(Αθήνα 1985. σελ. 423 – 428).
Κεφάλαιο 7ο: Οι Ενέργειες του Θεού
1. Γενικά για τις Ενέργειες του Θεού
Οι ενέργειες αποτελούν την τρίτη εν τω Θεώ «διαφορά», κατά την ορολογία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης (Κατά Ευνομίου Α΄ Ι, 107). Η Ορθόδοξη διδασκαλία για τις ενέργειες του Θεού, αποτελεί συνεπή ανάπτυξη της μαρτυρίας της Καινής Διαθήκης περί της πραγματικότητας του εν Ιησού Χριστώ αποκαλυφθέντος Θεού. Ο Θεός αυτός δεν φανερώνεται μόνο ως τριάδα υποστάσεων, δηλαδή ως Πατήρ, Υιος και Άγιο Πνεύμα. Φανερώνεται και ως Αυτός που έχει σύμφυτο και όχι επίκτητο, το πλήρωμα των αγαθών της «δυνάμεως, δόξας, σοφίας, φιλανθρωπίας» κλπ., δηλαδή «πάντα, όσα έχει ο Υιός αγαθά, του Πατρός εστι και τα του Πατρός πάντα εν τω Υιώ καθοράται» (Γρηγορίου Νύσσης Κατά Ευνομίου Α΄ Ι, 126). Με άλλα λόγια, ο Θεός είναι όχι μόνο τρισυπόστατη πραγματικότητα, αλλά και έχει ουσία και περιουσία, που είναι ουσιώδη προσόντα και γνωρίσματα. Ο Θεός είναι πραγματικότητα που υπάρχει και που έχει. Είναι προσωπική πραγματικότητα, που έχει το πλήρωμα της ζωής και των αγαθών της, δηλ. «την αληθή ζωήν» (Γρηγορίου Νύσσης Κατά Ευνομίου Α΄ Ι, 126). ((Ώσπερ γαρ ο Πατήρ έχει ζωήν εν εαυτώ, ούτως έδωκε και τω Υιώ ζωήν έχειν εν εαυτώ» (Ιω. 5, 26). Όπως είπαμε, ο Θεός είναι προσωπική πραγματικότητα, που έχει ζωή ή όπως αλλιώς λέγεται: «ουσία» και το πλήρωμα των αγαθών αυτής της ουσίας, δηλ. περιουσία.
Οι «διαφορές» αυτές του Θεού στον εαυτό Του, είναι εμφανείς στην Αγία Γραφή. Η Γραφή δεν μιλάει περί των τριών υποστάσεων μόνο, δηλαδή περί του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αλλά και περί πλήθους προσόντων, τα οποία οι θείες υποστάσεις κατέχουν και μεταδίδουν, όπως π.χ. περί της δυνάμεως, σοφίας, αγάπης, χάριτος του Θεού κλπ., δια των οποίων ο Θεός ενεργεί και μεταδίδει στον κόσμο τα αγαθά ή αλλιώς λεγόμενα τα «χαρίσματα». Τα προσόντα αυτά δεν θα πρέπει να τα εκλάβουμε ως μία ουδέτερη ή απρόσωπη πραγματικότητα, που υφίσταται παράλληλα προς τις υποστάσεις στον Θεό. Μάλλον πολύ περισσότερο θα πρέπει να τα δούμε αυτά σε μία περιχώρηση προς τις θείες υποστάσεις, ή μάλλον σε μία ανώτερη ενότητα, ταυτότητα και σύμπτωση, κατά το σχήμα: ο εν τριάδι Θεός είναι η ζωή, η αλήθεια, η αγάπη, η σοφία κλπ. Απ’ αυτό το λόγο, δηλαδή από τη σύμπτωση του «είναι» με το «έχει» στον Θεό, η Γραφή παριστά τον Θεό συχνά όχι μόνο ως προσωπική, αλλά και ως απρόσωπη πραγματικότητα, δηλαδή ως «Θείο», φανερώνοντας τη χάρη, τη δικαιοσύνη, την σοφία κλπ., που ενεργούν στους ανθρώπους. Εν πάση περιπτώσει η Γραφή διακρίνει μεταξύ θείων υποστάσεων και των προσόντων τους, και ο λόγος αυτός παρέχει το νόμιμο δικαίωμα μιας θεολογίας περί προσόντων ή ενεργειών του Θεού. Εξ άλλου και η θεολογία της Δύσεως δεν παραλείπει να έχει στις Δογματικές της κεφάλαια περί των «ιδιοτήτων» του Θεού, τα οποία όμως για την Ορθόδοξη δογματική θεολογία θα πρέπει να εκληφθούν ως ασυνήθιστες και λίαν ανθρωποπαθείς παραστάσεις περί του Τριαδικού Θεού. Η Ορθόδοξη δογματική σκέψη δεν ανέπτυξε κάποια διδασκαλία περί «ιδιοτήτων» του Θεού. Και όσα σχετικά κεφάλαια περιέχονται στις νεότερες Ορθόδοξες Δογματικές, προέρχονται από επίδραση της δυτικής θεολογίας.
Όπως είπαμε, το «προσωπικό» και το «απρόσωπο», ή μάλλον, (όπως θα δούμε πιο κάτω), το «ενυπόστατο», συνυφαίνονται και περιχωρούν στον Θεό έτσι, ώστε να φαίνεται ο Θεός άλλοτε μεν ως «ο ενεργών εν ημίν» (Φιλ. 2, 13), και άλλοτε ως «η ενέργεια αυτού η ενεργούμενη εν εμοί εν δυνάμει» (Κολ. 1, 29).
Όμως η Γραφή ταυτίζει μερικές φορές τις θείες υποστάσεις προς τα προσόντα τους, όπως στο γνωστό χωρίο Α' Κορ. 1, 24: «Χριστός Θεού δύναμις και Θεού σοφία». Ότι όμως ο Χριστός δεν είναι η σοφία, αλλ’ εμπεριέχει στον εαυτό του την σοφία του Θεού συνάγεται εξ άλλων αγιογραφικών συναφειών, όπως π.χ. από την Κολ. 2, 3 όπου γίνεται λόγος περί «του Χριστού, εν ω εισι πάντες οι θησαυροί της σοφίας και της γνώσεως απόκρυφοι».
Η θεολογία των πρώτων χριστιανικών αιώνων δεν ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα των θείων ενεργειών και τη σχέση τους με τις θείες υποστάσεις, αλλά μετέφερε τις σχετικές μαρτυρίες της Γραφής λίγο - πολύ χωρίς να υποψιάζεται ότι υπάρχει πρόβλημα, στα έργα της [Παράβαλλε άρθρο «Energeia» από τον Ε. Fascher, στο Reallexikon fur Antike und Ghristentum, V (1962), 4-51]. Εκφρασμένη διδασκαλία περί των ενεργειών του Θεού δεν υπήρχε στη θεολογία της αρχαίας Εκκλησίας (Τη αντίθετη γνώμη έχει ο P. Martin Strohm στο άρθρο του: Die Lehre von der Energeia (Gottes. Eine dogmengeschichtliche Betrachtung, στο: Kyrios, VIII (1968), 63 και εξής).
Όσες φορές οι αρχαίοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς χρησιμοποιούν το Α΄ Κορ. 1, 24 — και το χρησιμοποιούν συχνά, — αποσκοπούν σε ένα και μόνο πράγμα: στο να δείξουν ότι ο Υιός δεν είναι κτίσμα, αλλ’ ανήκει στην Θεία πραγματικότητα. Ουδέποτε όμως θέτουν το ερώτημα ή αντιμετωπίζουν το πρόβλημα περί της σχέσεως υποστάσεων και ενεργειών στον Θεό. Το πρόβλημα τούτο δεν είχε ακόμη αναφανεί. Ό,τι απασχολούσε τους θεολόγους των τριών πρώτων χριστιανικών αιώνων ήταν κυρίως το πρόβλημα της θεότητις του Υιού και της σχέσης Του προς τον Θεό Πατέρα. Το πρόβλημα της σχέσεως θείων υποστάσεων και ενεργειών εμφανίζεται κατ' εξοχήν κατά την περίοδο των μεγάλων Καππαδοκών πατέρων, οι οποίοι — μετά την κατοχύρωση της θεότητος του Υιού από την Α' οικουμενική σύνοδο στη Νίκαια, — βρέθηκαν στην ανάγκη να αντιμετωπίσουν την εξ ίσου μεγάλη (με την αίρεση του Αρείου), αίρεση του Ευνομίου, ο οποίος υποστήριζε αυτό ακριβώς: Ότι δηλαδή ο Υιος είναι το έργο της ενεργείας του Πατρός, και ότι το Πνεύμα είναι το έργο της ενεργείας του Υιού [ (ΓΝ), Κατά Ευνομίου Α΄ Ι, 123: «ο μεν Υιος της παρεπόμενης τη πρώτη ουσία ενεργείας έργον εστί, το δε Πνεύμα του έργου πάλιν έτερον έργον». Ομοίως και σ. 72 και εξής]. Μ’ αυτό τον τρόπο αποξένωνε αυτός τον Υιό από την ουσία του Πατρός και το Πνεύμα από την ουσία του Υιού, δεχόμενος μεν τρία όντα, όπως και ο Άρειος, αλλά «αλλοτριοούσια», δηλαδή με διαφορετική ουσία το καθένα. [ (ΓΝ), Κατά Ευνομίου Α΄ Ι, σελ. 92, σύμφωνα με το οποίο ο Ευνόμιος περί των τριών υποστάσεων υποστήριζε τα εξής: «αλλ’ απεσχίσθαι τας ουσίας απ’ αλλήλων εις απεξενωμένην τινά φύσιν και ασύμφυλον αλλοτριότητα διασπωμένας». Και στη σ. 91: Ο Ευνόμιος δεχόταν «το αλλότριον τη φύσει και κατά την ουσίαν ανόμοιον και πάντη της φυσικής οικειότητος αμέτοχον είναι του Πατρός τον Υιόν»].
Εν όψει της εισαγωγής του ορού «ενέργεια» στην περί Θεού προβληματική από τον αιρετικό Ευνόμιο, αναγκάσθηκαν οι μεγάλοι Καππαδόκες πατέρες να στοχασθούν επί του όρου «ενέργεια» βαθύτερα και να καθορίσουν τη σχέση της θείας αυτής όψεως προς την ουσία και τις υποστάσεις του Θεού. Έτσι όλοι οι Καππαδόκες πατέρες, (δηλαδή ο Γρηγόριος Θεολόγος, ο μέγας Βασίλειος και ο Ιωάννης Χρυσόστομος), αναφέρονται στις ενέργειες τού Θεού ως σε θεία προσόντα. Εκείνος όμως, ο οποίος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με το θέμα των θείων ενεργειών, είναι ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης στα κατά Ευνομίου έργα του, τον οποίον κυρίως θα ακολουθήσουμε εδώ. Όμως δεν είναι αληθής ο ισχυρισμός, ότι ο Γρηγόριος Νύσσης είναι ο εισηγητής της περί ενεργειών του Θεού διδασκαλίας. Ο κύριος θεολόγος των θείων ενεργειών είναι ο Μέγας Βασίλειος. Ο Γρηγόριος Νύσσης ανέπτυξε μόνο συστηματικότερα την διδασκαλία αυτή του αδελφού του. Το θέμα περί των θείων ενεργειών, αποτελεί επίκαιρο και κεντρικό κεφάλαιο κατά την εποχή των μεγάλων Καππαδοκών θεολόγων, και λίγο μετά απ’ αυτήν. Αυτό το μαρτυρούν όχι μόνο τα έργα των Θεολόγων αυτών, αλλά και τα λίγο μετά απ’ αυτούς σπουδαία κείμενα μεγάλων θεολόγων που προέκυψαν, και τα οποία για να προσλάβουν ιδιαίτερο κύρος αποδίδονται σε περίοπτες θεολογικές και εκκλησιαστικές προσωπικότητες. Τέτοιες προσωπικότητες είναι οι: Διονύσιος Αρεοπαγίτης, Μέγας Αθανάσιος, Μέγας Βασίλειος, Ιουστίνος, κλπ. [Παράβαλλε ΒΕΠ (Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων) 4, 11 και εξής. 36, 11 και εξής]. Στα έργα αυτά, τα οποία προέκυψαν πιθανότατα από την ίδια σχολή, τίθεται έντονα το θέμα των θείων ενεργειών.
Συνεπώς η έριδα γύρω από τις θείες και άκτιστες ενέργειες, η οποία εμφανίσθηκε κατά τον 14ον αιώνα μεταξύ του λατίνου μοναχού Βαρλαάμ και του μαθητή του Ακίνδυνου αφ' ενός, και του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά αφ’ ετέρου, δεν θέτει επί τάπητος το θέμα των θείων ενεργειών για πρώτη φορά. Αντιθέτως, αποτελεί την αναζωπύρωση αρχαιότατης περί την Αγία Τριάδα διαμάχης υπό νέα βεβαίως μορφή και διαφορετική παραλλαγή. Ο δε Γρηγόριος Παλαμάς αναλαμβάνει το βαρύ έργο να ολοκληρώσει και να συστηματοποιήσει την περί ενεργειών διδασκαλία επί τη βάσει της όλης ορθόδοξης δογματικής παραδόσεως που προηγήθηκε απ’ αυτόν. Η ύπαρξη, λοιπόν, θείων ενεργειών που διακρίνονται από την ουσία, και από τις υποστάσεις του Θεού, αποτελεί διδασκαλία που υφίσταται από την εποχή των μεγάλων Ελλήνων πατέρων. Και αυτή η διδασκαλία, αναγνωρίζεται τουλάχιστον από την ορθόδοξη παραδόση.
Προ των Καππαδοκών πατέρων υπάρχει μεν στην θεολογία διάχυτος ο λόγος περί θείων ενεργειών, εν τούτοις δεν είχε τεθεί το πρόβλημα της σχέσεώς τους με τις θείες υποστάσεις. Οι συγγραφείς της περιόδου αυτής αναφέρονται στις θείες ενέργειες χωρίς να προβληματίζονται, αν αυτές ταυτίζονται με τις θείες υποστάσεις ή αν αποτελούν κάποια διαφορετική στον Θεό πραγματικότητα, και σε ποια σχέση βρίσκονται με την ουσία και τις υποστάσεις του Θεού. Τέτοιο παράδειγμα, αποτελεί π.χ. ο Μακάριος Αιγύπτιος, που στις ομιλίες του κάνει πολύ λόγο περί των θείων ενεργειών και των συναφών εννοιών με αυτές. (Όπως π.χ. περί χάριτος κλπ.), Τις θείες ενέργειες ο Μακάριος ο Αιγύπτιος, άλλοτε μεν τις προσωποποιεί σαν να ενεργούν από μόνες τους, [όπως π.χ. «ποικίλως εν αυτοίς η χάρις αναστρέφεται και πολυτρόπως οδηγεί την ψυχήν» (ΒΕΠ 41, 252)], άλλοτε τις εξαρτά από τις θείες υποστάσεις, [όπως π.χ. «ο Κύριος δίδωσι την χάριν ερχόμενος και κατοικών εν ημίν» (ΒΕΠ 42, 87)], και άλλοτε τις παριστάνει ως «μία» ενέργεια. [«ταις τρισί της μιας θεότητος υποστάσεσιν» (ΒΕΠ 42, 144) κλπ]. Γι’ αυτό και σωστά πράττει ο Γρηγόριος Παλαμάς, ο οποίος, προς κατοχύρωσιν της περί θείων ενεργειών διδασκαλίας, ουδέποτε ή μάλλον σπανίως αναφέρεται σε συγγραφείς προ των Καππαδοκών θεολόγων.
Μοναδική εξαίρεση επί του προκειμένου αποτελεί ο μέγας Αθανάσιος, ο οποίος δεν κάνει μεν ειδικό λόγο περί θείων ενεργειών, μιλάει όμως σαφώς περί διακρίσεως όχι μόνο μεταξύ των τριών υποστάσεων, άλλα και μεταξύ φύσεως και της βουλήσεώς της (Παράβαλλε Μεγάλου Αθανασίου (ΜΑ), Κατά Αρειανών Β' 2. 3., Γ' 62. ΒΕΠ 30, 180-181. 300. Και: Περί της εν Νικαία συνόδου 31. ΒΕΠ 31, 171). Κατά τον Μέγα Αθανάσιο λοιπόν, τα παρεπόμενα και τα έργα της φύσεως και της βουλήσεως είναι διαφορετικά πράγματα. Το «γεννητό» είναι της φύσεως, και το «ποιητό» είναι της βουλήσεως.
Χωρίς την πραγματική διάκριση μεταξύ της θείας φύσεως και της βουλήσεως αυτής δεν θα ήταν δυνατή η διάκριση μεταξύ των «προϊόντων» της φύσεως και των προϊόντων της βουλήσεως του Θεού, δηλαδή μεταξύ του Υιού και του Πνεύματος αφ’ ενός και των έργων της κτίσεως αφ’ ετέρου. Η βούληση όμως, δεν ταυτίζεται με τη φύση, αλλά διαφέρει και διακρίνεται απ’ αυτή. Είναι «της φύσεως ενέργεια τε και δύναμις» [(ΓΠ), Γ', 127]. Η «διαφορά» μεταξύ φύσεως και βουλήσεως στον Θεό αποτελεί ένα από τα κυριότερα επιχειρήματα της Ορθόδοξης θεολογίας, για στήριξη της πραγματικής διακρίσεως μεταξύ της θείας ουσίας και της ενεργείας αυτής, που πρεσβεύει. ( Μεγάλου Βασιλείου (MB), Κατά Ευνομίου Β' 32. ΒΕΠ 52, 216-217). Το θέλημα δεν είναι ουσία, αλλά «σύνδρομον τη ουσία» (Περί του Αγίου Πνεύματος Η' 21. ΒΕΠ 52, 248). Ομοίως και Κυρίλλου Αλεξανδρείας: «το μεν ποιείν, ενεργείας εστί, φύσεως δε το γεννάν. Φύσις δε και ενέργεια ου τούτον» (Θησαυροί 18. PG 75, 312 C). Επίσης: (ΜΑ, ψευδεπ.), Διάλογος περί της Τριάδος. ΒΕΠ 36, 48, 49. 70-73. Βαθύτατη φιλοσοφικοθεολογική ανάλυση της μεταξύ ουσίας και βουλήσεως «διαφοράς» κάνει ο άγνωστος συγγραφεύς των κειμένων εκείνων που αποδίδονται στον απολογητή Ιουστίνο: Ερωτήσεις Χριστιανικαί προς τους Έλληνας» Γ' 1. ΒΕΠ 4, 160 και εξής, όπως επίσης και ο Ιωάννης Δαμασκηνός στο: «Έκδοσις ακριβής της ορθοδόξου πίστεως» Ι 8, εκδοθέν υπό B. Kotter, 1973, 18 και εξής. Τέλος, και κατά τον Γρηγόριο Παλαμά: «ενέργεια φύσεως η θέλησις» (Γ΄, 53. Παράβαλλε και Β' 167).
Όμως η θεολογία περί της υπάρξεως θείων ενεργειών, όντως διακρινόμενων από τη θεία ουσία και τις υποστάσεις, στηρίζεται κατ' εξοχήν στους όρους της Δ' και Ε' οικουμενικής συνόδου, όπου γίνεται λόγος περί των δύο φύσεων και των δύο θελήσεων και των δύο ενεργειών του Ιησού Χριστού, δηλαδή της θείας και της ανθρώπινης (Παράβαλλε τους «όρους» των Δ΄ Ε΄ και ΣΤ΄ Οικουμενικών Συνόδων, στο: «Μνημεία» του Ιωάννη Καρμίρη, 1(1960), σ. 175, 185 – 200, 222-224). Αυτό το εκφράζει ο άγιος Ιωάννης Δαμασκηνός ως εξής: «Ούτω μία του Χριστού θεανδρικήν ενέργειαν λέγοντες, δύο τας ενεργείας νοούμεν των δύο φύσεων αυτού, της μεν θεότητος αυτού την θείαν και της ανθρωπότητος αυτού την ανθρωπίνην ενέργειαν» (Παράβαλλε Ιωάννη Δαμασκηνού (εφ.: ΙΔ), μν. έργ. ΙΙΙ 19, στο: B. Kotter (εφ.: Κ) 1973, 162. Ομοίως και: (ΜΑ ψευδεπίγραφο), Κηρυκτικόν εις τον Ευαγγελισμόν… 6. ΒΕΠ 36, 209).
Αυτά τα αναφέρουμε προς αποφυγήν των αιρετικών, των «πάντα φυρόντων τα πράγματα και εις ταυτόν αγόντων του Μονογενούς την τε ουσίαν και την ενέργειαν" (ΓΝ, Κατά Ευνομίου Β΄ Ι, 331). Στην ανάπτυξη, λοιπόν, του παρόντος περί ενεργειών του Θεού κεφαλαίου, χωρίς να παραμελήσουμε και τις υπόλοιπες σχετικές μαρτυρίες της ορθόδοξης δογματικής παραδόσεως, θα στηριχθούμε πρώτιστα πάνω στους δύο διαμορφωτές της Ορθόδοξης περί θείων ενεργειών διδασκαλίας, δηλαδή στον Γρηγόριο Νύσσης και στον Γρηγόριο Παλαμά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου