Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

«Διάλογος τής Εκκλησίας μέ τήν Δεξιά καί τήν Αριστερά» Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (Δημοσιεύθηκε στήν ιστοσελίδα amen.gr)



Πρόσφατα έγινε συζήτηση στόν εκκλησιαστικό καί ευρύτερο χώρο γιά τόν διάλογο μεταξύ Εκκλησίας καί Αριστεράς πού διεξήχθη τελευταία. Δέν παρακολούθησα τό Συνέδριο αυτό από κοντά, μόνον διάβασα μερικές εισηγήσεις καί τά σχετικά δημοσιεύματα. Μερικές σκέψεις μου καταγράφονται εδώ γιά ευρύτερη συζήτηση καί διευκρίνιση.

1. Η Εκκλησία είναι ένας χώρος ανοικτός σέ όλους, αλλά μέ ορισμένο σκοπό. Πρόκειται γιά μιά ιδιαίτερη κοινωνία πού αποκτά θεολογική σημασία ως Σώμα, τό Σώμα τού Χριστού, ως μιά πνευματική οικογένεια, ένα πνευματικό θεραπευτήριο. Η Εκκλησία δέν λειτουργεί ως μιά ιδεολογία, αλλά ως μιά πνευματική μάνα πού γεννά καί μεγαλώνει τά παιδιά της, ανεξαρτήτως χρώματος, τάξεως, φύλου καί εθνών. Όποιος βλέπει τήν Εκκλησία ως ιδεολογία αποτυγχάνει νά δή τόν βαθύτερο σκοπό της, νά δή τήν δυναμικότητα τής καρδιάς της καί τό πώς διοχετεύει τό αίμα της σέ όλα τά μέλη της, ακόμη καί τά πιό ταπεινά καί εξουθενημένα.

2. Οι όροι «δεξιά» καί «αριστερά» δημιουργήθηκαν ευκαιριακά από τήν θέση πού κατέλαβαν τά μέλη τής Συντακτικής Συνελεύσεως στήν επαναστατημένη Γαλλία τό 1789, πού συζητούσαν αφ' ενός μέν πώς θά λειτουργούσε τό πολίτευμα σέ μιά συνταγματική μοναρχία αφ' ετέρου δέ ποιά θά ήταν η εξουσία τού βασιλιά. Όσοι κάθονταν στά αριστερά ήταν πιό ριζοσπαστικοί-προοδευτικοί, ενώ όσοι κάθονταν στά δεξιά ήταν πιό συντηρητικοί. Έκτοτε αυτοί οι όροι φορτίσθηκαν μέ έντονο κοινωνιολογικό περιεχόμενο, καί απέκτησαν μιά ιδεολογική κατεύθυνση.

Στήν σύγχρονη γλώσσα η έννοια τής δεξιάς συνδέεται μέ τήν συντηρητική καί παραδοσιακή σκέψη, εκφράζεται μέ τήν διατήρηση τής κληρονομικής θρησκευτικότητας, τόν καπιταλισμό, τόν νεοφιλελευθερισμό, τήν ελεύθερη αγορά. Αντίθετα, η έννοια τής αριστεράς συνδέεται μέ τήν σύγχρονη καί ριζοσπαστική σκέψη, τόσο στίς παραδόσεις καί οπωσδήποτε καί τίς θρησκευτικές, όσο καί στόν κοινωνικό χώρο, αφού εκφράζεται μέ τίς αρχές τής ισότητας, τής πολιτισμικότητας καί τού διεθνισμού.
Μεταξύ αυτών τών δύο παρεμβάλλονται οι κεντρώοι καί σοσιαλδημοκράτες, οι οποίοι προσπαθούν νά λειτουργήσουν στό εγελιανό σχήμα θέση, άρνηση, σύνθεση, νά εκφράσουν τόν μεσαίο χώρο. Τά σχήματα αυτά είναι πολύπλοκα γιατί μεταξύ δεξιάς, αριστεράς καί κέντρου κινείται η κεντροαριστερά, η κεντροδεξιά, οι σοσιαλδημοκράτες καί πέρα από αυτούς η ακροδεξιά καί η ακροαριστερά.


Βέβαια, οι παρατάξεις αυτές δέν μπορούν νά ερμηνευθούν ως στεγανοποιημένα σχήματα, αφού στίς δεξιές παρατάξεις συγκαταλέγονται καί άνθρωποι τών λεγομένων κατωτέρων τάξεων, πράγμα τό οποίο ο μαρξισμός θεωρεί ως αφύσικη κατάσταση καί τό ερμηνεύει μέσα από τήν έλλειψη «ταξικής συνείδησης», αλλά καί μέσα από τήν επίδραση τής προπαγάνδας. Τό γεγονός, πάντως, είναι ότι δέν είναι δυνατόν τά κοινωνιολογικά αυτά σχήματα νά στεγανοποιηθούν καί δέν μπορούν νά ερμηνευθούν όλες οι αντιλήψεις τών ανθρώπων μέσα από αυτά τά ιδεολογικά καί κοινωνικά σχήματα.

Αυτό σημαίνει ότι στήν Εκκλησία, πού είναι ένας ανοικτός χώρος, μπορούν νά χωρέσουν όσοι αναζητούν τήν αλήθεια πέρα από κοινωνιολογικά σχήματα, τά οποία ούτως ή άλλως αλλοιώνονται μέ τόν χρόνο καί τίς σκοπιμότητες τών ανθρώπων. Γιά παράδειγμα, ένας συντηρητικός δέν σημαίνει ότι μπορεί νά είναι οπωσδήποτε αληθινός Χριστιανός, έστω κι άν ζή στόν χώρο τής Εκκλησίας καί ένας ριζοσπάστης καί επαναστατικός δέν σημαίνει ότι είναι οπωσδήποτε άθεος καί αντίθεος καί νά θεωρηθή ότι δέν μπορεί νά χωρέση στόν εκκλησιαστικό χώρο.

Άλλωστε, όλο τό κήρυγμα τής Εκκλησίας καί όλη η θεολογία της είναι επαναστατικά εναντίον κάθε κατεστημένου, κάθε υποκρισίας καί συμβιβασμού, κάθε διαφθοράς θεολογικής, κοινωνικής, πολιτικής. Όποιος περιορίζει τήν Εκκλησία σέ κόμματα, παρατάξεις, ιδεολογίες καί σκοπιμότητες, αλλοιώνει τόν οικουμενικό χαρακτήρα της καί τήν μεταμορφωτική αποστολή της. Στήν Εκκλησία ζούν καί φανεροί, αλλά καί κρυφοί μαθητές, καί ο Θεός γνωρίζει τίς καρδιές τών ανθρώπων. Υπάρχουν κατά Χριστόν σαλοί πού είναι αληθινότεροι από τούς κατά κόσμον λογικούς, καί υπάρχουν άνθρωποι πού ζούν στό περιθώριο τής κοινωνικής ζωής καί πού αναζητούν τόν Θεό τής αγάπης, πράγμα πού δέν κάνουν οι ηθικολόγοι υποκριτές, οι οποίοι συμβιβάζονται μέ όλες τίς καταστάσεις.

3. Η Εκκλησία διαλέγεται μέ όλους τούς ανθρώπους, δέν φοβάται τόν διάλογο, γιατί διαθέτει μιά ζωή πού είναι υπέρβαση τού θανάτου. Η διδασκαλία ότι η Εκκλησία είναι τό Θεανθρώπινο Σώμα τού Χριστού δείχνει ότι, όπως τό σώμα έτσι καί αυτή δέχεται τούς πάντες, διαλέγεται μέ όλους, αλλά τελικά παραμένουν σέ αυτήν τά χρήσιμα στοιχεία καί αποβάλλονται τά άχρηστα. Σέ σχέση μέ τόν κόσμο η Εκκλησία δέν είναι ούτε κοσμοθεωρία ούτε διακατέχεται από τήν κοσμοφοβία ούτε όμως οδηγείται στήν εκκοσμίκευση. Όμως, οι Χριστιανοί είναι δυνατόν νά μετατρέπουν τόν Χριστιανισμό σέ ιδεολογία καί νά διακρίνωνται από κοσμοφοβία καί εκκοσμίκευση. Έτσι, ο διάλογος τής Εκκλησίας, όπως απέδειξε η ιστορική διαδρομή της, είναι ο μόνιμος στόχος της καί προκαλεί γονιμοποιήσεις καί μεταμορφώσεις στούς ανθρώπους.

Μέ τόν μόνο πού δέν κάνει διάλογο η Εκκλησία είναι ο διάβολος. Αυτός είναι σκοτεινό πνεύμα, ανατριχιαστικό όν, φορέας τού κακού καί δέν μπορεί νά ωφεληθή από τήν ζωή της, γιατί δέν μπορεί νά μετανοήση. Σήμερα, οι δαιμονικές δυνάμεις στόν κοινωνικό χώρο εκφράζονται μέ δικτατορικές ιδέες, μέ φασιστικές νοοτροπίες, μέ επιδιώξεις καταδυναστεύσεως τών λαών, μέ δυνάμεις βίας, πολέμων, καταληστεύσεως τής ελευθερίας τών ανθρώπων. Μπορεί νά εξακολουθή νά λειτουργή η Εκκλησία καί σέ τυραννικά καθεστώτα, βιώνοντας τήν ελευθερία της ακόμη καί στίς κατακόμβες καί σέ περιόδους διωγμών, αλλά δέν μπορεί νά υποστηρίζη τέτοια καθεστώτα καί νά συνεργασθή μαζί τους υπηρετώντας τόν σκληρό καί απάνθρωπο στόχο τους.

4. Η συζήτηση γιά τήν σχέση μεταξύ Εκκλησίας καί δεξιάς-αριστεράς έγινε στόν Δυτικό κόσμο, γιατί εκεί υπήρχε μεγάλη ανάγκη. Όταν κάνω λόγο γιά ανάγκη δέν εννοώ ανάγκη τής Εκκλησίας, αλλά ανάγκη τής δυτικής θεολογίας, γιατί ο Χριστιανισμός στήν Δύση ενεπλάκη στίς επιδιώξεις καί τά κίνητρα δεξιών παρατάξεων καί ιδεολογιών. Νά θυμίσω τήν ταύτιση προτεσταντικών ομάδων μέ τόν καπιταλισμό, όπως τόν ανέλυσε ο Max Wember, αλλά καί τήν προσπάθεια νά ανεξαρτητοποιηθούν οι Χριστιανοί από τήν καπιταλιστική νοοτροπία, οπότε καί αναπτύχθηκε η λεγομένη «πολιτική θεολογία» καί η «θεολογία τής απελευθέρωσης», όπως παρατηρήθηκε στήν Λατινική Αμερική. Νά θυμίσω ακόμη τήν ανάπτυξη τής «διαλεκτικής θεολογίας» στήν Δύση, ή τήν «θεολογία τής κρίσεως», κυρίως στόν Γερμανικό προτεσταντισμό, επειδή μερικές προτεσταντικές ομάδες συμμάχησαν μέ τίς πολεμικές νοοτροπίες τών Γερμανών ηγετών. Μερικοί προτεστάντες θεολόγοι στήν Δύση αντιτάχθηκαν στήν συμμαχία τού δυτικού Χριστιανισμού, ο οποίος συναίνεσε μέ τόν φασισμό καί τόν ναζισμό. Έτσι, εμφανίσθηκε η λεγομένη «νεορθοδοξία» ή «η θεολογία τής κρίσεως», τής οποίας κύριο σύνθημα ήταν «όχι συναίνεση μέ τόν κόσμο», όπως αναλύει ο καθηγητής Μάριος Μπέγζος.

Έτσι, η σχέση ή ταύτιση τού προτεσταντικού καί τού καθολικού-παπικού Χριστιανισμού μέ τήν νοοτροπία τού κόσμου καί τά πολιτικά δυτικά κόμματα συνιστά πτώση τής Χριστιανικής πίστης. Αυτό σημαίνει ότι στήν Δύση γίνεται λόγος γιά Χριστιανοδημοκρατικά κόμματα πού αντιτίθενται στά σοσιαλιστικά, καί γι’ αυτό υπάρχει ανάγκη διαλόγου μέ τήν αριστερά γιά νά απεμπλακή ο Χριστιανισμός από τήν νοοτροπία τών δεξιών πολιτικών ιδεολογιών.

Κατά συνέπεια, ο διάλογος τής Εκκλησίας μέ τήν αριστερά στήν Ελλάδα είναι εισαγόμενος, αφού στήν Χώρα μας δέν παρατηρήθηκε σέ μεγάλη έκταση η ταύτιση μεταξύ Εκκλησίας καί δεξιών σχημάτων. Άν αυτό έγινε μέ μερικούς Χριστιανούς καί Κληρικούς δέν έγινε αποδεκτό από τήν Εκκλησία, η οποία έλαβε αποστάσεις από όλα αυτά τά σχήματα. Η Ορθόδοξη Εκκλησία δέν ταυτίσθηκε μέ φασισμούς καί ναζισμούς, μέ εθνοφυλετισμούς καί τυραννικά καθεστώτα. Μπορεί νά τά ανέχθηκε, γιατί δέν μπορούσε νά κάνη διαφορετικά, αλλά δέν ταυτίσθηκε απόλυτα μαζί τους.

5. Δέν αρνείται κανείς τό νά γίνεται ένας διάλογος τών θεολόγων καί κληρικών μέ τήν Αριστερά, γιατί στό παρελθόν παρατηρήθηκαν μερικές υπερβολές. Άλλοτε η δεξιά ιδιοποιήθηκε τόν εκκλησιαστικό χώρο, άλλοτε μερικοί Χριστιανοί εναντιώθηκαν στήν αριστερά ή μερικοί αριστεροί αμφισβήτησαν άκριτα τήν Εκκλησία, χωρίς νά αντιλαμβάνωνται ότι άλλο είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως εκφράσθηκε από τούς Πατέρας τής Εκκλησίας, καί άλλο ο δυτικός Χριστιανισμός μέ τίς ποικίλες εκφράσεις του. Επίσης, μπορεί νά γίνη διάλογος μεταξύ θεολόγων καί αριστερών γιά νά διερευνηθούν διάφορα ζητήματα πρακτικής κυρίως φύσεως. Όμως, ο διάλογος αυτός γιά νά γίνη αιτία καλύτερης γνωριμίας πρέπει νά εντοπισθή στήν ουσία τού θέματος καί όχι σέ μερικές εξωτερικές, κοινωνικές συνέπειες. Νομίζω, ότι ένας τέτοιος διάλογος πρέπει νά γίνη σέ τέσσερεις βάσεις.

Η πρώτη είναι η μεταφυσική. Πρέπει νά ερευνηθή τί είναι η μεταφυσική, ποιά είναι τά γνωρίσματά της καί ποιά είναι η στάση τών αριστερών καί τών Ορθοδόξων πάνω στό θέμα τής μεταφυσικής. Είναι δέ γνωστόν ότι τήν μεταφυσική αρνούνται καί οι μαρξιστές καί οι Πατέρες τής Εκκλησίας. Επίσης, η μεταφυσική συνδέθηκε μέ τόν Χριστιανισμό τής Δύσεως, ο οποίος σχετίζεται μέ τόν γερμανικό ιδεαλισμό.

Η δεύτερη βάση είναι ο διαφωτισμός. Πρέπει νά διευκρινισθή γιατί η αριστερά μετέφερε στήν Ελλάδα διαφωτιστικές αρχές, καί εκφράζει τόν διαφωτισμό, αφού ο δυτικός διαφωτισμός γέννησε τόν φιλελευθερισμό ή γεννήθηκε από αυτόν, καί τροφοδότησε τόν καπιταλισμό. Δέν είναι αρκετό νά δέχωνται οι αριστεροί τόν διαφωτισμό, επειδή μερικοί διαφωτιστές ήταν αγνωστικιστές ή δεϊστές ή αθεϊστές καί νά αμνηστεύουν τίς νεοφιλελεύθερες απόψεις του.

Η τρίτη βάση είναι η διαφορά μεταξύ θρησκείας καί Εκκλησίας. Ο Μάρξ αντιτάχθηκε στήν θρησκεία, η οποία εξέφραζε τήν μεταφυσική, τήν μαγεία καί τήν αποχαύνωση τών λαών. Η Εκκλησία, όμως, διαφέρει σαφώς από τήν θρησκεία καί τίς επιδιώξεις της, καί είναι απηλλαγμένη από θρησκευτικές ιδεολογίες, τίς οποίες εκμεταλλεύονται τά τυραννικά καθεστώτα.

Η τέταρτη βάση είναι η διδασκαλία –θεωρητική καί πρακτική– τόσο τής αριστεράς όσο καί τής Εκκλησίας πάνω στήν περιουσία, τόν πλούτο καί τά οικονομικά αγαθά. Τότε θά δοθή η ευκαιρία νά εντοπισθή η κοινωνική διδασκαλία τών Πατέρων τής Εκκλησίας, πού προέρχεται από τήν θεολογία τής Εκκλησίας καί αποδεικνύει ότι η θεολογία τής Ορθοδόξου Εκκλησίας γιά τά υλικά αγαθά είναι ριζοπαστική καί υπερβαίνει όλες τίς σύγχρονες κοινωνιολογικές θεωρίες.

Συμπερασματικά, η Εκκλησία είναι ανοικτή σέ κάθε διάλογο, αρκεί νά γίνεται χωρίς σκοπιμότητες, αλλά μέ ειλικρίνεια καί προσοχή. Μέ τόν διάλογο θά ξεκαθαρίσουν μερικά επιπρόσθετα εξωτερικά στοιχεία, θά γίνη αλληλογνωριμία, γνώση τής άλλης πλευράς. Τουλάχιστον από πλευράς Εκκλησίας πρέπει οι διαλεγόμενοι νά έχουν τά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τών Πατέρων τού 4ου αιώνος, ήτοι τού Μεγάλου Βασιλείου, τού αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, τού αγίου Γρηγορίου Νύσσης κ.ά., οι οποίοι διέθεταν εμπειρική θεολογία, χωρητικότητα διανοίας, χαρίσματα υψηλά, καί αρίστη γνώση τής σύγχρονης πραγματικότητας. Μόνον τότε ο διάλογος μπορεί νά παράγη αποτελέσματα, διαφορετικά θά παραμείνη στό περιθώριο τής εκκλησιαστικής καί κοινωνικής ζωής, θά γίνεται αντικείμενο εκμεταλλεύσεως καί τελικά θά υποβαθμισθή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου