Όσα ακολουθούν έχουν γραφή πριν έναν
χρόνο (Μάρτιος 2007) προκειμένου να δημοσιευθούν όταν επρόκειτο να
γίνουν Αρχιερατικές εκλογές. Σήμερα διατηρούν την επικαιρότητά τους,
διότι κατά καιρούς αναφύεται θέμα εκλογές για κενές Μητροπόλεις.
Οι εκλογές αρχιερέων για χηρεύουσες
Ιερές Μητροπόλεις είναι μια από τις πιο κορυφαίες πράξεις της Εκκλησίας,
και γι’ αυτό πρέπει να γίνωνται με προσοχή και προσευχή. Κατά καιρούς
έχω διατυπώσει τις απόψεις μου για το θέμα αυτό, προτείνοντας και
διάφορες λύσεις που να ανταποκρίνωνται προς το μέγεθος του γεγονότος.
Όμως, συνεχίζεται μια κατάσταση που προκαλεί μια δυσφορία μεταξύ των
εκλεκτόρων, αλλά και μεταξύ των Κληρικών που βρίσκονται στον κατάλογο
εκλογίμων για την όλη πρακτική που ακολουθείται, ως προς την διαδικασία
της εκλογής. Με όσα θα ακολουθήσουν θα επιδιώξω, ύστερα από μερικά
εισαγωγικά, να καταθέσω μια συγκεκριμένη πρόταση.
1. Οι απόψεις του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου
Ο Επίσκοπος Ευρίπου Ιερόθεος (τέλος του
18ου αιώνος), άνδρας λόγιος και ιεροπρεπής, αμέσως μετά την εκλογή του
εις Επίσκοπον απέστειλε επιστολή στον εξάδελφό του –κατ’ άλλους θείο
του– Νικόδημο τον Αγιορείτη, τον μετέπειτα άγιο της Εκκλησίας, και του
ζητούσε συμβουλές για το πως να σηκώση το βαρύ φορτίο της αρχιερωσύνης,
αφού είχε εκλεγή σε νεαρά ηλικία. Μάλιστα σε ένα σημείο της επιστολής
του γράφει: «Πειρασμοί με γαρ πάντοθεν περιεστοίχησαν σφοδροί τε και
αλλεπάλληλοι και δεινοίς περιπέπτωκα, όσους ο βαθμός ούτος, απαραιτήτως
μεθ’ εαυτού συνεφέλκεται».
Ο άγιος Νικόδημος, αντί μιας συντόμου
απαντήσεως, συνέγραψε ένα ολόκληρο σύγγραμμα, που επιγράφεται
«Συμβουλευτικόν εγχειρίδιον, ήτοι περί φυλακής των πέντε αισθήσεων»,
μέσα στο οποίο φαίνεται ποιό πρέπει να είναι το έργο του Αρχιερέως και
μέσα σε ποιά ατμόσφαιρα θα πρέπη να κινήται. Πράγματι, το περιεχόμενο
του βιβλίου είναι απόσταγμα της όλης θεολογίας της Εκκλησίας για τον
βαθμό του Επισκόπου.
Το σημαντικό είναι ότι στον προοίμιό του
ο άγιος Νικόδημος κάνει μια εύστοχη παρατήρηση: «ότι το πάλαι οι
Αρχιερείς δεν εγίνοντο αυτόκλητοι, αλλά η θεόκλητοι, η δημόκλητοι». Στην
όλη παράδοση της Εκκλησίας «δεν φαίνεται ποτέ τις αυτόκλητος να ορμήση
εις το μέγα της ιεραρχίας αξίωμα». Όμως, αυτή η συνήθεια έπαυσε να
επικρατή και αντιεισήχθησαν «τα εναντία τούτων δεινά».
Πέρα από την παρατήρηση αυτή ο άγιος
Νικόδημος προχωρεί και σε έναν προσωπικό έλεγχο. Ελέγχει τον εξάδελφο η
ανηψιό του, επειδή στην περίπτωσή του «η νεότης», «η παρακίνησις των
πολλών», αλλά «και η άγνοια του βάρους του αρχιερατικού αξιώματος» τον
έκαναν να ακολουθήση «εις την νυν επικρατούσαν (αχ! δος μοι άδειαν να
την ονομάσω) πονηράν συνήθειαν». Ορίζει δε την «πονηράν συνήθειαν» όταν
του γράφει: «ώστε προ του ωρίμου καρπού, να θέσης τους νεαρούς και
απαλούς ώμους σου υπό τοιούτον φορτίον υπέρογκον, και πριν άρξης των εν
σοι παθών, σε εβίασαν να άρξης λαών». Από αυτήν την κατάσταση
δημιουργούνται τα σκάνδαλα στην Εκκλησία, οι πληγές, οι κατηγορίες κλπ.
Τουλάχιστον ο αρχιερεύς θα πρέπη να αγωνίζεται να καταστήση «την
πολυαρχίαν αυτών (των παθών) και οχλοκρατίαν εις ολιγαρχίαν και όχι
αριστοκρατίαν», δηλαδή να καταστή «ούτε πολυπαθής ούτε τελείως απαθής,
αλλά ολιγοπαθής και μετριοπαθής», αφού το να φθάση κανείς στην τελεία
απάθεια «τούτο μόλις εδόθη και δίδοται τοις φθάσασιν εις το άκρον της
θεωρίας και πράξεως, χάριτι Χριστού».
2. Η σύγχρονη κατάσταση
Διαβάζοντας κανείς το κείμενο αυτό του
αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου και συγκρίνοντάς το με όσα γίνονται και
στην εποχή μας, το βλέπει πολύ σύγχρονο και επίκαιρο.
Οι εκλογές των Αρχιερέων γίνονται, εν
πολλοίς, όχι με κριτήρια πνευματικά, κανονικά, αγιοπατερικά, αλλά με
άλλες προϋποθέσεις. Επειδή έχει καθορισθή το πρότυπο του συγχρόνου
Αρχιερέως, ως ενός δραστήριου κοινωνικού Κληρικού, γι’ αυτό και τα
κριτήρια προσαρμόζονται κατάλληλα. Δεν επιθυμώ να είμαι αναλυτικός ως
προς το σημείο αυτό, αφού τα «ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται».
Το θέμα, όμως, είναι ότι και ο τρόπος
της επιλογής των προσώπων κινείται μέσα στην προοπτική του «αυτοκλήτου»,
που τις περισσότερες φορές επενδύεται με τον χαρακτηρισμό του
«θεοκλήτου» –τον εξέλεξε το Άγιον Πνεύμα, τον ήθελε ο Θεός– και του
«δημοκλήτου» –τον ήθελε ο κόσμος. Αυτό το «δημόκλητον» στις ημέρες μας
καταστρατηγείται, αφού τις περισσότερες φορές ελέγχεται και
καθοδηγείται, οπότε θεωρείται και είναι «αυτόκλητον». Αν διαβάση κανείς
μερικούς χειροτονητηρίους λόγους, θα διαπιστώση την υφιστάμενη σήμερα
υποκρισία στο λεγόμενο «θεόκλητο» και «λαόκλητο». Το αξιοπερίεργο είναι
ότι ενώ από μερικούς χρησιμοποιείται «η πονηρά συνήθεια», εν τούτοις
κατά την χειροτονητήρια ομιλία τους εκφράζουν την «αυτομεμψία» και την
αναξιότητά τους, ωσάν να εκβιάσθηκαν η πιέσθηκαν να αποδεχθούν την
εκλογή τους.
Έτσι, για μια χηρεύουσα Μητρόπολη,
προτείνεται-«χρίεται» ένα πρόσωπο, του οποίου το όνομα διαρρέει στον
Τύπο, που είναι προϊόν η διασκέψεων η σχεδιασμών πάνω στον εκκλησιαστικό
χάρτη, η πιέσεων των τοπικών Αρχών και Οργανώσεων, ζώντων ακόμη των
Αρχιερέων, εν όψει, βέβαια, του επικειμένου θανάτου τους.
Αλλά και ο τρόπος της τελικής
υποψηφιότητας ομοιάζει πολύ με τον ανάλογο τρόπο που κυριαρχεί στα
πολιτικά πράγματα. Για παράδειγμα, ο εκάστοτε Πρωθυπουργός επιλέγει τους
Υπουργούς του, οι υποψήφιοι Βουλευτές, Νομάρχες, Δήμαρχοι, «χρίονται»,
«πέφτει η κατάλληλη γραμμή» και στην συνέχεια τα μέλη του Κοινοβουλίου,
τα Κόμματα η ο λαός, καλούνται να αποδεχθούν η να επικυρώσουν με την
ψήφο τους. Έτσι, η εξάρτηση είναι δεδομένη και η ανασφάλεια του ηγέτου
κατοχυρώνεται. Φυσικά, σήμερα άρχισαν να διατυπώνονται και στο θέμα αυτό
ωριμότερες σκέψεις.
Αυτή η κατάσταση στα μεν πολιτικά
πράγματα εν μέρει δικαιολογείται –και από το Σύνταγμα– αφού ο
Πρωθυπουργός είναι υπεύθυνος για τον σχηματισμό της Κυβερνήσεως,
απόρροια του φεουδαλιστικού συστήματος, αλλ’ όμως αυτό δεν έχει θέση
μέσα στην εκκλησιαστική ζωή. Δεν είναι δυνατόν και ως προς το σημείο
αυτό η εκκλησιαστική ζωή να μιμήται την πολιτική εξουσία, που έχει άλλες
προοπτικές και κινείται σε άλλο επίπεδο. Η Ιεραρχία δεν μπορεί να
συγκαλήται, και μάλιστα αιφνιδιαστικά, για να εγκρίνη ως Επισκόπους τους
«χρισθέντας» Κληρικούς. Μπορεί να λεχθή ότι και σε μια τέτοια περίπτωση
ο εκλέκτωρ - Μητροπολίτης έχει το δικαίωμα μιας άλλης επιλογής του «εκ
του καταλόγου του ιερατικού», αλλ’ όμως μια τέτοια επιλογή τις
περισσότερες φορές πληρώνεται ακριβά, από τις αναλύσεις που
δημοσιεύονται στις εφημερίδες, μετά την ψηφοφορία, και από τις εν
συνεχεία πρακτικές.
3. Η πρόταση
Κατόπιν όλων αυτών σκέπτομαι κάτι απλό.
Μέχρις ότου γίνη αλλαγή του τρόπου εκλογής των Αρχιερέων, όπως το έχω
προτείνει πρόσφατα, μπορεί να εφαρμοσθούν δύο πρακτικές. Η πρώτη να
σταματήση το εκκοσμικευμένο φαινόμενο να «χρίωνται» οι υποψήφιοι και να
περιέρχωνται στις Μητροπόλεις η να τηλεφωνούν για να εξασφαλίσουν την
ψήφο των εκλεκτόρων. Η δεύτερη, ο Αρχιεπίσκοπος να μη εκφράζεται πριν
την ημέρα της συγκλήσεως της Ιεραρχίας, αλλά να προτείνη κατά την πρώτη
ημέρα της Συνεδριάσεώς της, τρία ονόματα υποψηφίων, που θα έχουν κατά το
μάλλον η ήττον κάποια σχέση με την χηρεύουσα Ιερά Μητρόπολη, χωρίς
φυσικά να δεσμεύωνται οι Αρχιερείς να μην έχουν και άλλες επιλογές, και
έπειτα να αφήνεται ελεύθερη η Ιεραρχία να κάνη την τελική επιλογή.
Βεβαίως, το αποτέλεσμα της εκλογής δεν πρέπει να προσμετράται ως
επιτυχία του Αρχιεπισκόπου η κάποιου μέλους της Ιεραρχίας, ούτε ως
αποτυχία του. Πρέπει να εκλείψη αυτή η νοοτροπία και να μη επικρατή και
ως σκέψη η αντιπολιτευτική νοοτροπία.
Μια τέτοια πρόταση για τις
Αρχιεπισκοπικές εκλογές, που είναι απόρροια σκέψεων πολλών Ιεραρχών και η
οποία έχει ωριμάσει στο εκλεκτορικό σώμα, θα επιλύση πολλά προβλήματα,
ήτοι θα περιορισθούν τα παράπονα πολλών Πρεσβυτέρων ότι παραθεωρούνται
στην τελική επιλογή, θα ενεργούν ελεύθερα οι Ιεράρχες, θα αισθάνεται πιο
ελεύθερος ο εκλεγείς Μητροπολίτης και θα δημιουργηθή ένα μεταβατικό
στάδιο για καλύτερες λύσεις.
Νομίζω σε αυτό το σημείο θα φανή η
ωριμότητα όλων μας. Αλλιώς θα ισχύουν τα όσα γράφει ο άγιος Νικόδημος ο
Αγιορείτης για την «πονηράν συνήθειαν».–
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου