πρέπει νά τά σέβεται, ουσιαστικά νά σέβεται τόν άνθρωπο πού έχει τέτοια προσωπικά δεδομένα, αλλά πρέπει νά κάνη καί κάτι περισσότερο, νά τά υπερβαίνη.

Η φράση «ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα» καίτοι είναι κατοχυρωμένη νομικά, ωστόσο κρύβει έναν έντονο προβληματισμό.

Η λέξη «ευαίσθητα» δέν συνιστά έναν ώριμο καί ολοκληρωμένο άνθρωπο, διότι μιά κοινωνία δέν μπορεί νά συγκροτηθή απλώς από πάσης φύσεως ευαισθησίες. Οι ευαισθησίες δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα καί αντικοινωνικές συμπεριφορές, γι' αυτό οι ευαισθησίες αυτές πρέπει νά υπερβαίνωνται, νά δέχεται κανείς καί νά αγαπά τόν άλλον όπως είναι καί όχι όπως θά ήθελε νά είναι.

Η λέξη «προσωπικά» διαφοροποιείται σαφέστατα από τό πρόσωπο. Ο άνθρωπος είναι πρόσωπο, έχοντας αγάπη καί ελευθερία, σέ μιά συνδυαστική ενότητα, καί δέν είναι άνθρωπος πού έχει απλώς προσωπικά αισθήματα. Τά προσωπικά δέν εκφράζουν απόλυτα τό πρόσωπο. Ο άνθρωπος ως πρόσωπο πρέπει νά διακρίνεται γιά τήν ωριμότητα καί τήν ελευθερία, συνδυασμένη μέ τήν αγάπη.

Νεοπατερική, μεταπατερική καί συναφειακή «θεολογία» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Μελετώντας κανείς τά κείμενα τής Αγίας Γραφής καί τών Πατέρων, διαπιστώνει ότι η βάση τής ορθόδοξης θεολογίας είναι η αποκάλυψη τού Θεού πού δόθηκε στούς Προφήτες, τούς Αποστόλους καί τούς Πατέρες διά μέσου τών αιώνων. Είναι χαρακτηριστική η αρχή τής πρός Εβραίους Επιστολής: «Πολυμερώς καί πολυτρόπως πάλαι ο Θεός λαλήσας τοίς πατράσιν εν τοίς προφήταις, επ εσχάτου τών ημερών τούτων ελάλησεν ημίν εν υιώ» (Εβρ. α', 1).

Έτσι, οι Άγιοι είναι οι θεόπνευστοι θεολόγοι, οι οποίοι διατυπώνουν τήν εμπειρία τους σέ όρους γιά νά τήν διαφυλάξουν από τήν αίρεση καί τήν διαστρέβλωση. Οπότε, οι όροι-δόγματα είναι σημαντικό στοιχείο τής παραδόσεώς μας καί δέν μπορεί κανείς νά τά κλονίση χωρίς νά χάση τόν δρόμο πρός τήν σωτηρία του.

Είναι σημαντική η φράση τής ησυχαστικής Συνόδου τού 14ου αιώνος, όπως εκφράζεται στό Συνοδικό τής Ορθοδοξίας, ότι πορευόμαστε «κατά τάς τών αγίων θεοπνεύστους θεολογίας καί τό τής Εκκλησίας ευσεβές φρόνημα». Οι Άγιοι δέν εκφράζουν δική τους θεολογία, αλλά διατυπώνουν, μέ τά ιδιαίτερα χαρίσματά τους, τήν αποκάλυψη τήν οποία βίωσαν εν Αγίω Πνεύματι. Έξω από αυτήν τήν προοπτική όχι μόνον δέν υπάρχει ορθόδοξη θεολογία, αλλά κλονίζεται σοβαρώς τό θεμέλιο τής σωτηρίας.

Ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, ερμηνεύοντας τά όσα λέγει ο Απόστολος Παύλος γιά τήν αρπαγή του στόν Παράδεισο, όπου «ήκουσεν άρρητα ρήματα, ά ουκ εξόν ανθρώποις λαλήσαι» (Β' Κορ. ιβ', 1-4), λέγει ότι αυτά τά ρήματα είναι οι ελλάμψεις τής ακτίστου δόξης τού Θεού, οι οποίες λέγονται άρρητες, γιατί δέν μπορούν νά εκφρασθούν τελείως από αυτούς πού δέχονται τήν εμπειρία τής αποκαλύψεως, επειδή είναι υπέρ τό μέτρον τής ανθρωπίνης φύσεως καί δυνάμεως.

Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης μιλώντας γιά τό θέμα αυτό λέγει ότι η αποκάλυψη δίνεται στούς Αγίους μέ άρρητα ρήματα καί οι Άγιοι τήν εκφράζουν, όσο είναι δυνατόν, μέ κτιστά ρήματα, νοήματα καί εικονίσματα γιά νά διδάξουν τούς ανθρώπους, προκειμένου νά βαδίσουν τόν δρόμο τής σωτηρίας τους.

Γίνεται φανερόν ότι η αποκάλυψη τού Θεού μεταφέρεται μέ όρους κάθε εποχής, από τούς φορείς τής Αποκαλύψεως, τούς πραγματικούς θεολόγους, σύμφωνα μέ τόν ορισμό πού δίνει ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ότι «ου παντός, ώ ούτοι, τό περί Θεού φιλοσοφείν... ου πάντων μέν, ότι τών εξητασμένων καί διαβεβηκότων εν θεωρία καί πρό τούτων καί ψυχήν καί σώμα κεκαθαρμένων ή καθαιρομένων, τό μετριώτατον».

Οι θεολόγοι αυτοί –οι θεούμενοι– γνωρίζουν εκ πείρας τόν Θεό, αναγνωρίζουν καί σέβονται τούς προγενεστέρους θεόπτες καί αποδέχονται τούς όρους πού εκείνοι χρησιμοποίησαν.

Επομένως, εκείνοι πού μπορούν νά κάνουν, άν χρειασθή, μερικές εξωτερικές αλλαγές είναι οι ακραιφνείς εμπειρικοί θεολόγοι, οι οποίοι έχουν τήν ίδια παράδοση μέ τούς προγενεστέρους Πατέρες. Εμείς οι άλλοι οφείλουμε υπακοή σέ αυτούς τούς «πείρα μεμυημένους» καί καθοδήγηση από αυτούς.

Εκκλησία καί οικονομική κρίση Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Ο λόγος γιά τήν οικονομική κρίση πού περνά η χώρα μας είναι επίκαιρος, αλλά συγχρόνως καταλήγει σέ μιά κοινοτυπία, επειδή ασχολούνται πολλοί μέ τό θέμα αυτό καί λέγονται πολλά, εύστοχα ή άστοχα. Τό γεγονός είναι ότι ο λαός δέχεται τά συμπτώματα τής κρίσης καί πολλοί οικογενειάρχες πού έχουν ευθύνες γιά τήν συντήρηση τής οικογένειάς τους διακατέχονται από θλίψη καί αγωνία γιά τό μέλλον.
Βεβαίως η Πολιτεία είναι αρμόδια νά αντιμετωπίση τό θέμα, ώστε η χώρα μας νά μή καταλήξη σέ χρεωκοπία, αλλά συγχρόνως πρέπει νά προσέξη νά μή διασαλευθή η ενότητα τής κοινωνίας καί η αρχή τής δικαιοσύνης μεταξύ τών ανθρώπων καί νά μή συμβούν κοινωνικές εκρήξεις.

1. Οι αποφάσεις τής Ιεράς Συνόδου

Η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας τής Ελλάδος από τήν έναρξη τής οικονομικής κρίσης ασχολείται μέ τό θέμα, διακατέχεται από αίσθημα ευθύνης καί καθήκοντος πρός τόν λαό, οπότε γίνονται συζητήσεις καί λαμβάνονται αποφάσεις στίς κατά τόπους Μητροπόλεις. Άλλωστε τό μεγάλο φιλανθρωπικό έργο τό οποίο επιτελεί, αφού είναι ο μεγαλύτερος φιλανθρωπικός φορέας τής πατρίδας μας, ανακουφίζει μεγάλη μερίδα λαού. Περίπου εκατό εκατομμύρια ευρώ καταναλώνονται κάθε χρόνο γιά τό προνοιακό της έργο. Αυτό όμως πρέπει νά επεκταθή. Γι' αυτό η Διαρκής Ιερά Σύνοδος προέβη σέ δύο αποφάσεις, οι οποίες θά συζητηθούν καί θά δημιουργήσουν θετικά αποτελέσματα.
Η πρώτη απόφασή της είναι νά αφιερώση μεγάλο μέρος τής Τακτικής Ιεραρχίας τού Οκτωβρίου τού 2010 στό θέμα τής κρίσης πού μαστίζει τήν κοινωνία μας. Όρισε Επιτροπή, η οποία αποτελείται από τόν γράφοντα καί τούς Μητροπολίτας Ελασσώνος κ. Βασίλειο καί Δημητριάδος κ. Ιγνάτιο, γιά νά επιμεληθή τήν θεματολογία καί τήν επεξεργασία τών εισηγήσεων. Η τριμελής αυτή Επιτροπή υπέβαλε τίς προτάσεις της πού έγιναν αποδεκτές. Σύμφωνα μέ αυτές, θά αναπτυχθούν στήν Ιεραρχία δύο βασικά θέματα, τό ένα, τό θεωρητικό, μέ τίτλο: «Τά αίτια τής ποικιλόμορφης κρίσης», αφού η κρίση δέν είναι μόνον οικονομική, καί τό άλλο, τό πρακτικό, μέ τίτλο «Η Εκκλησία ως ελπίδα καί ενότητα τής κοινωνίας καί ως νοηματοδότηση τής ζωής τού ανθρώπου» καί θά ληφθούν συγκεκριμένες αποφάσεις σέ κεντρικό καί τοπικό επίπεδο.
Η δεύτερη απόφασή της, ύστερα από συγκεκριμένη εισήγηση τής Τριμελούς Επιτροπής, είναι νά γίνη, κατά τό δυνατόν, άρτια επεξεργασία τών θεμάτων, μέ τήν συμμετοχή πολλών μελών –κληρικών καί λαϊκών– τής Εκκλησίας καί καλή προετοιμασία γιά νά ληφθούν αποτελεσματικές αποφάσεις. Μέ τόν τρόπο αυτόν αφ' ενός μέν θά λειτουργήση καλύτερα τό συνοδικό πολίτευμα τής Εκκλησίας, αφ' ετέρου δέ η όλη συζήτηση θά είναι αποδοτική.
Μέσα στά πλαίσια αυτά θά γίνουν οι εξής ενέργειες:
Κατ' αρχάς τίς δύο εισηγήσεις θά τίς επεξεργασθούν Επιτροπές εξ Αρχιερέων, ο δέ Εισηγητής θά αναγνώση τό επεξεργασμένο κείμενο τής Επιτροπής, οπότε όσα διατυπωθούν δέν θά είναι προσωπικές απόψεις ενός Αρχιερέως. Έπειτα, οι εισηγήσεις θά καταλήγουν σέ συγκεκριμένες προτάσεις, πού θά τεθούν υπ' όψη τής Ιεραρχίας πρός ψηφοφορία.
Προηγουμένως, όμως, θά κληθούν οι Κληρικοί παντός βαθμού νά διατυπώσουν απόψεις, προτάσεις, θέσεις κλπ. πού θά ληφθούν υπ' όψη γιά τήν επεξεργασία τών θεμάτων, είτε μεμονωμένως είτε κατόπιν συζητήσεως στά Ιερατικά Συνέδρια, θεολόγοι κ.ά. ώστε όλο τό πλήρωμα τής Εκκλησίας νά συμμετάσχη τελικά στήν επεξεργασία τους. Θά επιδιωχθή, δηλαδή, νά συζητηθή τό θέμα τής κρίσης στά Ιερατικά Συνέδρια καί νά διατυπωθούν οι απόψεις τών Ιερέων.
Μετά τήν ανάγνωση τής εισηγήσεως προβλέπεται νά γίνη ευρύτατη συζήτηση στήν Ιεραρχία, νά ακουσθούν απόψεις, νά διατυπωθούν προτάσεις οι οποίες θά τεθούν πρός ψηφοφορία καί υλοποίηση.
Εννοείται ότι ο τρόπος αυτός τής επεξεργασίας τών θεμάτων δέν θά αφορά μόνον τήν Ιεραρχία τού 2010, αλλά σύμφωνα μέ τήν απόφαση τής Ιεράς Συνόδου προβλέπεται νά συνεχισθή καί τά επόμενα χρόνια μέ σχετικά θέματα, επίκαιρα καί σημαντικά, όπως γιά παράδειγμα τήν οικογένεια κλπ.

«Κοινωνικός Σχεδιασμός: Πνευματικότητα καί Επιστήμη» Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Ζούμε σέ δύσκολες συνθήκες, από κοινωνικής πλευράς, καί όσοι ασχολούνται μέ τήν πρόληψη τών εξαρτήσεων καί τήν προαγωγή τής ψυχικής υγείας, αντιλαμβάνονται ότι πρέπει νά επαναπροσδιορίσουν τό έργο τους, γιά νά ανταποκριθή στίς σύγχρονες προκλήσεις, αφού παρατηρείται όχι μόνο κοινωνική κρίση, αλλά καί έλλειμμα «πνευματικότητας». Έτσι, η 8η Πανελλήνια Συνάντηση Φορέων Πρόληψης, μέ τό γενικό θέμα «Η πρόληψη ως αναγκαιότητα καί δικαίωμα μπροστά στίς σύγχρονες προκλήσεις», είναι σημαντική.

Στόν τομέα τού «κοινωνικού σχεδιασμού» θεωρείται καλό νά αναπτυχθή η σχέση μεταξύ «πνευματικότητας καί επιστήμης», γιατί όλοι οι φορείς στήν κοινωνία πρέπει νά συνεργασθούν γιά νά προσφέρουν βοήθεια στόν σύγχρονο πονεμένο άνθρωπο, ιδιαιτέρως στόν νέο άνθρωπο. Ουσιαστικά, αυτό τό θέμα εντάσσεται στόν τομέα τής «προληπτικής ψυχιατρικής». Θά αναπτύξω δύο βασικές σκέψεις, άν καί τό θέμα είναι μεγάλο.
1. Σχέση θεολογίας καί επιστήμης

Έχουν γραφή καί λεχθή πολλά γιά τό θέμα αυτό, γιά τήν σχέση ή τήν διαλεκτική αντίθεση μεταξύ θεολογίας καί επιστήμης. Εκείνο πού μπορώ νά πώ αυτήν τήν στιγμή είναι ότι η επιστήμη, όπως τό δηλώνει καί η λέξη, ασχολείται μέ τό επιστητό –αυτό πού βλέπουμε, αυτό πού σκεπτόμαστε– πού είναι ο περιβάλλον κόσμος καί τό σώμα μας. Μέ αυτήν τήν έννοια μερικοί θεωρούν ότι η επιστήμη δέν έχει καμμιά σχέση μέ τήν νεώτερη μεταφυσική. Πράγματι, όταν δή κανείς τήν επιστήμη μέσα από τήν προοπτική τής μεταφυσικής, δέν μπορεί νά βρή ομοιότητες, αφού από τόν 18ο αιώνα καί μετά γκρεμίσθηκε τό κοσμοείδωλο τής μεταφυσικής.

Όμως, ο κόσμος δέν είναι προϊόν τής τύχης, δέν προήλθε μόνος του από τό μηδέν καί γι' αυτό πρέπει νά ερευνάται καί η αρχή τής δημιουργίας του. Έπειτα, οι επιστήμονες είναι άνθρωποι πού έχουν μέσα τους αναζητήσεις, όχι μόνον κοσμολογικές καί κοινωνικές, αλλά καί υπαρξιακές καί πνευματικές. Ο άνθρωπος αναζητά νά βρή νόημα ζωής καί νά δή τήν αιτία τής δημιουργίας τού κόσμου, αλλά καί τήν εντελέχειά του, όπως καί τόν σκοπό τής υπάρξεώς του.

Η «σιωπή» τού Αρχιεπισκόπου Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν Εφημερίδα «Ο Κόσμος τού Επενδυτή», 9-10/10/2010)



Στήν πρόσφατη Ιεραρχία, αλλά καί σέ άλλες περιπτώσεις, ακούσθηκε η άποψη ότι ο Αρχιεπίσκοπος, καί κατ' επέκταση η Ιεραρχία, δέν ομιλεί στήν κρίσιμη αυτή περίοδο καί περισσότερο σιωπά ή εφησυχάζει, καί ότι θά πρέπει νά κάνη κοινωνικές επαναστάσεις, νά ηγηθή αγώνων, νά κρίνη πολιτικούς κλπ.

Δέν συμμερίζομαι αυτήν τήν άποψη, γιατί η Εκκλησία, μέ τήν συνδρομή πολλών Κληρικών καί λαϊκών, εξασκεί ένα μεγάλο φιλανθρωπικό έργο καί κυρίως νοηματοδοτεί τόν βίο πολλών ανθρώπων, έχει έναν σημαντικό πνευματικό ρόλο στήν κοινωνία, δέν πρέπει νά πολιτικολογή, γιατί έχει μιά άλλη πνευματική καί ενοποιητική αποστολή. Έχει όμως σημασία νά ερευνηθή από ποιούς διατυπώνονται τέτοιες αιτιάσεις καί ποιές είναι οι ιδεολογικές καί «εκκλησιολογικές» προϋποθέσεις πού συγκροτούν τήν προσωπικότητά τους καί τήν εν γένει συμπεριφορά τους. Μερικές από τίς σκέψεις μου θά εκθέσω στήν συνέχεια.

1. Είναι σοφός ο αγιογραφικός λόγος ότι υπάρχει «τοίς πάσι χρόνος καί καιρός τώ παντί πράγματι υπό τόν ουρανόν», καί «καιρός τού σιγάν καί καιρός τού λαλείν» (Εκκλ. γ', 1, 7). Η μεγαλύτερη αρετή είναι η διάκριση μέ τήν οποία επιλέγει κανείς τόν τρόπο τής δράσεώς του, ώστε νά γίνη ωφέλιμος καί αποδοτικός καί όχι «γραφικός». Η Εκκλησία στήν ιστορία της γνώρισε καί τίς δύο καταστάσεις: καί περιόδους λόγου, αλλά καί περιόδους σιωπής. Πάντως, καί όταν ομιλούσε, ο λόγος της ήταν θεολογικός, προφητικός, παρηγορητικός, καί όταν σιωπούσε, η σιωπή της ήταν ισχυρότερη τού λόγου. Η Εκκλησία εργάζεται μέσα στήν κοινωνία καί καταφατικά καί αποφατικά.

Η πολιτισμική κρίση τής εποχής μας Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Η οικονομική κρίση πού απασχολεί έντονα τήν πατρίδα μας είναι ένα μέρος τής κρίσεως, αφού η κρίση είναι πνευματική, πολιτισμική, κοινωνική, καί αυτό σχετίζεται μέ τήν σύνολη παγκόσμια κρίση. Άλλωστε, όλα τά γεγονότα δέν μπορούμε νά τά βλέπουμε μεμονωμένα καί αποσπασματικά, αλλά σέ μιά παγκόσμια προοπτική.

Τόν τελευταίο καιρό διάβασα δύο αναλύσεις γιά τήν οικονομική κρίση πού μπορεί νά προσδιορισθή ως πολιτισμική, αφού δέν αναφέρεται απλώς σέ υλικά αγαθά, αλλά στήν κρίση τού πολιτισμού. Πρόκειται γιά μιά κρίση πού προέρχεται από έναν τρόπο ζωής τού δυτικού ανθρώπου, πού γίνεται κατόπιν μιά συνειδητή επιλογή.
1. «Πολιτισμική κρίση»

Τό πρώτο κείμενο είναι μιά εισήγηση πού έγινε από τόν δρ. Σπύρο Σηφάκη στήν σύναξη τών Κληρικών τής Ιεράς Αρχιεπισκοπής Θυατείρων καί Μ. Βρεταννίας, στό Manchester τής Αγγλίας τόν προηγούμενο Απρίλιο μέ θέμα: Σύγχρονα αδιέξοδα: Πολιτισμικές απόψεις τής Κρίσης, τό οποίο δημοσιεύθηκε στό Περιοδικό «Ορθόδοξος Κήρυξ» τής Αρχιεπισκοπής. Τό κεντρικό σημείο τής εισήγησης είναι ότι «οι βασικές πολιτισμικές απόψεις τής κρίσης» είναι η ανασφάλεια καί ο καταναλωτισμός.

Στήν αρχή επισημαίνονται δύο βασικά σφάλματα τών αναλυτών πού προσεγγίζουν τήν κρίση• τό πρώτον ότι η ανάλυσή της «διατυπώνεται μόνο μέ οικονομικούς όρους» -θά προσέθετα καί πολιτικούς όρους- καί τό δεύτερο ότι υπονοείται ότι η οικονομική κρίση παρουσιάσθηκε ξαφνικά, ενώ από καιρό έχουν επισημανθή τά προβλήματα καί οι ανεπάρκειες «τού σύγχρονου μοντέλου τής ανοιχτής αγοράς καί τής ελαστικής συσσώρευσης».

Εντοπίζεται τό γεγονός ότι η οικονομική κρίση συνδέεται μέ τήν «νεοφιλελεύθερη πρόοδο» πού δημιουργεί μιά ιδιαίτερη νοοτροπία καί έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής καί «μεταφράζεται σέ ανθρώπινες καί κοινωνικές συνθήκες». Αναλύοντας περαιτέρω τό θέμα του ο ομιλητής επικεντρώνεται σέ δύο σημεία, ήτοι τήν παραγωγή καί τόν καταναλωτισμό.

Εγκύκλιος Χριστουγέννων 2011. Ο Ήλιος τής Δικαιοσύνης Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου




Η εορτή τής Γεννήσεως τού Χριστού, εορτάζεται κάθε χρόνο όχι μόνο γιά νά τήν θυμηθούμε καί νά δοξολογήσουμε τόν Θεό γιά τήν άπειρη συγκατάβασή Του, αλλά καί γιά νά μπορέσουμε κατά τό σύντομο διάστημα τής ζωής μας νά αισθανθούμε πνευματικά τό μεγάλο αυτό γεγονός, τό ότι ο Χριστός προσέλαβε τήν ανθρώπινη φύση, έγινε άνθρωπος γιά νά θεώση τόν άνθρωπο. Είναι δύσκολο, μέχρις αδύνατον, νά κατανοηθούν λογικά τά γεγονότα τής θείας ενανθρωπήσεως, γι’ αυτό είναι απαραίτητο νά βιωθούν στόν εσωτερικό μας χώρο, στήν καρδιά μας.

Στά Ευαγγέλια, τά τροπάρια τής Εκκλησίας, καί στίς ομιλίες τών αγίων Πατέρων παρουσιάζονται διάφορες πτυχές αυτού τού μεγάλου μυστηρίου καί στήν συνέχεια καλείται ο άνθρωπος νά τό επιβεβαιώση στά όρια τής προσωπικής του ζωής, μέ τήν μετάνοια, τήν προσευχή, τήν θεία Κοινωνία, γενικά μέ τήν ζωντανή σχέση του μέ τόν Χριστό εν Αγίω Πνεύματι.

Στά τροπάρια πού ψάλλουμε στήν Εκκλησία υμνείται ο Χριστός ως «ήλιος τής δικαιοσύνης». Στό απολυτίκιο τής εορτής ψάλλουμε: «σέ προσκυνείν τόν ήλιον τής δικαιοσύνης». Καί σέ ένα άλλο τροπάριο πού συνέταξε ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός καί διαλαλεί τήν ευεργεσία τού Χριστού πρός τό ανθρώπινο γένος, μεταξύ τών άλλων γράφεται: «εσκήνωσεν εν ημίν... πρός τούς εν σκότει καθημένους ο ήλιος τής δικαιοσύνης». Ο Χριστός είναι ο άκτιστος ήλιος πού λάμπει καί ακτινοβολεί στόν κόσμο, αλλά είναι καί η τέλεια δικαιοσύνη.

Είναι γνωστή σέ όλους μας η αξία τού κτιστού ηλίου. Κάθε ημέρα πού ανατέλλει ο ήλιος σκορπά τό φώς, τήν ζεστασιά στούς ανθρώπους, φωτίζει καί τά πιό σκοτεινά σημεία, είναι η ζωή τών ανθρώπων καί τού κόσμου. Χωρίς τόν ήλιο δέν θά μπορούσε νά υπάρξη ζωή. Μπορεί κανείς νά φαντασθή τό τί θά συμβή στήν γή άν σταματήση νά στέλλη ο ήλιος τίς ακτίνες του; Αυτό συμβαίνει περισσότερο μέ τόν Χριστό. Αυτός είναι ο άκτιστος ήλιος πού φωτίζει τήν κτίση, αλλά ιδιαίτερα φωτίζει τόν εσωτερικό μας κόσμο, τήν καρδιά, τήν λογική, όλη μας τήν ύπαρξη. Αυτό τό καταλαβαίνουμε κυρίως από τό ότι, πρίν τήν ενανθρώπηση τού Χριστού, ο κόσμος βρισκόταν στό πνευματικό σκοτάδι, αλλά καί σήμερα όσοι δέν συνδέονται μέ τόν πνευματικό αυτόν ήλιο ζούν μέσα στό σκοτάδι τής απελπισίας, δέν έχουν κανένα νόημα ζωής.

Ο υψηλός πυρετός καί η θεραπεία του Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Η κρίση συνυπάρχει μέ τήν ανθρώπινη ζωή. Στήν αρχαία γραμματεία μέ τόν όρο αυτόν χαρακτηριζόταν κάθε «σημείο καμπής» καί αναφερόταν σέ κάμψεις κατά τήν εξέλιξη τών γεγονότων. Στήν ψυχολογία κρίση είναι «η διατάραξη τής ισορροπίας καί παρουσιάζεται ως βίαιη, απότομη αντίδραση». Στήν Λογική κρίση λέγεται «η σύνδεση ή η αποσύνδεση δύο εννοιών ή απόδοση στό υποκείμενο ενός κατηγορουμένου ή η απομάκρυνση ενός κατηγορουμένου από τό υποκείμενο».

Αυτό σημαίνει ότι κάθε κρίση –φιλοσοφική, ηθική, κοινωνική, ψυχολογική– προκαλεί πόνο, αλλά συγχρόνως καί μπορεί νά συντελέση στήν αναγέννηση, αναδημιουργία τού ανθρώπου καί φανερώνει τήν κατάσταση τού οργανισμού. Όσο πιό δυνατός είναι ο ανθρώπινος οργανισμός, τόσο καί προκαλεί υψηλότερο πυρετό.

Τόν τελευταίο καιρό στήν χώρα μας διερχόμαστε μεγάλη οικονομική κρίση καί διάφορες κοινωνικές αναταραχές. Οι άνθρωποι αρχίζουν νά συνειδητοποιούν τήν κατάσταση πού διερχόμαστε. Η διαχρονική έλλειψη θεσμικής οργάνωσης τού Κράτους, η διαφθορά καί η τάση πρός ευδαιμονία χωρίς τίς απαραίτητες προϋποθέσεις κάποτε θά δημιουργούσαν έντονη κρίση.

Όταν ο άνθρωπος βλέπη κατάματα τήν κατάσταση καί συνειδητοποιή τήν πραγματικότητα, όταν ξυπνά από τό όνειρο καί παρατηρή τόν γύρω του κόσμο μέ διαφορετικά μάτια, τότε, μετά τό σόκ πού υφίσταται μπορεί νά πέση σέ δύο αντίθετες καταστάσεις. Ή νά τόν καταλάβη κατάθλιψη, απογοήτευση καί νά προβή σέ αυτοκαταστροφικές ενέργειες ή νά επιτεθή ως θηρίο στήν κοινωνία καί τούς θεσμούς της. Φαίνεται εδώ η αλήθεια ότι ο άρρωστος άνθρωπος αρρωσταίνει τούς θεσμούς καί στήν συνέχεια οι αρρωστημένοι θεσμοί αρρωσταίνουν πιό πολύ τόν άνθρωπο.

Οι ειδικοί οικονομικοί αναλυτές προβλέπουν αυτόν τόν χρόνο ιδιαίτερη κοινωνική καί οικονομική ύφεση. Αυτή η κατάσταση θά δημιουργήση μεγαλύτερο πόνο στόν λαό. Ο πονεμένος άνθρωπος είναι ιδιαίτερα ευαίσθητος μέ απρόβλεπτες συνέπειες. Όταν ο άνθρωπος χάση τά δικαιώματά του γιά τά οποία αγωνίσθηκε χρόνια, όταν πεινάη καί δέν μπορή νά συντηρήση τήν οικογένειά του καί νά μορφώση τά παιδιά του, όταν πιέζεται ασφυκτικά καί μάλιστα όταν βλέπη έντονα τήν κοινωνική αδικία, τότε συμπεριφέρεται σάν ένα θηρίο κλεισμένο στό κλουβί καί επιτίθεται εναντίον όλων. Μέ προβληματίζει έντονα αυτή η κοινωνική αναταραχή.

Επίσης, μέ προβληματίζει έντονα τό ότι τόσο καιρό υπονομεύονταν, μέ ποικίλους τρόπους, όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί πού παίζουν εξισορροπητικό ρόλο στήν κοινωνία. Καί διερωτώμαι: Ποιός τελικά θά μπορέση νά θεραπεύση τίς πληγές, μέ θάρρος, σοβαρότητα, γνώση καί κύρος; Ποιόν θά εμπιστευθούν οι άνθρωποι, όταν όλοι παρουσιάζονται ως διεφθαρμένοι, ανίκανοι, εκμεταλλευτές τού λαού;

Η Εκκλησία από τήν φύση της, εκτός τού ότι νοηματοδοτεί τόν ανθρώπινο βίο καί έχει μιά πνευματική αποστολή, συγχρόνως λειτουργεί εξισορροπητικά στήν κοινωνία. Δέν μπορεί νά παίξη τόν ρόλο τού ψυχοναρκωτικού, σύμφωνα μέ τήν ρήση τού Μάρξ «η θρησκεία είναι τό όπιον τού λαού», αλλά ούτε νά παίξη καί τόν ρόλο τού εισαγγελέα καί νά καταγγέλλη αυτούς πού ενδεχομένως ευθύνονται γιά τήν οικονομική καί κοινωνική κρίση. Ο Προφήτης Ησαΐας αναφερόμενος στό έργο τού Χριστού έλεγε: «Δέν θά φιλονική, ούτε θά φωνάζη... καλάμι ραγισμένο δέν θά τό σπάση καί λυχνάρι πού καπνίζει δέν θά τό σβήση» (Ματθ. ιβ', 19-20).

Αρκεί τό «πετραχήλι καί τό καριοφίλι»; Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Σέ εφημερίδες καί περιοδικά μεταφέρθηκε η αναφορά πού έγινε στήν πρόσφατη Ιεραρχία, ότι ο Αγώνας τού 1821 επιτεύχθηκε μέ τό «πετραχήλι καί τό καριοφίλι» καί ότι στήν «πολεμική εναντίον τής Εκκλησίας» πρέπει νά χρησιμοποιηθή τό καριοφίλι. Ο λόγος αυτός προέρχεται από σεβάσμιο Ιεράρχη, συνετό καί διακριτικό, τόν οποίο σέβομαι πολύ καί ο οποίος μάς παραδειγματίζει μέ τόν νηφάλιο λόγο καί τό εκκλησιαστικό του φρόνημα, καί μέσα σέ αυτήν τήν προοπτική πρέπει νά ερμηνευθή. Δηλαδή δέν πρέπει νά παρερμηνευθή από άλλους γιά αδιάκριτους αγώνες.

Σίγουρα είναι ανάγκη νά ακούγωνται όλες οι απόψεις, νά διατυπώνωνται διάφορες προτάσεις καί νά αναλύεται από κάθε πλευρά μιά δύσκολη κατάσταση. Στό τέλος, όμως, πρέπει νά επικρατή η συνισταμένη τής Ιεραρχίας, η «συνοδική διαγνώμη», όπως μάς διδάσκει τό κανονικό μας δίκαιο, ότι «η γνώμη τών πλειόνων κρατείτω» στά διοικητικά θέματα.

Πάντως, η φράση «πετραχήλι καί καριοφίλι» σχετικά μέ τόν Αγώνα τού '21 καί τήν συγκρότηση τού Ελληνικού Κράτους πρέπει νά συμπληρωθή καί μέ τήν φράση «διπλωματία», δηλαδή επιχειρήματα τών σοφών καί διακριτικών χειρισμών πού βοήθησαν στήν απελευθέρωση τής χώρας αυτής. Γνωρίζουμε δέ ότι, παρά τίς θυσίες τών αγωνιστών σέ αίματα καί περιουσίες, η Επανάσταση καταστελλόταν. Τότε βοήθησε η διπλωματία καί επιτεύχθηκε ο σκοπός.

Η Έλλη Σκοπετέα στό βιβλίο της «Τό "πρότυπο βασίλειο" καί η μεγάλη ιδέα» έχει διατυπώσει τήν άποψη ότι «τά σύνορα τής Ελλάδας τών πρωτοκόλλων τού Λονδίνου, καί τό καθεστώς ανεξαρτησίας πού τής παραχωρήθηκε δέν ανταποκρινόταν σέ άλλη λογική από εκείνην τής ευρωπαϊκής διπλωματίας. Η λογική αυτή δοκιμάσθηκε σέ μακροχρόνιες διαβουλεύσεις στίς ευρωπαϊκές πρωτεύουσες καί τήν Κωνσταντινούπολη».

Τήν διπλωματική οδό γιά τήν επίτευξη τού στόχου τήν συναντάμε καί στόν Εθνεγέρτη Παλαιών Πατρών Γερμανό, ο οποίος χρησιμοποίησε τό πετραχήλι-ωμοφόριο, ευλόγησε τό καριοφίλι, αλλά ήταν καί ένας λαμπρός διπλωμάτης καί εντός καί εκτός τής Ελλάδος. Στό βιβλίο τού Κωνσταντίνου Μανίκα μέ τίτλο «Σχέσεις Ορθοδοξίας καί Ρωμαιοκαθολικισμού στήν Ελλάδα κατά τήν διάρκεια τής Επαναστάσεως (1821-1827)» παρουσιάζονται οι διπλωματικές ικανότητες καί η ευελιξία τού Ιεράρχου, εντός καί εκτός Ελλάδος. Καί αυτό δείχνει ότι πολλά συνήργησαν στήν απελευθέρωση αυτού τού χώρου.

Οι σύγχρονες κοινωνικές καί οικονομικές συνθήκες στήν πατρίδα μας είναι πολυδιάστατες καί δυσκολοερμήνευτες. Δέν είναι δυνατόν νά χρησιμοποιούμε συνθηματολογικούς λόγους, γιατί πολλές φορές τά συνθήματα εξάπτουν μέ τήν οργή τό θυμικό τής ψυχής, αλλά νά βλέπουμε τό βάθος τών πραγμάτων. Άλλωστε, οι βιολόγοι μάς λένε ότι ο άνθρωπος έχει «δύο μυαλά», ήτοι τήν «συναισθηματική νοημοσύνη» καί τήν «λογική νοημοσύνη». Έτσι, η ωριμότητα ενός ανθρώπου σχετίζεται μέ τόν συνδυασμό τών δύο αυτών κέντρων τού εγκεφάλου. Χρειάζονται οι «επαναστάτες», αλλά άν δέν ακολουθήσουν οι «διπλωμάτες» αποτυγχάνουν όλες οι προσπάθειες.

Τό θέμα τής μισθοδοσίας τού Κλήρου πού ανέκυψε, μάλιστα στίς σύγχρονες δύσκολες συγκυρίες, απαιτεί γνώση τών πραγμάτων, αλλά καί λεπτότητα χειρισμών. Η Διαρκής Ιερά Σύνοδος, μέ τήν προεδρία τού Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών καί Πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου καί τήν παρουσία συνετών μελών, έχει τήν δυνατότητα νά χειρισθή τά θέματα καί έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Ο ηγέτης –πολιτικός ή εκκλησιαστικός– δέν άγεται από αδιάκριτες φωνές τού θυμικού ή συναισθηματικού μέρους τής ψυχής, αλλά καθοδηγεί τόν λαό μέ διάκριση καί σύνεση. Αυτό είναι ένα μαρτύριο, αλλά αυτή η μαρτυρική διάθεση καταξιώνει τόν ηγέτη.

Κράτος καί πολίτες Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Ο άνθρωπος δέν μπορεί νά ζή μόνος του, καί επειδή πολλοί μαζί ζούν σέ έναν συγκεκριμένο χώρο, σημαίνει ότι πρέπει νά υπάρχουν μερικοί κανονισμοί πού θά διευθετούν τίς σχέσεις μεταξύ τών πολιτών. Έτσι, δημιουργήθηκαν οι ευνομούμενες πολιτείες, οι νόμοι, τά συντάγματα καί γενικά όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί.

Αυτό σημαίνει ότι πρέπει νά υπάρχη αμοιβαιότητα στίς σχέσεις μεταξύ τών θεσμών τής Πολιτείας καί τών πολιτών, ώστε νά επικρατή ειρήνη, δικαιοσύνη καί φιλαλληλία. Φυσικά, όπως έλεγε ο Max Weber, πρέπει σέ μιά Πολιτεία νά συνεργάζωνται αρμονικά οι τρείς λεγόμενες εξουσίες, ήτοι η γραφειοκρατική ή νόμιμη εξουσία, η χαρισματική εξουσία καί η παραδοσιακή εξουσία. Άν τό Κράτος επιβάλλεται στό σύνολο, παραγνωρίζοντας τά άλλα είδη εξουσιών, τότε διαταράσσονται οι σχέσεις μεταξύ Πολιτείας καί πολιτών μέ απρόβλεπτες συνέπειες. Αυτό πρέπει νά τό δούμε καί στίς σύγχρονες κρίσιμες περιστάσεις στήν χώρα μας, γιατί δέν μπορεί νά επικρατήση ο υπερτονισμός μιάς εξουσίας σέ βάρος τής άλλης. Άλλωστε, οι θεσμοί έχουν αξία όταν κινούνται μέσα στά όρια τών τριών τύπων εξουσιών πού εκθέσαμε πιό πάνω.

Γενικά, πρέπει νά επικρατή μιά ισορροπημένη σχέση μεταξύ Κράτους καί πολιτών, ακόμη καί στά οικονομικά θέματα, διαφορετικά δημιουργούνται αναστατώσεις. Πάνω στό θέμα αυτό θά εκθέσω μιά παρατηρήση, χωρίς βέβαια νά θεωρήται απόλυτη.

Κατά τίς δεκαετίες τού '70 καί τού '80 επισκεπτόμουν συχνά τήν Αγγλία καί παρατηρούσα τήν εκεί κατάσταση. Στήν αγγλική κοινωνία υπήρχε ένα μεγάλο άνοιγμα τής ψαλίδας στά οικονομικά ζητήματα, καί έτσι παρετηρείτο νά υπάρχουν πολύ πλούσιοι καί πολύ φτωχοί. Όμως, είχαν ρυθμισθή κατά τέτοιον τρόπο η κοινωνική ασφάλιση καί η μέριμνα, ώστε νά μήν πεινάη κανείς. Τό Κράτος είχε αναλάβει τήν ασφάλιση τών μή εργαζομένων, τήν συντήρηση τών ανέργων καί τήν κοινωνική καί ιατροφαρμακευτική τους υποστήριξη.

Κατά τίς συζητήσεις πού είχα μέ διαφόρους, μού εξέφραζαν τήν διαφορά πού υπήρχε μεταξύ Αγγλίας καί Ελλάδος, στόν οικονομικό τομέα. Έλεγαν ότι στήν Αγγλία βλέπει κανείς ότι τό Κράτος είναι πλούσιο, αλλά οι πολίτες, στήν πλειοψηφία τους, είναι φτωχοί, ενώ στήν Ελλάδα τό Κράτος είναι φτωχό, αφού χρωστά σέ υπέρογκο εξωτερικό δανεισμό, αλλά οι κάτοικοι ζούν μέ ευμάρεια. Οι ίδιοι πού υπεστήριζαν αυτήν τήν άποψη εξέφραζαν τήν έκπληξή τους, όταν επισκέπτονταν τήν Ελλάδα καί έβλεπαν τόν σπάταλο τρόπο μέ τόν οποίον ζούσαν οι Έλληνες, εντυπωσιάζονταν από τήν ευημερία πού φαινόταν έκδηλα στίς πόλεις, αλλά καί από τόν ευδαιμονιστικό τρόπο ζωής τών Ελλήνων, πράγμα τό οποίο δέν συναντούσαν στήν πατρίδα τους.

Πασχαλινή Εγκύκλιος 2011. Η πρώτη καί δεύτερη Ανάσταση Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου



Η Ανάσταση τού Χριστού, πού εορτάζουμε πανηγυρικά, ύστερα από πολυήμερη νηστεία, μετάνοια καί προσευχή, είναι τό κεντρικό μυστήριο τής πίστεως καί τής εν Χριστώ ζωής μας. Χωρίς τήν Ανάσταση τού Χριστού θά βρισκόμασταν κάτω από τό κράτος τού θανάτου, τής αμαρτίας καί τού διαβόλου καί δέν θά υπήρχε καμμιά διέξοδος ζωής. Γι’ αυτό καί ο Απόστολος Παύλος διακηρύττει: «ει δέ Χριστός ουκ εγήγερται, ματαία η πίστις υμών έτι εστέ εν ταίς αμαρτίαις υμών» (Α' Κορ. ιε', 17). Ο Χριστός μέ τήν Ανάστασή Του έδωσε τήν Χάρη καί σέ μάς νά αναστηθούμε πνευματικά από τήν ζωή αυτή, αλλά καί σωματικά κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού, όπως ομολογούμε στό Σύμβολο τής Πίστεως: «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών καί ζωήν τού μέλλοντος».

Συνήθως, όταν εξετάζουμε τό θέμα τής Αναστάσεως από πλευράς λειτουργικού τυπικού κάνουμε λόγο γιά πρώτη Ανάσταση, πού είναι ο όρθρος καί η θεία Λειτουργία πού γίνεται τό βράδυ τού Πάσχα, καί γιά δεύτερη Ανάσταση, πού είναι η Ακολουθία τού Εσπερινού τής Αγάπης, η οποία γίνεται ανήμερα τού Πάσχα, τό απόγευμα δηλαδή τής Κυριακής τού Πάσχα. Όμως, στήν Αγία Γραφή η έκφραση πρώτη καί δεύτερη Ανάσταση, συνδέεται μέ τούς πιστούς Χριστιανούς καί αναφέρεται στήν πνευματική ζωή. Χαρακτηριστικό είναι τό χωρίο τού Ευαγγελιστού Ιωάννη πού είναι γραμμένο στήν Αποκάλυψη: «μακάριος ο έχων μέρος εν τή αναστάσει τή πρώτη» (Αποκ. κ', 5). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει πρώτη ανάσταση, στήν οποία μετέχουν οι άγιοι, καί δεύτερη ανάσταση.

Γιά νά δούμε ποιό είναι τό θεολογικό νόημα τής πρώτης καί δεύτερης αναστάσεως πρέπει νά εξετάσουμε πρώτα τί είναι πρώτος καί δεύτερος θάνατος. Πρώτος θάνατος είναι ο χωρισμός τού ανθρώπου από τόν Θεό, ο Οποίος είναι η πραγματική ζωή, καί δεύτερος θάνατος είναι ο οριστικός χωρισμός τών αμαρτωλών από τόν Θεό πού θά γίνη κατά τήν Δευτέρα Παρουσία τού Χριστού. Έτσι, πρώτη ανάσταση είναι η κοινωνία τού ανθρώπου μέ τόν Θεό, όσο ο άνθρωπος ζή στόν κόσμο αυτόν μέσα στήν Εκκλησία, καί δεύτερη ανάσταση είναι η κοινωνία του μέ τόν Θεό, κατά τήν Δευτέρα Παρουσία Του, όταν θά αναστηθή καί τό σώμα του.

Επομένως, έχει μεγάλη σημασία η πρώτη ανάσταση πού γίνεται μέσα στήν Εκκλησία, όταν ο άνθρωπος ζή βιολογικά. Πρόκειται γιά τήν «περίοδον χιλίων ετών». Ο Ευαγγελιστής Ιωάννης στήν Αποκάλυψη κάνει λόγο γι’ αυτούς οι οποίοι δέν προσκύνησαν τό θηρίο καί τήν εικόνα του καί δέν έλαβαν τό χάραγμα στό μέτωπό τους καί στό χέρι τους καί οι οποίοι «έζησαν καί εβασίλευσαν μετά τού Χριστού χίλια έτη» (Αποκ. κ', 4). Ποιά είναι αυτή η περίοδος τών χιλίων ετών;