Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου



Πρόσφατα ἀνακοινώθηκε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ὅτι ἔγινε ἡ ἁγιοκατάταξη τοῦ Γέροντος Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου, ὁ ὁποῖος πλέον ἐπισήμως εἶναι ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας.

Αὐτό μοῦ δίνει ἰδιαίτερη χαρά, γιατί πρίν δέκα περίπου χρόνια πρότεινα τήν διαδικασία τῆς ἁγιοκατατάξεώς του. Πιθανόν νά τό ἔχουν κάνει καί ἄλλοι, ἀλλά ἐγώ τό ἔκανα ἐπισήμως καί ἀκολούθησα τήν ὁδό διά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.

Συγκεκριμένα τό ἔτος 2004 ἀπέστειλα στόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαῖο, διά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γράμμα, διά τοῦ ὁποίου ζητοῦσα τήν ἁγιοκατάταξη τοῦ π. Πορφυρίου μαζί μέ ἄλλους εὐλογημένους καί ἐξαγιασμένους Γέροντες. Τότε ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μοῦ ἀπέστειλε διά τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἕνα πολύ σημαντικό γράμμα, τό ὁποῖο κρατῶ στό ἀρχεῖο μου ὡς τεκμήριο ὑψίστης τιμῆς καί στό ὁποῖο μέ εὐχαριστοῦσε γιά τήν «λίαν τεκμηριωμένην» πρότασή μου, ἐξέφρασε τήν χαρά του γι' αὐτό, διετύπωνε τήν πεποίθησή του ὅτι εἶναι «ἐν δυνάμει» ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας καί θά θεωροῦσε μεγάλη τιμή νά γίνη ἡ ἁγιοκατάταξή τους κατά τήν Πατριαρχεία του. Ὅμως, ὅπως ἔγραφε, θά ἔπρεπε νά ἀναμείνουμε λίγο ἀκόμη χρονικό διάστημα, πράγμα τό ὁποῖο ἄρχισε νά ἐκδηλώνεται.
Ἀπό τήν τράπεζα τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Cebza τῆς ΡουμανίαςἩ πρότασή μου γιά τήν ἁγιοκατάταξη στηριζόταν σέ θεολογικά κριτήρια. Βεβαίως, ὁ ὅσιος Πορφύριος εἶχε προξενήσει μεγάλη ἐντύπωση στούς ἀνθρώπους πού τόν πλησίαζαν μέ τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς καί τοῦ νοῦ του, πού ὡς ἀποτέλεσμα εἶχε νά διαθέτη τό προορατικό καί τό διορατικό χάρισμα, καθώς ἐπίσης νά θεραπεύη τούς λογισμούς καί τίς πολυποίκιλες ἀσθένειες τῶν ἀνθρώπων, νά ἐκδηλώνη ποικιλοτρόπως τήν καθαρή ἀγάπη του σέ ὅλους. Ἔχουν γραφῆ πολλά ἄρθρα καί βιβλία γιά τό θέμα αὐτό.

Ἐμένα, ὅμως, μοῦ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση ὁ λόγος του, πού διακρινόταν γιά τήν θεολογική εὐκρίνεια, τήν ἡσυχαστική παράδοση, τόν καθαρό ἔρωτα στόν Χριστό, τήν Ἐκκλησία καί τούς ἀνθρώπους καί τήν ἁγιοπατερική συγκρότηση. Βεβαίως, ὁ ὅσιος Πορφύριος δέν εἶχε τελειώσει κάποια Θεολογική Σχολή, ἀλλά ἦταν ἕνας χαρισματικός-ἐμπειρικός θεολόγος καί ὁ λόγος του ἦταν ἀπαύγασμα τῆς καθαρῆς καρδιᾶς του. Ὁ ὅσιος Πορφύριος ἦταν ἕνας ζωντανός πνευματικά ὀργανισμός, γιατί κατοικοῦσε μέσα του ἡ Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος πού τόν καθοδηγοῦσε συνεχῶς καί ὡς τέτοιος ζωντανός ὀργανισμός γεννοῦσε διαρκῶς θεολογικό λόγο καί ἀναγεννοῦσε τούς ἀνθρώπους.


Εἶχα μαζί του μιά ἐπικοινωνία κατά διαστήματα. Δύο ἤ τρεῖς φορές τόν συνάντησα προσωπικά καί μιλήσαμε γιά διάφορα θέματα, ἀλλά κυρίως μοῦ τηλεφωνοῦσε κατά καιρούς γιά νά μέ εὐχαριστήση γιά κάποιο κείμενό μου πού εἶχε διαβάσει. Δέν θέλω ἐδῶ νά παρουσιάσω τό τί ἀκριβῶς μοῦ ἔλεγε, ἀλλά κυρίως θέλω νά ἀποκαλύψω τήν γνώμη του πού εἶχε γιά τόν Γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ. Ἔλεγε ὅτι εἶναι μεγάλη εὐλογία ἀπό τόν Θεό σέ κάποιον νά συναντήση τόν Γέροντα Σωφρόνιο, ἔστω καί μιά φορά στήν ζωή του, γιατί ὁ λόγος του εἶναι φωτιά πού ἀναγεννᾶ, ἀποτέλεσμα μιᾶς βαθειᾶς μετάνοιας καί ἐμπειρίας. Καί μέ θεώρησε εὐνοημένο ἀπό τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ πού ἀξιώθηκα νά ἔχω διαρκῆ ἐπικοινωνία μαζί του. Αὐτό δείχνει τήν πνευματική εὐαισθησία μέ τήν ὁποία μποροῦσε νά καταλάβη τήν ἐσωτερική κατάσταση ἑνός ἐξαγιασμένου ἀνθρώπου καί, κυρίως, τήν βαθειά μετάνοια καί τήν πυρφόρα προσευχή πού εἶναι φωνή θεολογική.

Διαβάζοντας τά λόγια τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, κυρίως στό βιβλίο «Βίος καί λόγοι» (ἐκδ. Ἱερᾶς Μονῆς Χρυσοπηγῆς Χανίων), πρόσεχα περισσότερο τόν θεολογικό του λόγο καί αὐτός μέ ἐντυπωσίαζε. Εἶναι ἕνας λόγος ζωντανός πού συνδέει νοερά προσευχή, θεολογία ἀποστολική, ἁγνό ἔρωτα γιά τόν Χριστό, εἶναι συνδυασμός ἀσκήσεως καί Μυστηρίων, ἀπόλυτης ἐγκαταλείψεως τοῦ ἑαυτοῦ του στόν Θεό, βαθειά αἴσθηση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί πολλά ἄλλα.

Προσωπικά θεωρῶ ὅτι ὅλη ἡ ζωή τοῦ ὁσίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου ἑρμηνεύεται ἀπό δύο γεγονότα πού ἔγιναν στήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς ζωῆς του.

Τό πρῶτο γεγονός εἶναι ἡ θεωρία τοῦ Γερο-Δημᾶ, ἑνός ἀσκητοῦ στά Καυσοκαλύβια πού τόν εἶδε νά προσεύχεται πρίν ἀρχίσει ἡ ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου στόν πρόναο τοῦ Κυριακοῦ, ἐνῶ ἐκεῖνος ἦταν ἀθέατος καί προσευχόταν. Βλέποντας τόν Γερο-Δημᾶ νά προσεύχεται, τόν εἶδε νά λάμπη στό φῶς, εἰσῆλθε μέσα στήν καρδιά του ἡ νοερά προσευχή, δηλαδή ὁ νοῦς κατέβηκε στήν καρδιά καί ἄρχισε νά προσεύχεται. Διηγεῖται ὁ ἴδιος:
«Ἕνα πρωί, κατά τίς τρεισήμισι, ἐπῆγα στό Καθολικό, στήν Ἁγία Τριάδα, γιά τήν ἀκολουθία. Ἦταν νωρίς ἀκόμη. Δέν εἶχε χτυπήσει ἀκόμη τό σήμαντρο. Κανείς δέν ἦταν μές στήν ἐκκλησία. Κάθισα στόν πρόναο, κάτω ἀπό μία σκάλα. Ἤμουν ἀθέατος καί προσευχόμουν. Σέ μιά στιγμή ἀνοίγει ἡ πόρτα τῆς ἐκκλησίας καί μπαίνει ἕνας ψηλός κι ἡλικιωμένος μοναχός. Ἦταν ὁ Γερο-Δημᾶς. Μόλις μπῆκε, κοίταξε δεξιά-ἀριστερά- δέν εἶδε κανένα. Τότε, λοιπόν, κρατώντας ἕνα μεγάλο κομποσχοίνι, ἄρχισε τίς μετάνοιες τίς στρωτές, πολλές καί γρήγορες, κι ἔλεγε συνεχῶς: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλεησόν με... Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶσον ἡμᾶς». Σέ λίγο ἔπεσε σ' ἔκσταση. Δέν μπορῶ, δέν βρίσκω λόγια νά σᾶς περιγράψω τή συμπεριφορά του ἀπέναντι στόν Θεό· κινήσεις ἀγάπης καί λατρείας, κινήσεις θείου ἔρωτος, θείας ἀγάπης κι ἀφοσιώσεως. Τόν εἶδα νά στέκεται, ν' ἀνοίγει τά χέρια του ὄρθιος, σέ σχῆμα σταυροῦ, ὅπως ἔκανε ὁ Μωυσῆς στή θάλασσα, κι ἔκανε ἕνα πράγμα: «Οὔουουουου!...». Τί ἦταν αὐτό;».

    Αὐτό τό περιστατικό δέν ἦταν ἁπλῶς μιά συναισθηματική στιγμή καί μιά αἰσθητική κατάσταση, ἀλλά ἦταν ἡ θεωρία τῶν λόγων τῶν ὄντων μέσα ἀπό τήν δική του καθαρότητα καί προσευχή.

Ἦταν μέσα στήν χάρι. Ἔλαμπε μέσα στό φῶς. Αὐτό ἦταν! Ἀμέσως μοῦ μετέδωσε τήν εὐχή. Ἀμέσως μπῆκα στή δική του ἀτμόσφαιρα. Δέν μέ εἶχε δεῖ. Ἀκοῦστε με. Συγκινήθηκα κι ἄρχισα νά κλαίω. Ἦλθε σ' ἐμένανε τόν ταπεινό κι ἀνάξιο ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ. Πῶς νά σᾶς τό πῶ; Μοῦ μετέδωσε τήν χάρι. Δηλαδή ἡ χάρις πού εἶχε ἐκεῖνος ὁ ἅγιος ἀκτινοβόλησε καί στή δική μου τήν ψυχή. Μοῦ μετέδωσε τά χαρίσματά του τά πνευματικά».

Στήν συνέχεια γράφει:
«Μετά τήν ἀκολουθία ἔφυγα στό δάσος μόνος μου, γεμάτος χαρά κι ἀγαλλίαση. Τρέλα! Νοερῶς ἔλεγα τήν Εὐχαριστία πηγαίνοντας γιά τήν καλύβη. Μέ πάθος ἔτρεχα μές στό δάσος, πηδοῦσα ἀπ' τή χαρά μου, ἄνοιγα σ' ἔκσταση τά χέρια μ' ἐνθουσιασμό, δυνατά, καί φώναζα: "Δόξα Σοι ὁ Θεοοός! Δόξα Σοι ὁ Θεοοός!" Ναί, τά χέρια μου μείνανε ξερά, γίνανε κόκκαλο, ξύλο, κι ἀνοιγμένα ἴσια σχημάτιζαν μέ τό σῶμα μου σταυρό. Δηλαδή, ἄν μέ ἔβλεπες ἀπ' τό πίσω μέρος θά ἔβλεπες ἕνα σταυρό. Τό κεφάλι μου σηκωμένο πρός τόν οὐρανό, τό στέρνο ἐτέντωνε μέ τά χέρια νά φύγει γιά τόν οὐρανό. Τό μέρος πού εἶναι ἡ καρδιά πήγαινε νά πετάξει. Αὐτό πού σᾶς λέγω εἶναι ἀλήθεια, τό εἶχα πάθει. Πόση ὥρα ἤμουν σ' αὐτή τήν κατάσταση δέν ξέρω. Ὅταν συνῆλθα, ἔτσι ὅπως ἤμουν, κατέβασα τά χεράκια μου και σιωπηλός μέ δάκρυα προχώρησα πάλι μέ βρεγμένα τά μάτια μου».

Βεβαίως, δέν μπορῶ νά ἀμφισβητήσω τήν εὐλογημένη κατάσταση τοῦ Γερο-Δημᾶ, ἀλλά θεωρῶ ὅτι ὁ ἴδιος ὁ μικρός τότε Πορφύριος ἦταν σέ μιά τέτοια πνευματική κατάσταση γιά νά δῆ τόν Γερο-Δημᾶ νά προσεύχεται μέσα στό φῶς. Αὐτό ἔχει σχέση μέ τό χωρίο «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. λε΄, 10). Καί αὐτό τοῦ δημιουργοῦσε μιά θεία τρέλα.

Τό δεύτερο γεγονός πού πάλι προέρχεται ἀπό τήν ἀρχή τῆς μοναχικῆς του ζωῆς στό Ἅγιον Ὄρος πού ἔκανε τέλεια ὑπακοή, εἶχε καθαρότητα νοῦ καί εἶχε νοερά προσευχή, ὕστερα ἀπό τήν συνάντηση μέ τόν Γερο-Δημᾶ. Τότε στήν ἔρημο τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἄκουσε ἕνα ἀηδονάκι νά κελαηδᾶ κρυμμένο στίς φυλλωσιές τῶν δένδρων καί κατάλαβε ὅτι κελαηδοῦσε μέσα στήν ἡσυχία δοξάζοντας τόν Θεό. Εἶναι ἐκπληκτική ἡ διήγηση αὐτοῦ τοῦ περιστατικοῦ πού ἔκανε στά μετέπειτα χρόνια:

«Μιά μέρα, ἕνα πρωινό προχώρησα μόνος μου στό παρθένο δάσος. Ὅλα, δροσισμένα ἀπό τήν πρωινή δροσιά, λαμπύριζαν στόν ἥλιο. Βρέθηκα σέ μιά χαράδρα. Τήν πέρασα. Κάθισα σ’ ἕνα βράχο. Δίπλα μου κρύα νερά κυλοῦσαν ἥσυχα κι ἔλεγα τήν εὐχή. Ἡσυχία ἀπόλυτη. Τίποτα δέν ἀκουγόταν. Σέ λίγο, μέσα στήν ἡσυχία ἀκούω μιά γλυκιά φωνή, μεθυστική, νά ψάλλει, νά ὑμνεῖ τόν Πλάστη. Κοιτάζω, δέν διακρίνω τίποτα. Τελικά, ἀπέναντι σ’ ἕνα κλαδί βλέπω ἕνα πουλάκι· ἦταν ἀηδόνι. Κι ἀκούω τό ἀηδονάκι νά κελαηδάει, νά σχίζεται· μάλλιασε, πού λέμε, ἡ γλώσσα του, φούσκωσε ἀπ’ τούς λαρυγγισμούς ὁ λαιμός του. Αὐτό τό πουλάκι τό μικροσκοπικό νά κάνει κατά πίσω τά φτερά του, γιά νά ἔχει δύναμη καί νά βγάζει αὐτούς τούς γλυκύτατους τόνους, αὐτή τήν ὡραία φωνή καί νά φουσκώνει ὁ λάρυγγάς του! Πῶ, πῶ, πῶ! Νά ‘χα ἕνα ποτηράκι μέ νερό, γιά νά πηγαίνει νά πίνει καί νά ξεδιψάει!

Μοῦ ἦρθαν δάκρυα στά μάτια. Τά ἴδια ἐκεῖνα δάκρυα τῆς χάριτος πού κυλοῦσαν ἀβίαστα καί τά ὁποῖα ἀπέκτησα ἀπ’ τόν Γερο-Δημᾶ. Ἦταν ἡ δεύτερη φορά πού τό δοκίμαζα.

Δέν μπορῶ νά σᾶς μεταφέρω αὐτά πού ἔνιωσα. Αὐτά πού αἰσθάνθηκα. Σᾶς φανέρωσα, ὅμως, τό μυστήριο. Καί σκεπτόμουν. «Γιατί τό ἀηδονάκι νά βγάζει αὐτούς τούς λαρυγγισμούς; Γιατί νά κάνει αὐτές τίς τρίλιες; Γιατί νά ψάλλει αὐτό τό ὑπέροχο ἄσμα; Γιατί, γιατί, γιατί… γιατί νά ξελαρυγγιάζεται; Γιατί, γιατί, γιά ποῖο σκοπό; Μήπως περιμένει νά τό ἐπαινέσει κανείς; Ὄχι, βέβαια, ἐκεῖ κανείς δέν θά τό κάνει αὐτό». Μόνος μου φιλοσοφοῦσα. Αὐτό τ’ ἀπέκτησα μετά τό γεγονός μέ τόν Γερο-Δημᾶ. Πρίν ἀπ’ αὐτό δέν τό ἔκανα. Πόσα δέν μοῦ εἶπε τό ἀηδονάκι! Καί πόσα τοῦ εἶπα μές στή σιωπή: «Ἀηδονάκι μου, ποιός σου εἶπε ὅτι ἐγώ θά περνοῦσα ἀπό δῶ; Ἐδῶ κανείς δέν πλησιάζει. Εἶναι τόσο ἀπρόσιτο τό μέρος. Πόσο ὡραῖα κάνεις χωρίς διακοπή τό καθῆκον σου, τήν προσευχή σου στόν Θεό! Πόσα μοῦ λές, ἀηδονάκι μου, πόσα μέ διδάσκεις! Θεέ μου, συγκινοῦμαι. Ἀηδόνι μου, μοῦ δείχνεις μέ τό κελάηδημά σου πῶς νά ὑμνῶ τόν Θεό, μοῦ λές χίλια, πολλά, πάρα πολλά…».

    Ὅποιος βλέπει τόν ἅγιο Πορφύριο μέσα ἀπό συναισθηματισμούς καί ἀπό μιά ἀγάπη πρός ὅλους, ἔξω ἀπό τίς ἀσκητκές προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, σφάλλει.




Δέν εἶμαι καλά ἀπό ὑγεία, νά τά πῶ ὅπως τά νιώθω. Θά μποροῦσε νά γραφεῖ ἕνα ὁλόκληρο πεζογράφημα. Τό ἀγάπησα πολύ τό ἀηδόνι. Τό ἀγάπησα καί μ’ ἐνέπνευσε. Σκέφτηκα: «Γιατί ἐκεῖνο κι ὄχι κι ἐγώ; Γιατί ἐκεῖνο νά κρύβεται κι ὄχι κι ἐγώ;». Καί μοῦ ἦρθε στό νοῦ ὅτι πρέπει νά φύγω, πρέπει νά χαθῶ, πρέπει νά μήν ὑπάρχω. Εἶπα: «Γιατί; Εἶχε αὐτό κόσμο μπροστά του; Ἤξερε ὅτι ἤμουν ἐγώ καί τ’ ἄκουγα; Ποιός τ’ ἄκουγε πού ξελαρυγγιάζονταν; Γιατί πήγαινε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Ἀλλά κι ἐκεῖνα τ’ ἀηδόνια μές στό λόγγο, μές στή ρεματιά ποῦ βρισκόντουσαν τή νύκτα καί τήν ἡμέρα, τό βράδυ καί τό πρωί, ποιός τ’ ἄκουγε ποῦ ξελαρυγγιαζόντουσαν ὅλα; Καί γιατί τό κάνανε αὐτό τό πράγμα; Καί γιατί πηγαίνανε σέ τέτοια κρυφά μέρη; Γιατί σπάζανε τό λάρυγγά τους; Ὁ σκοπός ἦταν ἡ λατρεία, τό ψάλσιμο στόν Δημιουργό τους, ἡ λατρεία στόν Θεό. Ἔτσι τά ἐξηγοῦσα».

Θεωρῶ ὅτι αὐτό τό περιστατικό δέν ἦταν ἁπλῶς μιά συναισθηματική στιγμή καί μιά αἰσθητική κατάσταση, ἀλλά ἦταν ἡ θεωρία τῶν λόγων τῶν ὄντων μέσα ἀπό τήν δική του καθαρότητα καί προσευχή. Ζοῦσε ὁ ἴδιος μέσα στήν Χάρη τοῦ Θεοῦ καί ἔβλεπε τούς λόγους τῶν ὄντων, δηλαδή τήν ἄκτιστη δημιουργική καί συνεκτική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ, σέ ὅλη τήν κτίση.

Αὐτά τά δύο ἐκπληκτικά γεγονότα, πού δείχνουν τήν πραγματική ζωντανή θεολογία, ἐκφράζουν στήν ὁλότητα τόν ὅσιο Πορφύριο. Βρισκόταν ὁ ἴδιος μέσα στό Φῶς τῆς θείας Χάριτος καί εἶδε τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό πῶς ζοῦσε μέσα στήν Ὁμόνοια καί εἶχε συνεχῆ κοινωνία μέ τόν Θεό, ἔτρεφε ἀγάπη γιά ὅλη τήν κτίση καί τούς ἀνθρώπους καί ὅπου πήγαινε βρισκόταν μέσα στό Φῶς τῆς Χάριτος, ὅπως γύρω ἀπό τήν γῆ ὑπάρχει ἡ ἀτμόσφαιρα πού μετακινεῖται καί αὐτή μαζί μέ τήν γῆ. Ἔτσι, ἀκόμη, ἐξηγεῖται τό ὅτι στήν πνευματική του διαθήκη εὐχόταν,στά πνευματικά του παιδιά καί σέ ὅλους νά μᾶς ἀξιώση ὁ Θεός «νά μποῦμε στήν ἐπίγειο ἄκτιστη Ἐκκλησία Του», πού εἶναι ἡ μετοχή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ ἀπό τήν ζωή αὐτή. Ἔτσι ἐξηγεῖται τό ὅτι βλέποντας νά πλησιάζη ἡ ἔξοδός του ἀπό τήν ζωή αὐτή ἀποσύρθηκε στό Ἅγιον Ὄρος γιά νά ζήση καί νά κοιμηθῆ ἡσυχαστικά καί μάλιστα παρακάλεσε ὥστε καί τό σῶμα του νά παραμείνη θαμμένο σέ ἄγνωστο μέρος. Νομίζω ὅτι ἡ θεωρία τοῦ φωτός τοῦ Γερο-Δημᾶ καί ἡ θεωρία τῶν λόγων τῶν ὄντων στό κελάηδημα τοῦ ἀηδονιοῦ, πού εἶχαν σχέση μέ τήν ἐσωτερική του ζωή, εἶναι ἐκεῖνα πού τόν ὁδήγησαν στό νά κοιμηθῆ ἀπομακρυσμένος ἀπό τά βλέμματα τῶν ἀνθρώπων, ψάλλοντας σάν τό ἀηδονάκι κρυφά στόν Θεό καί προσευχόμενος ὡσάν τόν Γερο-Δημᾶ.

Νομίζω ὅτι τόν ὅσιο Πορφύριο τόν Καυσοκαλυβίτη πρέπει νά τόν ἑρμηνεύουμε μέσα ἀπό θεολογικά κριτήρια, μέσα ἀπό τήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ, σύμφωνα μέ τήν ὅλη Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἡ βασική προϋπόθεση τῆς θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὅποιος βλέπει τόν ὅσιο Πορφύριο μέσα ἀπό συναισθηματισμούς καί ἀπό μιά ἀγάπη πρός ὅλους, ἔξω ἀπό τίς ἀσκητκές προϋποθέσεις τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης, σφάλλει. Ὁπότε καί στήν περίπτωση τοῦ ὁσίου Πορφυρίου μποροῦμε νά ἐντοπίσουμε τίς πραγματικές ποροϋποθέσεις τῆς ἁγιότητος, πού εἶναι ἡ οὐσία τῆς ὀρθοδόξου θεολογίας καί τῆς Ὀρθοδόξου Παραδόσεως.

Ὁ ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης εἶναι μιά ζωντανή «θεολογία γεγονότων». Μέσα ἀπό αὐτή τήν προοπτική διάβασα τούς λόγους του, εἶδα τό πρόσωπό του καί στήν συνέχεια πρότεινα στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τήν ἁγιοκατάταξή του.
Νά ἔχουμε τήν εὐχή του καί τίς πρεσβεῖες του.–

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου