Διαβάζοντας διάφορα σύγχρονα κείμενα πού γράφονται ἀπό θεολογοῦντες καί φιλοσοφοῦντες βλέπω νά γίνεται λόγος γιά τόν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι πρόσωπο, ὁρίζεται ὡς προσωπικότητα, καί ὅτι τό πρόσωπο διαφέρει ἀπό τό ἄτομο καί ἡ προσωπικότητα διαφέρει ἀπό τήν ἀτομικότητα. Ὁρίζεται ὅτι πρόσωπο εἶναι αὐτός πού διακρίνεται γιά τήν ἀγάπη, τήν ἐλευθερία καί τήν αἰώνια μοναδικότητα τῆς ὕπαρξης, ἐνῶ ἄτομο εἶναι μιά βιολογική ἔννοια πού ἁπλῶς προσμετρᾶται.
Πρίν πολλά χρόνια πολλοί εἴχαμε ἐπηρεασθῆ ἀπό τέτοιες ἀναλύσεις καί χρησιμοποιούσαμε αὐτές τίς ἔννοιες, ὁριοθετώντας τήν διαφορά μεταξύ προσώπου καί ἀτόμου. Ὅμως, μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου κατάλαβα ὅτι αὐτές οἱ ἔννοιες προέρχονται κυρίως ἀπό τήν δυτική θεολογία, φιλοσοφία καί κοινωνιολογία, καί δέν ἔχουν οὐσιαστική σχέση μέ τήν πατερική θεολογία.
Αὐτό τό θέμα τό ἔχω θίξει σέ διάφορα πρόσφατα δημοσιευθέντα κείμενα, ἀλλά στό ἄρθρο αὐτό θά τονισθοῦν μέ ἁπλό καί σύντομο τρόπο μερικά σημεῖα γιά νά γίνουν κατανοητά.
1. Πρόσωπο, ὑπόσταση, ἄτομο
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ. χρησιμοποίησαν τούς ὅρους πρόσωπο, ὑπόσταση, ἄτομο, οὐσία, φύση, ὥστε νά ἀντιμετωπίσουν τούς αἱρετικούς πού ἔκαναν χρήση τῆς ἑλληνικῆς φιλοσοφίας γιά νά κατανοήσουν τήν σχέση τῶν Προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. Μέχρι τότε ἐπικρατοῦσε ἡ βιβλική ὁρολογία γιά Πατέρα, Υἱό καί Ἅγιον Πνεῦμα ὡς φῶτα. Ἔτσι, οἱ Πατέρες ὁμίλησαν γιά τρία Πρόσωπα, τοῦ Πατρός, τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, πού ἔχουν κοινή οὐσία-φύση καί ἰδιαίτερο τρόπο ὑπάρξεως, τό ἀγέννητο, τό γεννητό καί τό ἐκπορευτό. Αὐτή ἡ διάκριση καθιερώθηκε στήν ὀρθόδοξη θεολογία.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός ταυτίζει τίς ἔννοιες ὑπόσταση, πρόσωπο, ἄτομο: «Χρή δέ γινώσκειν, ὡς οἱ ἅγιοι Πατέρες ὑπόστασιν καί πρόσωπον καί ἄτομον τό αὐτό ἐκάλεσαν». Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ὑπόσταση, τό πρόσωπο καί τό ἄτομο δηλώνουν τό ἴδιο, καί εἶναι καθεαυτά ἰδιοσύστατα καί ἀποτελοῦνται ἀπό οὐσία καί τόν τρόπο ὑπάρξεως, ἤτοι τό ἀγέννητο, τό γεννητό καί τό ἐκπορευτό.
Ὅσοι κάνουν λόγο γιά πρόσωπο καί ἄτομο στόν ἄνθρωπο ἀποφεύγουν νά ἀναφέρονται στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, τήν ὁποία θεωροῦν ὡς νεοπλατωνισμό, καί στήν πράξη εἶναι ἀντιησυχαστές.
Ἄλλωστε τό ἄτομο ὡς λέξη σημαίνει τό μή τεμνόμενο καί ἑπομένως στά Πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν χωρίζεται ἡ οὐσία ἀπό τά ὑποστατικά ἰδιώματα, καί στόν Χριστό δέν χωρίζεται ἡ θεία ἀπό τήν ἀνθρώπινη φύση.
Πάντως, στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι δυνατόν νά γίνη διάκριση μεταξύ προσώπου καί ἀτόμου καί νά ἀποδοθῆ στό μέν πρόσωπο ἡ ἀγάπη, ἡ ἐλευθερία καί ἡ αἰωνιότητα τῆς ὑπάρξεως, τό δέ ἄτομο νά προσμετρηθῆ ἁπλῶς. Ἄν στόν Θεό χρησιμοποιηθῆ μιά τέτοια διάκριση αὐτό θά συνιστοῦσε ἀπρέπεια, ἀσέβεια. Ἀκόμη καί στόν ἄνθρωπο δέν μπορεῖ νά χρησιμοποιηθῆ, ἔστω καί ὡς παράδειγμα, ἡ διαφορά μεταξύ προσώπου καί ἀτόμου, ἀφοῦ ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής θά γράψη: «Ἄτομόν ἐστι, ... κατά δέ τούς Πατέρας, οἷον Πέτρος ἤ Παῦλος, ἤ τις ἕτερος τῶν καθ᾿ αὑτά ἰδίοις προσωπικοῖς ἰδιώμασι τῶν ἄλλων ἀνθρώπων ἀφοριζόμενος»[1].
2. Ὁ ἄνθρωπος κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ
Ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ πατερική διδασκαλία, δηλαδή ἡ βιβλικοπατερική παράδοση, ἡ ἐμπειρία καί ἡ διδασκαλία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων, γιά τόν ἄνθρωπο χρησιμοποιοῦν κυρίως τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ. Ἤδη στό βιβλίο τῆς Γενέσεως γράφεται ἡ φράση «ποιήσωμεν ἄνθρωπον κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν» (Γεν. α΄, 26).
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ἀναλύοντας τόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό αὐτήν τήν προοπτική, διδάσκουν ὅτι τό κατ’ εἰκόνα εἶναι δυνάμει ὁμοίωση καί τό καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἐνεργείᾳ εἰκόνα. Τό παράδειγμα τοῦ σπόρου πού ἔχει τήν δυνατότητα νά γίνη δένδρον, καί τοῦ δένδρου πού ἔχει τήν ἀφετηρία του στόν σπόρο δείχνει, τηρουμένων τῶν ἀναλογιῶν, τήν σχέση μεταξύ τοῦ κατ’ εἰκόνα καί τοῦ καθ’ ὁμοίωση. Ἄν σκεφθῆ κανείς ὅτι ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου (Κολ. α΄, 15) καί ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ, δηλαδή εἶναι εἰκόνα τοῦ Λόγου, τότε τό καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ ὁμοίωση μέ τόν Χριστό, ἤτοι ἡ θέωση.
Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶδαν τόν ἄνθρωπο μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ προσώπου καί τοῦ ἀτόμου, ὅπως ὁμολογεῖ καί ὁ Λόσκι, ὁ ὁποῖος παρά ταῦτα προσπαθεῖ νά ἑρμηνεύση τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, χρησιμοποιώντας νέα ὁρολογία, ἀλλά τόν εἶδαν κυρίως μέσα ἀπό τήν προοπτική τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση καί ἐκεῖ ἐστήριξαν ὅλη τήν ἀνθρωπολογία καί τήν σωτηριολογία τους.
Βέβαια, δέν ἀγνοῶ ὅτι ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μιλώντας γιά τό ὄνομα τῆς ὑποστάσεως στόν Θεό χρησιμοποιεῖ ὡς παράδειγμα τά ὀνόματα Πέτρος καί Παῦλος. Ὅμως, αὐτά εἶναι ἁπλῶς παραδείγματα, γιατί ὡς τέτοιο παράδειγμα χρησιμοποιεῖ καί τόν ἵππον: «ἤγουν τόν Πέτρον, τόν Παῦλον, τόν τινα ἵππον». Μέ τήν χρήση τοῦ παραδείγματος αὐτοῦ δέν σημαίνει ὅτι τό ζῶο εἶναι πρόσωπο μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης καί τῆς ἐλευθερίας, ἀλλά στήν περίπτωση αὐτή σημαίνει «τήν ἁπλῶς ὕπαρξιν».
Τό γεγονός εἶναι ὅτι οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας σέ μιά σταθερότητα ἐπιμένουν γιά τόν ἄνθρωπο ὅτι εἶναι κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, γιά τό ὅτι μέ τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων χάσαμε τό καθ’ ὁμοίωση, ὄχι ὅμως καί τό κατ’ εἰκόνα, καί ὅτι διά τοῦ Χριστοῦ ὁδηγούμαστε ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση, στήν θέωση. Στά ἔργα τῶν Πατέρων δέν γίνεται λόγος γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο, ὡς ἄτομο, ὡς προσωπικότητα καί ἀτομικότητα, μέ τήν ἔννοια πού ὁμιλοῦν μερικοί στίς ἡμέρες μας. Μιά τέτοια θεώρηση εἶναι μιά μεταπατερική θεολογία.
3. Ὁ δυτικός περσοναλισμός
Ἡ ἑρμηνεία τοῦ ἀνθρώπου μέσα ἀπό τίς ἔννοιες πρόσωπο καί ἄτομο προέρχεται ἀπό τήν δυτική θεολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία καί ἠθική. Εἶναι γνωστές οἱ θεωρίες τοῦ περσοναλισμοῦ. Ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος (354-430 μ.Χ.) ταύτισε τό πρόσωπο μέ τίς ψυχολογικές ἰδιότητες τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή συνέδεσε τό πρόσωπο μέ τήν ἱκανότητα τῆς συνειδήσεως, πράγμα πού ὁδήγησε τήν Δύση στήν ψυχανάλυση. Ὁ Βοήθιος (480-524 μ.Χ.) ταύτισε τό ἄτομο μέ τίς λογικές του ἱκανότητες, ὅπως φαίνεται στόν ὁρισμό ὅτι «πρόσωπο εἶναι ἡ ἀτομική οὐσία τῆς ἐλλόγου φύσεως». Αὐτή ἡ ἄποψη πέρασε διά τοῦ σχολαστικισμοῦ καί τοῦ διαφωτισμοῦ στόν σύγχρονο περσοναλισμό καί ἀκόμη στόν ὑπαρξισμό.
Ὅταν γινόμαστε Χριστιανοί, καί κυρίως ὅταν γινόμαστε μοναχοί καί Κληρικοί ἀπεκδυόμαστε ὅλα τά ἀτομικά μας δικαιώματα καί ὑποτασσόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου μέ τήν ἔννοια τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλευθερίας καί τῆς αἰώνιας μοναδικότητας τῆς ὕπαρξης φαίνεται ὡς σαγηνευτική πού προκαλεῖ τόν σύγχρονο ἄνθρωπο, ἀλλά ἐνέχει πολλούς κινδύνους στό νά ὑπονομευθῆ ἡ θεολογία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ ἀνθρώπου. Ἄν ἐπικρατήση μιά τέτοια ἀντίληψη, τότε ἡ ἀγάπη καί ἡ ἐλευθερία θά συνδέεται μέ τό πρόσωπο, ὁπότε κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος θά ἔχει ἰδιαίτερη ἀγάπη καί ἐλευθερία, καθώς ἐπίσης θά ταυτίζεται τό ἄκτιστο μέ τό κτιστό, θά συγχέεται ἡ τριαδολογία μέ τήν ἀνθρωπολογία, θά ἀποδίδονται στόν Θεό καταστάσεις πού συμβαίνουν στούς ἀνθρώπους, θά ἀποσυνδέεται ἡ θέληση ἀπό τήν φύση καί πολλά ἄλλα. Αὐτό συνιστᾶ ἀλλοτρίωση τοῦ θεολογικοῦ λόγου.
4. Οἱ λόγοι μεταβάσεως ἀπό τό κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση στόν περσοναλισμό
Ἔχω τήν αἴσθηση ὅτι ἡ μετάβαση τῆς σύγχρονης θεολογίας ἀπό τήν θεολογική ἔννοια τοῦ κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση τοῦ ἀνθρώπου, στήν ὁρολογία τοῦ προσώπου καί τοῦ ἀτόμου γίνεται γιά δύο βασικούς λόγους.
Ὁ πρῶτος λόγος εἶναι γιά νά δοθῆ μιά νέα ἑρμηνεία περί τοῦ ἀνθρώπου καί στήν πραγματικότητα γιά νά ὑπονομευθῆ ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν πορεία πρός τήν θέωση, πού γίνεται μέ τήν πρακτική φιλοσοφία, τήν φυσική θεωρία καί τήν μυστική θεολογία, κατά τόν ἅγιο Μάξιμο τόν Ὁμολογητή ἤ κατ’ ἄλλη ἑρμηνεία ἀπό τήν πράξη στήν θεωρία μέ τήν μέθεξη τῆς καθαρτικῆς, φωτιστικῆς καί θεοποιοῦ ἐνεργείας τοῦ Θεοῦ. Πράγματι, ὅσοι κάνουν λόγο γιά πρόσωπο καί ἄτομο στόν ἄνθρωπο ἀποφεύγουν νά ἀναφέρονται στήν διδασκαλία τῶν Πατέρων γιά κάθαρση, φωτισμό καί θέωση, τήν ὁποία θεωροῦν ὡς νεοπλατωνισμό, καί στήν πράξη εἶναι ἀντιησυχαστές καί ἀντίθετοι σέ ὅλη τήν ἀσκητική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ ἄνθρωποι αὐτοί κάνουν λόγο γιά τήν συμμετοχή στά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ὑπονομεύουν τήν φιλοκαλική ζωή. Αὐτό εἶναι βαρύτατο σφάλμα. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἐπισημαίνει: «ἐάν δέ ἐν τῷ φωτί περιπατῶμεν, ὡς αὐτός ἐστιν ἐν τῷ φωτί, κοινωνίαν ἔχομεν μετ᾿ ἀλλήλων, καί τό αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπό πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰω. α΄, 7). Τό πνευματικό νόημα εἶναι σαφέστατο. Ὁ Χριστός εἶναι μέσα στό Φῶς, εἶναι Φῶς ἄκτιστο, πού εἶναι τό Φῶς τῆς θεοπτίας, καί ὅσοι περιπατοῦν μέσα σέ αὐτό τό Φῶς, ἔχουν κοινωνία μεταξύ τους, καί βεβαίως καθαρίζονται ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἀφοῦ ἡ ἁμαρτία εἶναι στέρηση τοῦ Φωτός καί ὅσοι μετέχουν τοῦ Φωτός ἐλευθερώνονται ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔτσι, δέν πρόκειται γιά κάποια ἀφηρημένη «κοινωνία προσώπων», γιά κάποια συγχώρηση ἀπό ἐνοχές, γιά μιά τυπική μετοχή στήν θεία Κοινωνία, ἀλλά γιά κοινωνία μέ τόν Χριστό καί τούς ἀνθρώπους ἐν τῷ Φωτί.
Ὁ δεύτερος λόγος γιά τόν ὁποῖο γίνεται πολύς λόγος σήμερα γιά πρόσωπο καί ἄτομο στόν ἄνθρωπο καί ὄχι γιά κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση εἶναι ἡ μετάβαση ἀπό τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας στήν κοινωνιολογία καί ἠθικολογία, στά λεγόμενα ἀνθρώπινα δικαιώματα. Βεβαίως, πρέπει νά σεβόμαστε τά ἀνθρώπινα δικαιώματα τῶν ἄλλων, ἀλλά δέν εἶναι δυνατόν ὁ θεολογικός καί ἐκκλησιαστικός λόγος νά μετατρέπεται σέ κοινωνιολογικό λόγο καί νά ἐκκοσμικεύεται. Τά ἀνθρώπινα δικαιώματα εἶναι σεβαστά γιά νά ὑπάρχουν μερικά βασικά στηρίγματα στήν κοινωνία, ὥστε νά μή γίνη ζούγκλα. Ὅμως, ὁ Χριστιανός ἀποβλέπει σέ μιά ἄλλη ζωή, θυσιάζει ὅλα τά δικά του ἀτομικά δικαιώματα γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Τό νά στηρίζεται κανείς στήν ἱκανοποίηση τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων εἶναι ἕνας πνευματικός θάνατος.
Στήν Ἐκκλησία διδασκόμαστε καί τό λέμε θριαμβευτικά στήν δοξολογία: «Εὐλογητός εἶ Κύριε δίδαξόν με τά δικαιώματά Σου, εὐλογητός εἶ Δέσποτα συνέτισόν με τά δικαιώματά Σου, εὐλογητός εἶ Ἅγιε φώτισόν με τοῖς δικαιώμασί Σου». Ὁ Χριστιανός ἀγωνίζεται στήν ζωή του συνεχῶς γιά νά διαφυλάξη τά δικαιώματα τοῦ Θεοῦ καί ὄχι νά ἱκανοποιῆ τά δικά του δικαιώματα. Δυστυχῶς, ἡ πλειονότητα τῶν Χριστιανῶν τό «Σου» τό μετέτρεψε σέ «Μου», δηλαδή ζῆ καί προσεύχεται μέ τήν προσευχή «δίδαξόν με τά δικαιώματά Μου».
Ὅταν γινόμαστε Χριστιανοί, καί κυρίως ὅταν γινόμαστε μοναχοί καί Κληρικοί ἀπεκδυόμαστε ὅλα τά ἀτομικά μας δικαιώματα καί ὑποτασσόμαστε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ καί τήν ζωή τῆς Ἐκκλησίας. Στηρίζουμε τήν ζωή μας στήν ὑπακοή, στήν ἐπιθυμία νά φθάσουμε ἀπό τό κατ’ εἰκόνα στό καθ’ ὁμοίωση καί ὄχι στήν ἱκανοποίηση τῶν ἀτομικῶν δικαιωμάτων.
Ὅλα τά ἀνωτέρω δείχνουν ὅτι ὡς Κληρικοί, θεολόγοι μοναχοί καί Χριστιανοί πρέπει νά ὁμιλοῦμε γιά ἀνθρωπολογικά θέματα μέσα ἀπό τούς βιβλικοπατερικούς λόγους «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση» καί ὄχι μέ τούς σχολαστικούς, φιλοσοφικούς ὅρους πρόσωπο καί ἄτομο, προσωπικότητα καί ἀτομικότητα. Ἡ ἀλλοίωση τῆς ὀρθόδοξης ὁρολογίας συνιστᾶ ἀλλοίωση τοῦ στόχου τοῦ ἀνθρώπου, πού συνιστᾶ ἐκκοσμίκευση. Ἐπί τέλους δέν πρέπει νά παρασυρόμαστε ἀπό μερικούς «μεταπράτες» πού μεταφέρουν κάποια ἄλλη παράδοση στήν καρδιά τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας καί ἔτσι νά συντελοῦμε καί ἐμεῖς στήν ὑπονόμευση τῆς Ὀρθοδόξου διδασκαλίας καί ζωῆς.
Ἑπομένως, ἄν θέλουμε νά βρισκόμαστε μέσα στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν πρέπει νά κάνουμε λόγο γιά τόν ἄνθρωπο ὡς πρόσωπο καί ἄτομο, ἀλλά ὡς κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωση Θεοῦ, γιατί αὐτό συντονίζεται στήν ὅλη ὀρθόδοξη διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας καί τήν ὀρθόδοξη ποιμαντική.
Ἰανουάριος 2014
______________
[1] Ἁγίου Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Ἔργα, ΕΠΕ, 15 Α, σελ. 370.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου