Μοναχός γίνεται κανείς γιατί
βρίσκει το νόημα της ζωής του στην κοινωνία με τον Θεό. Νιώθει την
προσωπική του ανεπάρκεια και ζητά το έλεός Του. Στη φιλανθρωπία της, η
Εκκλησία έχει «οικονομήσει» πολλούς τρόπους μοναχικής ζωής. Άλλοι,
διαφορετικά ο καθένας, τους αξιολόγησαν. Εμείς θα αρκεστούμε στα λόγια
του Αγίου Συμεών του νέου Θεολόγου: «Εν παντί και εν πάσιν έργοις και
πράξεσιν ο διά Θεόν βίος παμμακάριστος».
Το κοινόβιο ακολουθεί μια μέση οδό, χωρίς ακρότητες. Είναι ένας τρόπος να «οικονομηθούν» διάφοροι χαρακτήρες και εφέσεις μέσα σε έναν χώρο κι έναν τύπο ζωής. Κι έχει επιτυχή αποτελέσματα, γιατί δεν είναι ανθρώπινο έργο. Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το ίδρυσε και το συνέχει. Αυτός δήλωσε στον Άγιο Παχώμιο, τον πρώτο κοινοβιάρχη: «Θάρσει, ότι η ρίζα του σπέρματός σου έως αιώνος ου μη εκλείπη· και έως της συντελείας του αιώνος φυλαχθήσεται το σπέρμα σου επί της γης».
Στο κοινόβιο υπάρχει ένα ορατό πλαίσιο, που βοηθά τον μοναχό να εγκεντρισθεί στην «καλλιέλαιον» της Εκκλησίας, με τις Ακολουθίες, τον κανόνα, τα διακονήματα, την υπακοή… Υπάρχει μια νομοθεσία, οι αγγελικές και πατερικές «υποτυπώσεις», που χαράζουν την πορεία προς την ελευθερία. Όταν ο Άγιος Παχώμιος θεωρεί λίγο τον κανόνα της προσευχής, ο Άγγελος του απαντά: «Ικανόν. Ταύτα τε διετύπωσα ως φθάνειν και τους μικρούς επιτελείν τον κανόνα και μη λυπείσθαι ως αποιήτους• οι δε τέλειοι νομοθεσίας χρείαν ουκ έχουσιν, καθ᾿ εαυτών γαρ εν ταις κέλλαις όλον εαυτών το ζην τη του Θεού νομοθεσία παραχωρείτωσαν».
Στο μοναστήρι αξιοποιείται η καθημερινότητα. Πράξεις απλές, όπως η συμμετοχή στη θεία λατρεία ή μια ασήμαντη απασχόληση, δεν φέρνουν ανία, αλλά εναποθηκεύουν αόρατα τη Θεία Χάρη στην ψυχή ‒όταν γίνονται κατά Θεόν‒, σαν σταγόνες σε δεξαμενή. Αρκεί μια φανέρωση της Χάριτος για να στερεωθεί μέσα στον μοναχό η «πληροφορία της πίστεως».
Έτσι, νιώθει κανείς την αξία των λίγων και μικρών που κάνει και βεβαιώνεται ότι βαδίζει στον σωστό δρόμο.
Βοηθούν και οι αδυναμίες των άλλων. Με τις συγκρούσεις που προκαλούν, ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του, τις δικές του αδυναμίες. Λειαίνονται οι αδελφοί, όπως οι πέτρες που παρασέρνει το ποτάμι και τις τρίβει μεταξύ τους. Αλλά και οι ελλείψεις αναπληρώνονται. Το «περίσσευμα» της προσευχής, της εργατικότητας ή της σοφίας του ενός αναπληρώνει το υστέρημα του άλλου. Μια παροδική αδυναμία του ενός στον κοινό αγώνα δεν φέρνει απελπισία ή καταστροφή, προσωπική ή συλλογική. Σαν ένα σώμα, η αδελφότητα πορεύεται τον ίδιο δρόμο, αντιμετωπίζει τον ίδιο αντίπαλο κι έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί ένα μέλος, όταν εκείνο ατονήσει, μέχρι να δυναμώσει και να συμμετάσχει ξανά στον αγώνα, βοηθώντας ενδεχομένως κι άλλους με τη σειρά του.
Δεσπόζουσα είναι η παρουσία του ηγουμένου, που είναι ο γέροντας, ο πατέρας των αδελφών, στον οποίο ο Κύριος έχει εμπιστευθεί τις ψυχές τους. Με τη Χάρη του Θεού διερμηνεύει το θέλημά Του για τον κάθε ένα μοναχό. Από υψηλή σκοπιά διακρίνει τις μεθοδείες του πονηρού και διατηρεί ασφαλές το λογικό του ποίμνιο. Όπως ο θεόπτης Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, μεσιτεύει ανάμεσα στον Θεό και στα πνευματικά του τέκνα, προσεύχεται για αυτά και τα οδηγεί στη σωτηρία. Και οι αδελφοί, υπακούοντάς τον, υπακούουν στον Θεό που τον έθεσε ως κεφαλή τους και τον φωτίζει.
Η υπακοή φέρνει τη Χάρη του Θεού και με αυτήν οι τυφλοί πνευματικά αναβλέπουν ακόπως, κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος.
Ελεύθεροι από το βάρος του εγωιστικού τους θελήματος, βαδίζουν απερίσπαστα. Έτσι προχωρεί το σκάφος της αδελφότητος, με κυβερνήτη τον ηγούμενο, που μεριμνά και για τις ποικίλες διοικητικές και οικονομικές ανάγκες του κοινοβίου· με ναυκλήρους τους πνευματικούς ή άλλους παλαιότερους αδελφούς, που με την πείρα τους στηρίζουν τα νεότερα μέλη και βοηθούν τον ηγούμενο να χαράξει την πορεία· και ναύτες τους αδελφούς, που κάθε ένας τους συμβάλλει στη ζωή του μοναστηριού από την πλευρά του και κατά τις δυνάμεις του.
Εκδήλωση αυτής της πορείας είναι και οι ‒συνήθως εβδομαδιαίες‒ συνάξεις.
Σε αυτές ο Γέροντας δίνει κατευθύνσεις σε ορισμένα γενικότερα θέματα της ζωής των αδελφών και της λειτουργίας της μονής και υπομνηματίζει τη σημασία διαφόρων εορταστικών και λειτουργικών περιόδων. Και οι αδελφοί αναφέρονται στα καθημερινά ζητήματα, ανταλλάσσουν την πείρα τους και συζητούν σχετικά.
Στοιχείο αναπόσπαστο της μοναστηριακής ζωής είναι και η φιλοξενία των προσκυνητών. Τα τελευταία χρόνια έρχονται πολλοί στο Όρος, Έλληνες και αλλοδαποί, Ορθόδοξοι και μη, διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων. Οι προσκυνητές εντάσσονται στο πρόγραμμα της μονής. Ένας αδελφός αναλαμβάνει την υποδοχή τους, άλλοι την τακτοποίησή τους στο «αρχονταρίκι» (ξενώνα) κι άλλοι την επαφή μαζί τους. Συμμετέχουν στην Ακολουθία και τρώνε στην κοινή τράπεζα. Ησυχάζουν για λίγο από τις εγκόσμιες μέριμνες και συζητούν τα προβλήματα που τους απασχολούν.
Τον χαρακτήρα του κοινοβίου υποδηλώνει και η αρχιτεκτονική του. Στη μέση το «καθολικό» (ο κεντρικός ναός) και γύρω τα κελιά των αδελφών, η τράπεζα, ο ξενώνας, χώροι εργασιών και αποθήκες. Η καρδιά της μονής πάλλεται στο καθολικό. Όλες οι λειτουργίες (διακονήματα, φαγητό, συνάξεις, ανάπαυση) έχουν κέντρο τους τη Θεία Λειτουργία. Αποτελούν την προσκομιδή: προσφορά της κτίσεως, των ανθρώπινων έργων, της υπάρξεώς μας… στον Θεό, τα «σα εκ των σων», απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Η θεία λατρεία επεκτείνεται σε όλη τη ζωή του κοινοβίου. Κάθε πράξη γίνεται υπό το πρίσμα της. Κάθε τι είναι ιερό, γιατί προσφέρεται στον Θεό. Η εργασία γίνεται για τον Θεό και τον πλησίον, μοναχό ή προσκυνητή. Με το φαγητό και τον ύπνο, απονέμονται στη φύση τα χρειώδη του σώματος· κι όταν γίνεται σωστή χρήση τους, δοξάζεται ο Θεός που τα οικονόμησε έτσι. Κι ένας περίπατος, σαν τη χορδή του τόξου που χαλαρώνει, κατά τον Μ. Αντώνιο, οικονομεί την αδυναμία της φύσεως και, με τη Χάρη του Θεού, συντελεί στην ωρίμανσή της. Όλα μπορούν να γίνουν προσφορά στον Θεό κι όλα να συνδυαστούν με την προσευχή. Η ευχή του Ιησού είναι επίκαιρη κάθε στιγμή.
Η καθημερινή ζωή ξεκινά λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πρώτο μέλημα και σκέψη του μοναχού, η «πρωτόνοια», ο κανόνας του: μερικά κομποσχοίνια με την ευχή του Ιησού και με προσκυνητές ‒μικρές‒ μετάνοιες και μία ή δύο εκατοντάδες μεγάλες, όπως έχει ορίσει ο γέροντας για τον κάθε ένα. Έτσι, η ενέργεια του νου, τη στιγμή που είναι καθαρός, προσφέρεται στον Θεό.
Με αυτά τα θεία νοήματα πηγαίνει στη συνέχεια στο καθολικό, όπου, με το Μεσονυκτικόν, ξεκινά η πρωινή Ακολουθία. Μετά τη γαληνή απαγγελία του Μεσονυκτικού, του Εξάψαλμου και των Ψαλμών του Όρθρου, ο εγκωμιασμός και η επίκληση της βοήθειας των αγίων και της Παναγίας, με τους κανόνες και την «Τιμιωτέραν».
Κορύφωση του Όρθρου, η αίνεση του Θεού, με τους Αίνους και τη Δοξολογία. Μετά την ανάγνωση των Ωρών, τελείται η Θεία Λειτουργία: διάλογος με τον Κύριο, προσφορά του εαυτού μας και των έργων μας και αντιπροσφορά του ίδιου του Κυρίου, ορατά και αόρατα, με την άκτιστη χάρη Του στα κτιστά είδη του ψωμιού και του κρασιού, που μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Του (κατά τις μεγάλες γιορτές, όλες οι Ακολουθίες τελούνται λαμπρότερα, μαζί στην αγρυπνία, που ξεκινά λίγο μετά τη δύση του ηλίου και διαρκεί από επτά έως δέκα ώρες.) Στη συνέχεια, στα περισσότερα μοναστήρια οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά, για να διατηρήσουν τη χάρη της Θείας Λειτουργίας και να αναπαυθούν, αν είναι κουρασμένοι από την Ακολουθία.
Λίγες ώρες μετά, το κοινό γεύμα (στις αργίες, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία, με πομπή και ύμνους, κατευθύνονται οι αδελφοί προς την τράπεζα). Αφού ευλογηθεί το φαγητό από τον ηγούμενο, οι αδελφοί τρώνε, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει βίους αγίων, πανηγυρικούς λόγους ή πατερικά κείμενα σχετικά με τη μοναχική ζωή. Έτσι, ευλογείται ο χορηγός της υλικής τροφής Θεός και παράλληλα τρέφεται ο νους με θεία νοήματα. Η υλική πράξη αγιάζεται και γίνεται πνευματικό γεγονός.
Στη συνέχεια, οι αδελφοί πηγαίνουν στα «διακονήματα», δηλαδή στις διάφορες εργασίες για τη λειτουργία και συντήρηση της μονής και τη φιλοξενία των προσκυνητών. Κάθε ένας, κατά την κλίση του και κατά τις ανάγκες της μονής, επιτελεί επί ένα και περισσότερα χρόνια ένα ορισμένο διακόνημα. Προσφέρει κατά τις δυνάμεις του. Οι δυνατότεροι εργάζονται περισσότερο, κάποιοι άλλοι λιγότερο, αξιοποιώντας διαφορετικά τον χρόνο τους και βοηθώντας ανάλογα το κοινόβιο με την πνευματική μελέτη, την προσευχή, την «ησυχία»… Τα διακονήματα, βαρύτερα ή ελαφρύτερα, δύσκολα ή εύκολα, χειρωνακτικά ή μη, όταν γίνονται εν Χριστώ, έχουν την ίδια αξία και προσφέρουν εξίσου στο κοινό.
Μετά τη λήξη των εργασιών, τρεις ώρες πριν από τη δύση του ηλίου, ξεκινά ο Εσπερινός, μια δοξολογία του Θεού για το ιλαρό φως Του, που μας χαρίζει με το τέλος της ημέρας. Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή (εκτός από την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου, οπότε αυτό συμβαίνει μόνο τα Σαββατοκύριακα) υπάρχει δείπνο μετά τον Εσπερινό. Λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, τελείται το Απόδειπνο, η τελευταία ακολουθία της ημέρας, που συνδυάζεται με τους Χαιρετισμούς.
Μετά παύει κάθε κίνηση στη μονή, η εξωτερική πόρτα κλείνει κι οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά τους κατ’ ιδίαν, για να αναλογιστούν μπροστά στον Θεό τη μέρα που πέρασε, να μελετήσουν, να προσευχηθούν και να αναπαυθούν. Η μέρα, όπως ξεκίνησε, έτσι και τελειώνει: με τη μνήμη του Θεού. Και η ζωή του μοναχού αποτελεί έναν κύκλο με κέντρο τον Θεό. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος της ημέρας, αλλά και η αρχή, η οδός και το τέλος της ανθρώπινης ζωής.
Το κοινόβιο ακολουθεί μια μέση οδό, χωρίς ακρότητες. Είναι ένας τρόπος να «οικονομηθούν» διάφοροι χαρακτήρες και εφέσεις μέσα σε έναν χώρο κι έναν τύπο ζωής. Κι έχει επιτυχή αποτελέσματα, γιατί δεν είναι ανθρώπινο έργο. Ο ίδιος ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός το ίδρυσε και το συνέχει. Αυτός δήλωσε στον Άγιο Παχώμιο, τον πρώτο κοινοβιάρχη: «Θάρσει, ότι η ρίζα του σπέρματός σου έως αιώνος ου μη εκλείπη· και έως της συντελείας του αιώνος φυλαχθήσεται το σπέρμα σου επί της γης».
Στο κοινόβιο υπάρχει ένα ορατό πλαίσιο, που βοηθά τον μοναχό να εγκεντρισθεί στην «καλλιέλαιον» της Εκκλησίας, με τις Ακολουθίες, τον κανόνα, τα διακονήματα, την υπακοή… Υπάρχει μια νομοθεσία, οι αγγελικές και πατερικές «υποτυπώσεις», που χαράζουν την πορεία προς την ελευθερία. Όταν ο Άγιος Παχώμιος θεωρεί λίγο τον κανόνα της προσευχής, ο Άγγελος του απαντά: «Ικανόν. Ταύτα τε διετύπωσα ως φθάνειν και τους μικρούς επιτελείν τον κανόνα και μη λυπείσθαι ως αποιήτους• οι δε τέλειοι νομοθεσίας χρείαν ουκ έχουσιν, καθ᾿ εαυτών γαρ εν ταις κέλλαις όλον εαυτών το ζην τη του Θεού νομοθεσία παραχωρείτωσαν».
Στο μοναστήρι αξιοποιείται η καθημερινότητα. Πράξεις απλές, όπως η συμμετοχή στη θεία λατρεία ή μια ασήμαντη απασχόληση, δεν φέρνουν ανία, αλλά εναποθηκεύουν αόρατα τη Θεία Χάρη στην ψυχή ‒όταν γίνονται κατά Θεόν‒, σαν σταγόνες σε δεξαμενή. Αρκεί μια φανέρωση της Χάριτος για να στερεωθεί μέσα στον μοναχό η «πληροφορία της πίστεως».
Έτσι, νιώθει κανείς την αξία των λίγων και μικρών που κάνει και βεβαιώνεται ότι βαδίζει στον σωστό δρόμο.
Βοηθούν και οι αδυναμίες των άλλων. Με τις συγκρούσεις που προκαλούν, ανακαλύπτει κανείς τον εαυτό του, τις δικές του αδυναμίες. Λειαίνονται οι αδελφοί, όπως οι πέτρες που παρασέρνει το ποτάμι και τις τρίβει μεταξύ τους. Αλλά και οι ελλείψεις αναπληρώνονται. Το «περίσσευμα» της προσευχής, της εργατικότητας ή της σοφίας του ενός αναπληρώνει το υστέρημα του άλλου. Μια παροδική αδυναμία του ενός στον κοινό αγώνα δεν φέρνει απελπισία ή καταστροφή, προσωπική ή συλλογική. Σαν ένα σώμα, η αδελφότητα πορεύεται τον ίδιο δρόμο, αντιμετωπίζει τον ίδιο αντίπαλο κι έχει τη δυνατότητα να συγκρατεί ένα μέλος, όταν εκείνο ατονήσει, μέχρι να δυναμώσει και να συμμετάσχει ξανά στον αγώνα, βοηθώντας ενδεχομένως κι άλλους με τη σειρά του.
Δεσπόζουσα είναι η παρουσία του ηγουμένου, που είναι ο γέροντας, ο πατέρας των αδελφών, στον οποίο ο Κύριος έχει εμπιστευθεί τις ψυχές τους. Με τη Χάρη του Θεού διερμηνεύει το θέλημά Του για τον κάθε ένα μοναχό. Από υψηλή σκοπιά διακρίνει τις μεθοδείες του πονηρού και διατηρεί ασφαλές το λογικό του ποίμνιο. Όπως ο θεόπτης Μωυσής και ο Απόστολος Παύλος, μεσιτεύει ανάμεσα στον Θεό και στα πνευματικά του τέκνα, προσεύχεται για αυτά και τα οδηγεί στη σωτηρία. Και οι αδελφοί, υπακούοντάς τον, υπακούουν στον Θεό που τον έθεσε ως κεφαλή τους και τον φωτίζει.
Η υπακοή φέρνει τη Χάρη του Θεού και με αυτήν οι τυφλοί πνευματικά αναβλέπουν ακόπως, κατά τον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος.
Ελεύθεροι από το βάρος του εγωιστικού τους θελήματος, βαδίζουν απερίσπαστα. Έτσι προχωρεί το σκάφος της αδελφότητος, με κυβερνήτη τον ηγούμενο, που μεριμνά και για τις ποικίλες διοικητικές και οικονομικές ανάγκες του κοινοβίου· με ναυκλήρους τους πνευματικούς ή άλλους παλαιότερους αδελφούς, που με την πείρα τους στηρίζουν τα νεότερα μέλη και βοηθούν τον ηγούμενο να χαράξει την πορεία· και ναύτες τους αδελφούς, που κάθε ένας τους συμβάλλει στη ζωή του μοναστηριού από την πλευρά του και κατά τις δυνάμεις του.
Εκδήλωση αυτής της πορείας είναι και οι ‒συνήθως εβδομαδιαίες‒ συνάξεις.
Σε αυτές ο Γέροντας δίνει κατευθύνσεις σε ορισμένα γενικότερα θέματα της ζωής των αδελφών και της λειτουργίας της μονής και υπομνηματίζει τη σημασία διαφόρων εορταστικών και λειτουργικών περιόδων. Και οι αδελφοί αναφέρονται στα καθημερινά ζητήματα, ανταλλάσσουν την πείρα τους και συζητούν σχετικά.
Στοιχείο αναπόσπαστο της μοναστηριακής ζωής είναι και η φιλοξενία των προσκυνητών. Τα τελευταία χρόνια έρχονται πολλοί στο Όρος, Έλληνες και αλλοδαποί, Ορθόδοξοι και μη, διαφόρων ηλικιών και επαγγελμάτων. Οι προσκυνητές εντάσσονται στο πρόγραμμα της μονής. Ένας αδελφός αναλαμβάνει την υποδοχή τους, άλλοι την τακτοποίησή τους στο «αρχονταρίκι» (ξενώνα) κι άλλοι την επαφή μαζί τους. Συμμετέχουν στην Ακολουθία και τρώνε στην κοινή τράπεζα. Ησυχάζουν για λίγο από τις εγκόσμιες μέριμνες και συζητούν τα προβλήματα που τους απασχολούν.
Ο Γέροντας δίνει κατευθύνσεις σε ορισμένα γενικότερα θέματα της ζωής των αδελφών και της λειτουργίας της μονής και υπομνηματίζει τη σημασία διαφόρων εορταστικών και λειτουργικών περιόδωνΈτσι, το κοινόβιο είναι έξω από τον κόσμο, αλλά συμμετέχει στη ζωή του με τον δικό του τρόπο. Δεν εντάσσεται στις υπάρχουσες κοινωνικές δομές, είναι όμως κοινότητα με τη δική της συγκρότηση, με κέντρο τον Θεάνθρωπο και πνεύμα θυσίας. Για αυτό και είναι κοινωνία ανοιχτή και μπορεί να δεχτεί τον κάθε ένα και να τον βοηθήσει να βρει τη χαμένη προσωπική ή συλλογική ενότητα.
Τον χαρακτήρα του κοινοβίου υποδηλώνει και η αρχιτεκτονική του. Στη μέση το «καθολικό» (ο κεντρικός ναός) και γύρω τα κελιά των αδελφών, η τράπεζα, ο ξενώνας, χώροι εργασιών και αποθήκες. Η καρδιά της μονής πάλλεται στο καθολικό. Όλες οι λειτουργίες (διακονήματα, φαγητό, συνάξεις, ανάπαυση) έχουν κέντρο τους τη Θεία Λειτουργία. Αποτελούν την προσκομιδή: προσφορά της κτίσεως, των ανθρώπινων έργων, της υπάρξεώς μας… στον Θεό, τα «σα εκ των σων», απαραίτητη προϋπόθεση για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας.
Η θεία λατρεία επεκτείνεται σε όλη τη ζωή του κοινοβίου. Κάθε πράξη γίνεται υπό το πρίσμα της. Κάθε τι είναι ιερό, γιατί προσφέρεται στον Θεό. Η εργασία γίνεται για τον Θεό και τον πλησίον, μοναχό ή προσκυνητή. Με το φαγητό και τον ύπνο, απονέμονται στη φύση τα χρειώδη του σώματος· κι όταν γίνεται σωστή χρήση τους, δοξάζεται ο Θεός που τα οικονόμησε έτσι. Κι ένας περίπατος, σαν τη χορδή του τόξου που χαλαρώνει, κατά τον Μ. Αντώνιο, οικονομεί την αδυναμία της φύσεως και, με τη Χάρη του Θεού, συντελεί στην ωρίμανσή της. Όλα μπορούν να γίνουν προσφορά στον Θεό κι όλα να συνδυαστούν με την προσευχή. Η ευχή του Ιησού είναι επίκαιρη κάθε στιγμή.
Η θεία λατρεία επεκτείνεται σε όλη τη ζωή του κοινοβίου. Κάθε πράξη γίνεται υπό το πρίσμα της. Κάθε τι είναι ιερό, γιατί προσφέρεται στον ΘεόΤο πρόγραμμα του κοινοβίου είναι το πλαίσιο που, όταν αξιοποιηθεί, συντονίζει τα μέγιστα τη ζωή του μοναχού με τον ρυθμό της Εκκλησίας. Αν και υπάρχουν διαφορές από μοναστήρι σε μοναστήρι, είναι το ίδιο σε γενικές γραμμές.
Η καθημερινή ζωή ξεκινά λίγο μετά τα μεσάνυχτα. Πρώτο μέλημα και σκέψη του μοναχού, η «πρωτόνοια», ο κανόνας του: μερικά κομποσχοίνια με την ευχή του Ιησού και με προσκυνητές ‒μικρές‒ μετάνοιες και μία ή δύο εκατοντάδες μεγάλες, όπως έχει ορίσει ο γέροντας για τον κάθε ένα. Έτσι, η ενέργεια του νου, τη στιγμή που είναι καθαρός, προσφέρεται στον Θεό.
Με αυτά τα θεία νοήματα πηγαίνει στη συνέχεια στο καθολικό, όπου, με το Μεσονυκτικόν, ξεκινά η πρωινή Ακολουθία. Μετά τη γαληνή απαγγελία του Μεσονυκτικού, του Εξάψαλμου και των Ψαλμών του Όρθρου, ο εγκωμιασμός και η επίκληση της βοήθειας των αγίων και της Παναγίας, με τους κανόνες και την «Τιμιωτέραν».
Κορύφωση του Όρθρου, η αίνεση του Θεού, με τους Αίνους και τη Δοξολογία. Μετά την ανάγνωση των Ωρών, τελείται η Θεία Λειτουργία: διάλογος με τον Κύριο, προσφορά του εαυτού μας και των έργων μας και αντιπροσφορά του ίδιου του Κυρίου, ορατά και αόρατα, με την άκτιστη χάρη Του στα κτιστά είδη του ψωμιού και του κρασιού, που μεταβάλλονται σε σώμα και αίμα Του (κατά τις μεγάλες γιορτές, όλες οι Ακολουθίες τελούνται λαμπρότερα, μαζί στην αγρυπνία, που ξεκινά λίγο μετά τη δύση του ηλίου και διαρκεί από επτά έως δέκα ώρες.) Στη συνέχεια, στα περισσότερα μοναστήρια οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά, για να διατηρήσουν τη χάρη της Θείας Λειτουργίας και να αναπαυθούν, αν είναι κουρασμένοι από την Ακολουθία.
Λίγες ώρες μετά, το κοινό γεύμα (στις αργίες, αμέσως μετά τη Θεία Λειτουργία, με πομπή και ύμνους, κατευθύνονται οι αδελφοί προς την τράπεζα). Αφού ευλογηθεί το φαγητό από τον ηγούμενο, οι αδελφοί τρώνε, ενώ ο αναγνώστης διαβάζει βίους αγίων, πανηγυρικούς λόγους ή πατερικά κείμενα σχετικά με τη μοναχική ζωή. Έτσι, ευλογείται ο χορηγός της υλικής τροφής Θεός και παράλληλα τρέφεται ο νους με θεία νοήματα. Η υλική πράξη αγιάζεται και γίνεται πνευματικό γεγονός.
Στη συνέχεια, οι αδελφοί πηγαίνουν στα «διακονήματα», δηλαδή στις διάφορες εργασίες για τη λειτουργία και συντήρηση της μονής και τη φιλοξενία των προσκυνητών. Κάθε ένας, κατά την κλίση του και κατά τις ανάγκες της μονής, επιτελεί επί ένα και περισσότερα χρόνια ένα ορισμένο διακόνημα. Προσφέρει κατά τις δυνάμεις του. Οι δυνατότεροι εργάζονται περισσότερο, κάποιοι άλλοι λιγότερο, αξιοποιώντας διαφορετικά τον χρόνο τους και βοηθώντας ανάλογα το κοινόβιο με την πνευματική μελέτη, την προσευχή, την «ησυχία»… Τα διακονήματα, βαρύτερα ή ελαφρύτερα, δύσκολα ή εύκολα, χειρωνακτικά ή μη, όταν γίνονται εν Χριστώ, έχουν την ίδια αξία και προσφέρουν εξίσου στο κοινό.
Μετά τη λήξη των εργασιών, τρεις ώρες πριν από τη δύση του ηλίου, ξεκινά ο Εσπερινός, μια δοξολογία του Θεού για το ιλαρό φως Του, που μας χαρίζει με το τέλος της ημέρας. Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο και Κυριακή (εκτός από την περίοδο της Μ. Τεσσαρακοστής και της νηστείας του Δεκαπενταύγουστου, οπότε αυτό συμβαίνει μόνο τα Σαββατοκύριακα) υπάρχει δείπνο μετά τον Εσπερινό. Λίγο πριν από τη δύση του ηλίου, τελείται το Απόδειπνο, η τελευταία ακολουθία της ημέρας, που συνδυάζεται με τους Χαιρετισμούς.
Μετά παύει κάθε κίνηση στη μονή, η εξωτερική πόρτα κλείνει κι οι αδελφοί αποσύρονται στα κελιά τους κατ’ ιδίαν, για να αναλογιστούν μπροστά στον Θεό τη μέρα που πέρασε, να μελετήσουν, να προσευχηθούν και να αναπαυθούν. Η μέρα, όπως ξεκίνησε, έτσι και τελειώνει: με τη μνήμη του Θεού. Και η ζωή του μοναχού αποτελεί έναν κύκλο με κέντρο τον Θεό. Αυτός είναι η αρχή και το τέλος της ημέρας, αλλά και η αρχή, η οδός και το τέλος της ανθρώπινης ζωής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου