Περί Γραφής: Οι Έξι Αισθήσεις
Η χρήση των αισθήσεων στη λογοτεχνία.
Η χρήση των αισθήσεων στη λογοτεχνία.
Λένε πως η καλή λογοτεχνία περιλαμβάνει όλες τις αισθήσεις. Δεν συμφωνώ ότι πρέπει υποχρεωτικά ένα λογοτέχνημα να περιλαμβάνει όλες τις αισθήσεις για να είναι καλό. Ως συνήθως, όταν λένε πως κάτι «πρέπει» να συμβαίνει πάντα, σίγουρα δεν πρέπει να συμβαίνει πάντα.
Οι αισθήσεις, όμως, είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, αφού μέσω αυτών αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο· και η λογοτεχνία δεν είναι παρά ένα παράθυρο προς τον κόσμο. Εκείνο που πιστεύω, λοιπόν, δεν είναι ότι η καλή λογοτεχνία περιλαμβάνει απαραίτητα όλες τις αισθήσεις, αλλά ότι περιλαμβάνει όσες αισθήσεις χρειάζονται.
Ας δούμε ποιες είναι αυτές οι αισθήσεις και πώς μπορούμε να τις χρησιμοποιήσουμε για να κοιτάξουμε τον κόσμο μέσα από τη λογοτεχνία.
Η όραση είναι η βασικότερη. Θέλοντας και μη θα τη χρησιμοποιήσουμε για να κάνουμε, τουλάχιστον, απλές περιγραφές χώρων, αντικειμένων, ζωντανών όντων. Είναι αδύνατον να γράψεις χωρίς να περιλάβεις την όραση, εκτός αν γράφεις κάποια ιστορία που κεντρικός χαρακτήρας είναι κάποιος που του λείπει η όραση και πρέπει υποχρεωτικά να βασίζεται σε άλλες αισθήσεις για να αντιλαμβάνεται το περιβάλλον. Αυτή, όμως, είναι μια σπάνια περίπτωση. Συνήθως, η όραση είναι η αίσθηση που χρησιμοποιείται de facto, χωρίς καν να σκεφτούμε ότι πρέπει να τη χρησιμοποιήσουμε. Έρχεται αυθόρμητα και εισβάλλει στο κείμενο.
Με την ακοή συμβαίνει το ίδιο, τις περισσότερες φορές. Γράφουμε, για παράδειγμα, «Και τότε, μια δυνατή βροντή ακούστηκε να τραντάζει τον ουρανό» (χωρίς να αναφερόμαστε στο ποιος ακριβώς την άκουσε), ή «Η Ν. άκουσε το τρίξιμο μιας πόρτας πίσω της και στράφηκε να δει ποιος ήταν» (φιλτράροντας μέσα από τις αισθήσεις συγκεκριμένου χαρακτήρα). Η ακοή είναι μια πολύ σημαντική αίσθηση, γιατί, όπως και την όραση, τη χρησιμοποιούμε συνεχώς για να πλοηγούμαστε στον κόσμο που ζούμε. Εισβάλλει κι αυτή στο κείμενο χωρίς να το πολυσκεφτούμε, συνήθως σε κρίσιμες στιγμές, όταν κάτι πρέπει να ακουστεί για να γίνει αντιληπτό, όταν δεν είναι άμεσα παρατηρήσιμο με την όραση. Όμως η ακοή μπορεί να χρησιμοποιηθεί και για να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, επίσης. Για παράδειγμα, όταν ένας χαρακτήρας οδηγεί στο κέντρο της πόλης, η ακοή μπορεί να μας χρειαστεί για να γράψουμε ότι παντού ακούγονται κόρνες, βουίσματα μηχανών, βρισιές από τους οδηγούς, και τα σχετικά. Επομένως, η ακοή απαιτεί λίγο περισσότερη προσοχή από την όραση μέσα σε μια ιστορία, έτσι ώστε να περιλαμβάνεται όχι μόνο εκεί όπου είναι τελείως απαραίτητη αλλά και εκεί όπου μπορεί να προσδώσει κάτι το επιπλέον.
Η όσφρηση έρχεται, σίγουρα, τρίτη. Την ξεχνάμε πάρα πολλές φορές, γιατί και στην καθημερινότητά μας δεν της δίνουμε πολύ σημασία εκτός αν μια οσμή είναι ιδιαίτερα δυνατή. Και η αλήθεια είναι πως ούτε και οι χαρακτήρες στις ιστορίες μας θα πρέπει να δίνουν και τόσο μεγάλη έμφαση στην οσμή. Εξάλλου, αφού δεν δίνουμε εμείς, γιατί να δίνουν αυτοί; Είναι, όμως, μια αίσθηση κατάλληλη για να δείξουμε πράγματα που αλλιώς δεν θα ήταν άμεσα αντιληπτά. Για παράδειγμα, αν κάποιος φορά ένα ακριβό άρωμα, αυτό μπορεί να λέει κάτι γι’αυτόν· αν το φαγητό μυρίζει ωραία, ίσως να είναι σημάδι ότι είναι καλομαγειρεμένο· αν κάποιος βρομάει, ίσως να είναι άπλυτος, ή ίσως να δουλεύει σε κάποιο μέρος όπου η οσμή δεν είναι ευχάριστη. «Το πρώτο πράγμα που παρατήρησα, όταν τον γνώρισα, ήταν η καπνίλα. Όπου κι αν πήγαινε, όσο κι αν πλενόταν, την κουβαλούσε μαζί του. Δήλωνε έτσι, χωρίς να το λέει, ότι ήταν ένας απ’αυτούς που εργάζονταν για τουλάχιστον πέντε χρόνια στα Μεγάλα Εργοστάσια. Ύστερα απ’τα πέντε χρόνια δουλειάς εκεί, λένε, τα Μεγάλα Εργοστάσια πάντα σε ακολουθούν.» Πληροφορίες για έναν χαρακτήρα μέσω οσμής και μόνο.
Και πάμε στην αφή, που μπορεί να διαβάσεις ολόκληρα μυθιστορήματα τα οποία δεν περιλαμβάνουν ούτε μία αναφορά σ’αυτήν. Και πάλι, τούτο δεν είναι τυχαίο. Η αφή δεν είναι μία από τις αισθήσεις που καθημερινά προσέχουμε. Βασικά, δεν την προσέχουμε σχεδόν ποτέ εκτός αν είμαστε αναγκασμένοι να την προσέξουμε: αν, για παράδειγμα, πρέπει να ψηλαφήσουμε μέσα σ’ένα σκοτεινό δωμάτιο για να βρούμε τον δρόμο μας· ή αν πρέπει να ψηλαφήσουμε μέσα σ’ένα βάζο για να βρούμε κάποιο αντικείμενο που έχει πέσει εκεί. Μπορεί, όμως, να χρησιμοποιηθεί και σε πολλές άλλες περιπτώσεις. Για παράδειγμα, το πληκτρολόγιο που αγγίζω τώρα είναι λείο χωρίς να είναι γλιστερό. Το τρίχωμα μιας γάτας είναι λείο και το δέρμα από κάτω μαλακό. Το δέρμα κάποιου που είναι ιδρωμένος κολλάει. Το χράμι με το οποίο σκεπάζεται κάποιος τσιμπάει το δέρμα του. Όλα αυτά είναι θέματα αφής. Η αφή μπορεί ακόμα και να φανερώνει πράγματα για κάποιον χαρακτήρα: «Η Σ. έσφιξε το χέρι της ψηλής γυναίκας και αισθάνθηκε ότι ήταν μαλακό. Αριστοκράτισσα, λοιπόν, σκέφτηκε. Ποτέ της δεν πρέπει να έχει περιποιηθεί τα χωράφια γύρω μας.» Η Σ. μπορεί να έχει δίκιο για την ψηλή γυναίκα, μπορεί και όχι. Το γεγονός ότι τα χέρια της είναι μαλακά, όμως, δίνει μια ένδειξη στη Σ.
Η γεύση είναι άλλη μια σχετικά παραμελημένη αίσθηση, εκτός αν γράφουμε για φαγητά ή ποτά. Δικαιολογημένα, φυσικά. Και σίγουρα δεν χρειάζεται συνέχεια να αναφερόμαστε στη γεύση μέσα σε μια ιστορία. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όμως, μπορεί να προσδώσει κάτι το επιπλέον σε μια σκηνή, να δημιουργήσει ατμόσφαιρα, ακόμα και να δείξει πράγματα για τους χαρακτήρες ίσως. Για παράδειγμα, κάποιος αρχίζει να τρώει ένα σάντουιτς και σκέφτεται ότι είναι σαν σκατά. Δεν έχει δοκιμάσει σκατά (υποθέτουμε) αλλά αυτή την παρομοίωση κάνει μέσα στο μυαλό του. Δείχνει κάτι για τον χαρακτήρα του, αλλά και για το σάντουιτς. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις, η γεύση μπορεί να παίξει ακόμα βασικότερο ρόλο σε μια ιστορία. Για παράδειγμα, κάποιος ειδικευμένος σε τέτοιες δουλειές μπορεί να αναγνωρίσει ένα δηλητήριο βάζοντας μερικές σταγόνες στην άκρη της γλώσσας του. Ή, για λόγους ατμόσφαιρας, μπορεί σε μια ερωτική σκηνή να γράψουμε: «Καθώς τη φιλούσε, μπορούσε να γευτεί το κραγιόν στα χείλη της – μια έντονη γεύση φράουλας.»
Και, τελειώνοντας, φτάνουμε στη λεγόμενη «έκτη αίσθηση», τη διαίσθηση. Ασχέτως αν θεωρούμε πως η διαίσθηση είναι μια αληθινή αίσθηση ή μια παραίσθηση, μπορεί να προσφέρει πολλά σ’ένα λογοτεχνικό κείμενο. Μπορεί να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε την πλοκή μας, να αποκαλύψουμε πληροφορίες για έναν χαρακτήρα, ή να δημιουργήσουμε ατμόσφαιρα. Η διαίσθηση είναι μια αίσθηση που, συνήθως, δεν ξέρουμε από πού ακριβώς προέρχεται και μπορεί να περιλαμβάνει όλες τις άλλες αισθήσεις ή όχι. Παράδειγμα: «Καθώς τον άκουγε να της εξηγεί την κατάσταση, η Ν. καταλάβαινε ότι της έλεγε ψέματα. Δεν μπορούσε να πει πώς ακριβώς το καταλάβαινε – ίσως να ήταν κάτι στον τόνο της φωνής του, ή στα μάτια του – αλλά το καταλάβαινε. Το ήξερε.» Ή, σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί ένας χαρακτήρας να έχει την αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι τον παρακολουθεί. Όλα αυτά είναι διαίσθηση. Η διαίσθηση μπορεί να μας βοηθήσει να σπρώξουμε την πλοκή προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, όταν ένας χαρακτήρας διαισθάνεται κάτι και δρα βάσει της διαίσθησής του. Μπορεί να μας βοηθήσει να δείξουμε κάτι για έναν χαρακτήρα, ανάλογα με το πώς εκλαμβάνει τη διαίσθηση ή τι είδους διαίσθηση έχει. Ή μπορεί, απλά, να μας βοηθήσει να κάνουμε ατμόσφαιρα. Για παράδειγμα: «Καθώς έμπαιναν στον αρχαίο, ερειπωμένο ναό, είχαν όλοι τους την αίσθηση ότι κάποιο αρχέγονο σκότος, μια μαυρίλα της ψυχής, είχε ξαφνικά απλωθεί γύρω τους, παρότι τρύπες υπήρχαν παντού στους μισογκρεμισμένους τοίχους και το πρωινό φως έμπαινε άπλετο.»
Η χρήση όλων των αισθήσεων δεν μεταμορφώνει αυτομάτως τη λογοτεχνία σε «καλή λογοτεχνία», αλλά οι αισθήσεις είναι, αναμφίβολα, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο γύρω μας και, επομένως, απαραίτητες για να αφηγηθούμε μια ιστορία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου