Νίκος Λυγερός: Ανθρωπότητα και Χρόνος
Δεν επιλέγουμε την κοινωνία στην οποία γεννιόμαστε. Αυτή η κοινοτυπία βρίσκεται στη βάση πολλών προβλημάτων για τους ανθρώπους. Αυτά τα προβλήματα είναι μερικές φορές τόσο σημαντικά που τελικά επιλέγουμε να ζήσουμε σ’ αυτή την κοινωνία χωρίς να συνειδητοποιούμε ότι πρόκειται απλά για μια επιβίωση σ’ ένα γραμμικό τμήμα του χρόνου που στερείται την ελευθερία της σκέψης. Έτσι ο κόσμος μεταμορφώνεται σ’ ένα σύμπαν του Kafka όπου το ακατανόητο και το αυθαίρετο αποτελούν το νόμο. Ακόμα και μία επανάσταση του Camus το μόνο που πετυχαίνει είναι να δείξει τη σημασία του παράλογου έστω και αν η κυριαρχία του μπορεί να τεθεί υπό αμφισβήτηση από τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης του παράλογου. Ένας πιο αποτελεσματικός τρόπος να ερμηνεύσουμε αυτό το παράλογο είναι να πούμε ότι αποτελεί την αποδοχή του ό,τι ζούμε σε μια κοινωνία την οποία δεν έχουμε επιλέξει και στην οποία όλα διέπονται από το σύστημα. Μόνο που για τους ανθρώπους, η επιλογή να ζουν σε μια τέτοια κοινωνία δεν είναι αναγκαία και ακόμα λιγότερο απαραίτητη. Για την ανθρωπότητα, αυτή η επιλογή δεν αντιπροσωπεύει τίποτα, πρόκειται απλώς για αποδοχή της κυριαρχίας της κοινωνίας επ’ αυτής. Η συνειδητοποίηση του να μην ανήκεις μόνο σ’ αυτή την κοινωνία είναι ήδη ένα πρώτο βήμα προς την απελευθέρωση του ανθρώπου από το ζυγό του παράλογου. Η επανάσταση μέσω της άρνησης της κοινωνικής δικτατορίας είναι το δεύτερο βήμα. Διότι στη συνέχεια είναι αναγκαίο να αντιληφθούμε την ανάγκη να δημιουργήσουμε για την ανθρωπότητα. Ακόμα και αν την αντιπροσωπεύαμε ως ένα πεδίο, θα έπρεπε να δούμε τους ανθρώπους ως υλοποιήσεις της ανθρώπινης κυματοσυνάρτησης. Σ’ ένα άλλο πλαίσιο, πρέπει να κατανοήσουμε την αυθαιρεσία της κοινωνίας με την έννοια της τοποθέτησης. Ίσως είμαστε κομμάτια τοποθετημένα σε μια κοινωνική σκακιέρα μόνο που δεν πρέπει να ενδιαφερόμαστε σε ποια φάση της παρτίδας βρισκόμαστε ή ακόμα ποια παρτίδα παίζουμε, αλλά για τους παίκτες. Ένα τοπικό όραμα των πραγμάτων δεν προσφέρει και πολλές προοπτικές. Διότι έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του ορίζοντα. Εφόσον δεν μπορεί να δει παραπέρα, θεωρεί ότι δεν υπάρχει παραπέρα. Όμως στο επίπεδο της ανθρωπότητας, μόνο το παραπέρα έχει πραγματική σημασία. Το να αποδεχτούμε ότι ανήκουμε σε ένα γραμμικό τμήμα του χρόνου δεν επιτρέπει καμιά μανούβρα τακτικής και ακόμα λιγότερο στρατηγικής. Ενώ η συνειδητοποίηση ότι ανήκουμε στην ανθρωπότητα εξουδετερώνει το πρόβλημα του ορίζοντα. Εργαζόμαστε σ’ ένα πλαίσιο που είναι προσβάσιμο μόνο για το έργο. Και είναι με αυτή την έννοια που το έργο δημιουργεί το ον. Το ον μετατρέπεται σε ανθρώπινο ον μέσω του έργου που αποτελεί μία συμβολή για την ανθρωπότητα. Εισερχόμαστε, λοιπόν, στο εξής νοητικό σχήμα: μια τοπική κίνηση μπορεί να έχει ολικές επιπτώσεις. Σύμφωνα με τη στρατιωτική στρατηγική όπου μία κίνηση θεωρείται καλή, όταν προκαλεί ενόχληση στον αντίπαλο, όπως είπε ο σκακιστής Emanuel Lasker, πρέπει αυτή τη φορά να επιλέξουμε τις κινήσεις που έχουν επιπτώσεις στην ανθρωπότητα εάν πραγματικά θέλουμε να γίνουμε άνθρωποι.
Για να κατανοήσουμε βαθύτερα τα χαρακτηριστικά της ανθρωπότητας, είναι καλό να ενδιατρίψουμε στο κουαρτέτο «Οι παραφωνίες» του Wolfgang Amadeus Mozart και την ενόχληση που προκάλεσε στην εποχή του αλλά και μετέπειτα. Το σημείο διένεξης είναι η απόρριψη της μουσικής αρμονίας του δασκάλου. Οι παραφωνίες θεωρήθηκαν λάθη τα οποία οι ειδικοί της κοινωνίας όφειλαν να διορθώσουν για το καλό όλων. Όμως κανείς δεν μελέτησε το έργο του. Διότι αυτή η τεχνική είχε ήδη χρησιμοποιηθεί στη «Μαγική Φλογέρα». Μόνο που εδώ ήταν σε ένα πλαίσιο σχετικά ξεκάθαρο και πάνω στο θέμα Ordo ab chao. Έτσι η κοινωνία δεν τα αντιμετώπισε με την ίδια καχυποψία. Ενώ ο δάσκαλος επιδίωξε την παρουσία παραφωνιών στο κουαρτέτο σε ντο μείζονα. Αποδεικνύει την ανάγκη να τεθούν στο σχετικά κλασικό και συμβατικό πλαίσιο μουσικές ιδιομορφίες απόλυτα χαρακτηριστικές. Υπογράφει το έργο του και με αυτόν τον τρόπο έχουμε μία διαχρονική υπογραφή της ίδιας της ανθρωπότητας. Δεν έλαβε υπόψη του κοινωνικούς θεσμούς που τον έβλεπαν σαν ένα μουσικό πολύ περίπλοκο και πολύ ευφυή για το γούστο τους. Διότι η ουσία για την κοινωνία δεν είναι η δημιουργία, μα η διασκέδαση. Γι’ αυτόν το λόγο, η μουσική δεν πρέπει με κανένα τρόπο να είναι δέσμια. Όμως η επιδίωξη μιας δημιουργίας που εκτείνεται πέραν των κοινωνικών θεσμών για ν’ αγγίξει αυτό που θεωρεί ουσιώδες, αποτελεί μία αμφισβήτηση της κοινωνικής δομής. Ο μουσικός δεν είναι μόνο ένα στοιχείο για να διασκεδάζει την παρέα. Έχει μία ξεκάθαρη σκέψη που δεν αρκείται στο να ακολουθεί τους κοινωνικούς κανόνες. Αποδεικνύει την ανάγκη να εκφράσει κάτι βαθύτερο έστω κι αν αυτό δεν είναι άμεσα προσβάσιμο από την πλειονότητα. Αυτό δεν σημαίνει ωστόσο ότι γίνεται οπαδός του δόγματος που επιβεβαιώνει ότι η τέχνη είναι μόνο για την τέχνη, διότι αυτό συνιστά μόνο και μόνο μία μορφή εξεζητημένου σολιψισμού. Το παράδειγμα του Mozart σίγουρα δεν είναι αυτού του τύπου. Η αναζήτηση του Mozart δεν ήταν μόνο εσωτερική. Λόγω της μεγαλοφυΐας του ήξερε πως δεν χρειαζόταν να αναλύσει τον ίδιο του τον εαυτό. Έχοντας επίγνωση ότι υπάρχει για τους άλλους, εκμεταλλεύτηκε όλα τα μέσα που είχε στη διάθεσή του για να δημιουργήσει ένα έργο το οποίο θα είχε νόημα για την ανθρωπότητα και όχι για την κοινωνία στην οποία ανήκε μόνο τυπικά. Αυτή η διαφορά είναι ουσιώδης. Η ευφυΐα επικοινωνεί ή πιο συγκεκριμένα προσφέρει σε όλους έστω και αν μόνο μερικοί μπορούν να έχουν πρόσβαση στο έργο της. Επιπλέον, χρησιμοποιεί τα έργα των προκατόχων του αντλώντας απευθείας από τις πηγές για να αποφύγει την επίδραση των κοινωνικών κριτικών που δεν παύουν να κρίνουν για να ερμηνεύσουν με το δικό τους τρόπο το έργο του. Το αρχικό χειρόγραφο έστω και αν ήταν μόνο ένα προσχέδιο ή μία καταγραφή σημειώσεων μάς δίνει πολύ περισσότερες πληροφορίες από τα επιπόλαια σχόλια των δήθεν ειδικών οι οποίοι, με το πρόσχημα ότι ζουν σε μία κοινωνία του μέλλοντος σε σχέση με το δημιουργό, θεωρούν ότι μπορούν να κατανοήσουν την ουσία ενός έργου εγκλωβίζοντάς το σε μία εποχή. Όμως το έργο μίας ιδιοφυΐας δεν ανήκει σε καμία κοινωνία. Είναι μόνο και μόνο ένα απαραίτητο στοιχείο της δομής της ανθρωπότητας.
Ο πόλεμος ανάμεσα στις κοινωνίες και την ανθρωπότητα στηρίζεται κυρίως στο εξής νοητικό σχήμα: η πάλη της τύχης εναντίον της ανάγκης. Το τυχαίο στοιχείο της ύπαρξης και η ανάγκη για δημιουργία λειτουργούν όπως τους αντιπάλους σε μια μονομαχία όπου όλα επιτρέπονται. Από κοινωνικής άποψης, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα. Η κοινωνία ποτέ δεν έχει παράξει τίποτε καλύτερο από την αρχή του Μακιαβέλλι. Όσον αφορά στην ανθρωπότητα, που είναι αναγκαστικά ταγμένη στην αξιολογία έτσι ώστε να μπορέσει να εξελιχθεί, είναι διατεθειμένη να υποστεί όλες τις θυσίες για να διασχίσει το χρόνο. Η πρώτη αγωνίζεται εναντίον του χρόνου, διότι επιδιώκει την αθανασία. Η δεύτερη ενεργεί με το χρόνο, διότι γνωρίζει τον εφήμερο χαρακτήρα του. Το παράδοξο έγκειται στη δύναμη του αδύνατου που παρά την υπεροχή του ισχυρού, κατορθώνει να διασχίζει τους αιώνες σημαδεύοντάς τους με την υπογραφή του. Η κοινωνία επηρεασμένη από το φαινόμενο της μόδας, δεν μπορεί να αντιληφθεί το φαινόμενο των άκρων και δεν κατορθώνει να δημιουργήσει διαμπερείς χρονικές δομές. Είναι εγκλεισμένη μέσα σ’ έναν τεχνητό πύργο ο οποίος από ανθρώπινης πλευράς δεν είναι παρά μία τεράστια αίθουσα βασανιστηρίων. Επιχειρεί να διεξαγάγει τη δίκη της ανθρωπότητας, αλλά δεν φθάνει στο πέρας του πύργου. Δημιουργεί μία χωρική εξουσία και βρίσκεται σε διαμάχη με μία χρονική διάσταση. Ανίκανη να διαχειριστεί το χρόνο, η κοινωνία βασίζεται στο χώρο για να θεμελιώσει την υπεροχή της. Ελέγχοντας κατά τρόπο αποκλειστικό τον εδαφικό χώρο, πιστεύει ότι επιβάλλεται στον πολιτιστικό χώρο. Βέβαια, αντιμετωπίζει δυσκολίες με ορισμένες κουλτούρες οι οποίες φαίνεται να αντιστέκονται περισσότερο από κάποιες άλλες έναντι των επιθέσεών της. Έτσι, μερικές φορές αποφασίζει να διαπράξει γενοκτονία σε μια προσπάθεια να βάλει τα πράγματα στη θέση τους. Μόνο που το ανθρώπινο δικαίωμα αρχίζει να έχει επίδραση στον τομέα του διεθνούς δικαίου, το οποίο παρά τους οπαδούς του Realpolitik δεν βασίζεται μόνο στην οικονομική δύναμη. Στην ουσία, η οικονομική δύναμη δεν έχει πραγματικό νόημα παρά μόνο στους κόλπους της κοινωνίας. Διότι η ανθρωπότητα δεν έχει ούτε να πουλήσει ούτε να αγοράσει τίποτα. Έτσι, υπάρχει στο εξής η δυνατότητα να καταδικαστούν οι γενοκτονίες, αυτά τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας. Οι δήμιοι κάθε κοινωνίας δεν μπορεί πλέον να παραμένουν ατιμώρητοι, διότι η ανθρωπότητα αντίθετα με την κοινωνία, δεν ξεχνά. Μπορεί να πληγώνεται, ενώ η κοινωνία παραμένει αλώβητη, αλλά η ανθρωπότητα χρησιμοποιεί τις πληγές της για να γράψει την ιστορία της. Η ιστορία της ανθρωπότητας είναι, βέβαια, ανώφελη για την κοινωνία που ζει μόνο μέσα στο παρόν, αλλά είναι ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο που είναι υπέροχη. Διότι με έναν ιδιαίτερο τρόπο, είναι ακόμα ωραιότερη όταν είναι ανώφελη. Μέσα στο πλαίσιο αυτού του πολέμου ανάμεσα στις κοινωνίες και την ανθρωπότητα, το ωφέλιμο μάχεται εναντίον του ανώφελου, ο χώρος παλεύει εναντίον του χρόνου, οι πραγματικότητες εναντίον των οραμάτων. Και αυτό μας βοηθά να αντιληφθούμε πόσο μόνη είναι η ανθρωπότητα. Μόνο που αυτή η μοναξιά είναι επίσης το χαρακτηριστικό της σπανιότητάς της, αν όχι της μοναδικότητάς της. Όπως συμβαίνει με τις ιδιομορφίες και τις ανωμαλίες, χαρακτηρίζει τη νοόσφαιρα ως μία γνωστική γενίκευση του θεωρήματος του Riemann για τις πολλαπλότητες. Με άλλα λόγια, είναι τόσο μοναχική όσο και ουσιαστική. Είναι η ιδιαιτερότητα της ύπαρξής της και όχι το αποτέλεσμα του μοιραίου. Είναι η μονάδα μιας βασικής δομής.
Η κοινωνία δεν είναι παρά ένα δόγμα. Όλη της η δύναμη και η αδυναμία προέρχονται από το γεγονός αυτό. Το να πιστεύουμε σ’ αυτήν, την καθιστά ισχυρή. Το να την αμφισβητούμε, την αποδυναμώνει. Εντυπωσιάζει το άτομο, ενώ φοβάται τον άνθρωπο. Το άτομο την επιβεβαιώνει, ενώ ο άνθρωπος την θέτει σε κίνδυνο. Ως δόγμα, εκμεταλλεύεται την ευπιστία του κόσμου. Επιπλέον, στηρίζεται στην ανεπάρκεια ιστορικών γνώσεων μετατρέποντας έτσι την πανταχού παρουσία της σε παντογνωσία. Το κοινωνικό σύστημα τα ξέρει όλα και ασχολείται με όλα. Όσον αφορά στη γραφειοκρατία του, αποτελεί μία συγκαλυμμένη μορφή δικτατορίας. Είναι εξάλλου γι’ αυτόν το λόγο που τις καλύτερες υλοποιήσεις, με την αυστηρή έννοια του όρου, τις αποτελούν τα απολυταρχικά καθεστώτα τα οποία δεν μπόρεσαν να αποφύγουν τη διάπραξη ενός εγκλήματος εναντίον της ανθρωπότητας. Όταν η εξουσία δεν επαρκεί, πρέπει να επιστρατευτεί η «βοήθεια» της βαρβαρότητας. Αυτή η τελευταία εμφανίζεται ως το έσχατο κοινωνικό εργαλείο. Όταν το σύστημα έρχεται αντιμέτωπο με πολιτιστικές και θρησκευτικές αντιστάσεις, η ύπαρξη των οποίων θέτει υπό αμφισβήτηση την κυρίαρχη ιεραρχία, τότε αλλάζει στάση και παίρνει τα πράγματα στα χέρια του, κατά βάρβαρο τρόπο. Ερμηνεύει αυτές τις αντιστάσεις ως εσωτερικές τριβές. Πρόκειται, λοιπόν, για ανατοποθέτηση τάξης εφοδιαστικής αλυσίδας από πλευράς του συστήματος. Άρα, η έσχατη λύση συνίσταται στη χρήση των μέσων του ολικού πολέμου εναντίον ενός αφοπλισμένου πληθυσμού. Αυτό που κάνει είναι να εφαρμόζει το δόγμα του. Με τρόπο μαζικό, επιβάλλει το νόμο του χωρίς να επιτρέπει την παραμικρή αμφισβήτηση. Οι χρονολογίες αυτών των εγκλημάτων είναι μακρινές, όμως είναι απαραίτητο να τις έχουμε κατά νουν για να καταλάβουμε τη σημασία της ανθρωπότητας. Διότι καθένα από αυτά τα εγκλήματα αποτελεί μία πληγή η οποία χαρακτηρίζει τη δομή της αντίστασης της ανθρωπότητας έναντι αυτών των χρονικών παρεμβολών. Οι γενοκτονίες των Αρμενίων, των Ποντίων, των Ουκρανών, των Εβραίων, των Καμποτζιανών αποτελούν παραδείγματα. Έστω και αν ακολουθούν το ίδιο σχήμα αφανισμού όπως τις φάσεις του Stanton, αυτές οι γενοκτονίες φέρουν κάθε φορά δομικά στοιχεία για την ανθρωπότητα και όχι μόνο για τα απολυταρχικά καθεστώτα. Διότι η βαρβαρότητα των τελευταίων μετριέται επίσης και με την αντίσταση των θυμάτων και των δικαίων. Χωρίς την ανθρώπινη αντίσταση, η κοινωνική γενοκτονία θα ήταν το τέλειο έγκλημα. Όμως κάθε φορά, οι άνθρωποι επαναστατούν και αγωνίζονται ενάντια σ’ αυτή την πράξη βαρβαρότητας. Η ανθρωπότητα μοιάζει με τη φύση. Δεν συνειδητοποιούμε την πραγματικότητά της παρά μόνο όταν την καταστρέφουμε. Και γίνεται χειροπιαστή μόνο όταν αντιστέκεται σ’ αυτή την καταστροφή. Τα θύματα και οι δίκαιοι αποκτούν την υπόστασή τους μέσα από αυτή την πράξη βαρβαρότητας η οποία επιχειρεί να τους εξαφανίσει. Όπως δεν έχουν θέση μέσα στο δόγμα, πρέπει το σύστημα να τους σβήσει. Έτσι, η ανθρωπότητα εμφανίζεται με αποτελεσματικό τρόπο μέσω των αντιστασιακών ομάδων. Διότι σε τοπικό επίπεδο, είναι αυτούς που ονομάζουμε ανθρωπότητα. Αυτοί οι θύλακες αντίστασης είναι χρονικοί κρίκοι οι οποίοι αρνούνται τη γραμμικοποίηση του συστήματος. Παρουσιάζονται ως αντιδραστικά στοιχεία διότι αντιπροσωπεύουν την ανατροφοδότηση της κυβερνητικής. Αυτό το κύκλωμα προς τα πίσω σε σχέση με τη γραμμική εξέλιξη προκαλεί σύγκρουση.
Όταν βρεθούν αντιμέτωποι με την καταπίεση, οι άνθρωποι αντιστέκονται. Μόνο που δεν είναι η κοινωνία που τους έμαθε να αντιστέκονται. Ποιος είναι, λοιπόν, ο λόγος αυτής της αντίστασης και μερικές φορές ακόμα και της θυσίας; Σ’ αυτό το νέο πλαίσιο σκέψης, η απάντηση είναι φυσιολογική. Είναι ακριβώς η ανθρωπιά τους που αντιστέκεται διότι έχει την ικανότητα να συλλάβει το νόημα της αποτυχίας. Και η μη αποδοχή της αποτυχίας είναι μία μορφή συνεισφοράς. Στην πραγματικότητα, σ’ ένα γενικότερο πλαίσιο ή μάλλον σ’ ένα θερμοδυναμικό πλαίσιο, η αύξηση της εντροπίας δεν είναι μόνο μία τυπική αποτυχία. Μερικές φορές πρόκειται περί πραγματικής αποδιάρθρωσης. Έτσι το κυβερνητικό όραμα της ανθρωπότητας έρχεται αναγκαστικά σε αντίθεση με μια τέτοια αποτυχία η οποία δεν αφορά κατ’ ανάγκην κάποια εδάφη· μπορεί να είναι μία κουλτούρα, μία γλώσσα, μία παράδοση ή ακόμα και μία θρησκεία. Γιατί ορισμένες κουλτούρες επιμένουν να υπάρχουν; Γιατί ορισμένοι λαοί είναι τόσο δεμένοι με τη γλώσσα τους ενώ αυτή είναι σπάνια; Γιατί μία παράδοση μπορεί να είναι τόσο σημαντική; Γιατί μία θρησκεία αντιστέκεται στην καταπίεση; Διότι η ανθρωπότητα οικοδομείται επίσης με βάση την άρνηση της αποτυχίας, την άρνηση της λήθης. Η ανθρωπότητα δεν αρκείται στο να θυμάται, αρνείται να ξεχνά. Δεν λειτουργεί μόνο στον κατασκευαστικό τομέα. Επιπλέον, αντιτίθεται στη διαγραφή, στον αφανισμό. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που δεν πρέπει να θεωρούμε τους παγκόσμιους πολέμους μόνο ως ολικές συγκρούσεις και κυρίως κοινωνικές. Σ’ αυτούς τους πολέμους, πολλές μάχες δόθησαν στο βουνό, μακριά από συμβατικούς στρατούς. Και ούτε επρόκειτο για μικρές αναπαραγωγές κοινωνιών. Το βουνό εμπεριείχε την ιδέα της ύπαρξης για τον άλλο. Πέραν του ό,τι αποτελεί ένα χώρο περιορισμένο, το βουνό ενεργούσε υπέρ της ανθρωπότητας. Είχε επίγνωση ότι έδινε μάχη εναντίον ενός καταπιεστικού συστήματος που επεδίωκε να απανθρωπίζει τους ανθρώπους. Ακόμα και χωρίς συντονισμό, οι αντιστασιακές ομάδες ενεργούσαν για τους άλλους. Έπρεπε να αντισταθούν έστω και αν ήταν οι μόνοι που θα το έκαναν. Ήταν ζήτημα ανάγκης. Μόνο που η ανθρωπότητα έπρεπε να οργανωθεί σ’ έναν αγώνα εναντίον ενός ολικού συστήματος. Ο πληθυσμός δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι διότι ήταν φυσιολογικά προσηλυτισμένος σ’ ένα άλλο σύστημα που εκείνη την εποχή θεωρείτο αήττητο. Όσο για συνεργασία, δεν αποτελούσε απλώς μία υποταγή, αλλά επίσης μία προσπάθεια αντιλογίας στο κοινωνικό σύστημα. Από πλευράς συνεργασίας, η απορρόφηση των κοινωνικών συστημάτων από κάποιο σύστημα πιο ισχυρό και πιο σφαιρικό ήταν μία απλή ενσωμάτωση με τη μαθηματική έννοια του όρου. Η τυπική αλλαγή δεν είχε καμία δομική επίπτωση. Είναι, λοιπόν, γι’ αυτόν το λόγο που οφείλουμε να αποδώσουμε διπλή τιμή σ’ έναν άνθρωπο όπως τον Jean Moulin. Από τη μια πλευρά αρνήθηκε να μετέχει στο σύστημα και από την άλλη οργάνωσε μία ανθρωπότητα που δεν ήθελε να χαθεί. Και όλα αυτά τα έκανε θυσιάζοντας την ίδια του τη ζωή αποδεχόμενος ότι δεν απομένει τίποτα στον ίδιο και στους σύγχρονούς του παρά μόνο το έργο του. Ήταν, λοιπόν, τόσο ανώφελος όσο και ενοχλητικός για το σύστημα. Όμως αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά, τα οποία για το σύστημα είναι αρνητικά, είναι πολύ συχνά συνδεδεμένα με την ιδέα της ανθρωπότητας. Η κατανόηση του φαινομένου Jean Moulin συνεπάγεται την κατανόηση ενός κομματιού της ανθρωπότητας. Ένας μόνο άνθρωπος για να συλλάβουμε την ουσία, διότι για την ανθρωπότητα η ουσία βρίσκεται σε κάθε άνθρωπο.
Η γραφειοκρατία της κοινωνίας επιδιώκει συστηματικά την εξάλειψη κάθε ίχνους ανθρωπιάς στις διαδικασίες της. Τη θεωρεί ενοχλητική. Η ύπαρξή της ανθρωπιάς επιτρέπει να βγαίνουν στην επιφάνεια συναισθήματα τα οποία αμφισβητούν τις εντολές. Έτσι λοιπόν, οι εντολές αποτελούν τα diktats της κοινωνίας. Οι αρχές δεν πρέπει να τίθενται υπό αμφισβήτηση από τις αξίες. Διότι οι αξίες είναι διαχρονικές, γεγονός που εμποδίζει την κοινωνία να επιβεβαιώνει την υπεροχή της. Οφείλει να αποφεύγει τη μετωπική σύγκρουση του τύπου Αντιγόνης-Κρέοντα έστω και αν γνωρίζει ότι μέσα απ’ αυτήν θα αναδειχθεί νικήτρια. Διότι παρά τη νίκη της κοινωνίας, ενεργοποιείται ένα καινούργιο παράδειγμα, η ύπαρξη του οποίου ενισχύει το νοητικό σχήμα της αντίστασης. Ακόμα και αν η αντίσταση είναι χαμένη από χέρι σε συγχρονικό επίπεδο, δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι της λείπει η αξία σε διαχρονικό επίπεδο. Όπως η κοινωνία βασίζεται στην κυριαρχία του παρόντος, πρέπει να κοστίζει όσο κοστίζει να αποφευχθούν τα σπέρματα του μέλλοντος. Το νοητικό σχήμα της μνήμης του μέλλοντος είναι ένα από τα ισχυρότερα στη δομή της ανθρωπότητας. Ακόμα και η δημιουργία μίας κατάστασης που κανονικά θα φαινόταν ανέφικτη έχει επιπτώσεις στο μέλλον. Γι’ αυτόν το λόγο, η σύγκρουση μεταξύ των σκλάβων του Σπάρτακου και της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας άφησε ίχνη, πολύ ενοχλητικά για την κοινωνία. Στην πραγματικότητα, τα άτομα που υπήρχαν μόνο και μόνο χάρις στη διασκέδαση που προκαλούσαν στη μάζα έτσι ώστε να διατηρείται η ασφάλεια του συστήματος, κατόρθωσαν να εξεγερθούν, να αγωνιστούν και μάλιστα να κερδίσουν μάχες. Υπάρχει λοιπόν, από ανθρώπινης άποψης, ένα παράδειγμα προς μίμηση. Διότι δείχνει ότι η εξέγερση είναι εφικτή και ως εκ τούτου το σύστημα δεν είναι ακατανίκητο, σε αντίθεση με το τι πιστεύει ο κόσμος που αποτελεί τη μάζα της κοινωνίας. Ο ανατρεπτικός χαρακτήρας αυτών των παραδειγμάτων είναι τρανταχτός για την κοινωνία. Οφείλει, λοιπόν, από τη μια να ενισχυθεί για να τα σβήσει από τη μνήμη και από την άλλη να μην τα παράγει πλέον. Διότι η κοινωνία δεν μπορεί να έχει ήρωες, μόνο θεούς. Διότι μόνο οι θεοί είναι αθάνατοι. Άρα μόνο αυτοί μπορούν να αποτελούν παραδείγματα. Ενώ οι ήρωες, εφόσον είναι θνητοί δεν μπορούν παρά να είναι ανατρεπτικοί δεδομένου ότι υπερβαίνουν τους εαυτούς τους για να εκτελέσουν ένα ανδραγάθημα μη προσβάσιμο στους κοινούς θνητούς, δηλαδή στη μάζα. Όπως δεν ανήκουν στο σύστημα, δεν έχουν οι ήρωες το δικαίωμα να ενεργούν με αυτόν τον τρόπο. Αλλιώς, η μάζα θα είχε το δικαίωμα να ονειρεύεται άλλα πράγματα. Ενώ έτσι η κοινωνία αποτελεί το μόνο δυνατό όνειρο. Οτιδήποτε άλλο αποκλείεται διότι τα θεμέλια της κοινωνίας είναι μοναδικά. Η μάζα πρέπει να ζει με τη μόνιμη ελπίδα μιας καλύτερης κατάστασης η οποία θα επέλθει μόνο μέσω του συστήματος. Το σύστημα πρέπει να χειρίζεται τη μάζα κατά τέτοιο τρόπο ώστε αυτή να αναζητεί μόνο την ευτυχία. Κάθε συναίσθημα που δεν ανταποκρίνεται σ’ αυτή την αναζήτηση είναι a priori ανατρεπτικό για την κοινωνία. Άρα η ιδέα της θυσίας έρχεται σε αντίθεση με την ευτυχία. Έτσι η κοινωνία δεν επιθυμεί ούτε ήρωες, ούτε θυσίες και ο λόγος είναι απλός: και τα δύο παράγουν φαινόμενα μνήμης. Γι’ αυτό, η μνήμη έχει το στίγμα της ανθρωπότητας και του χρόνου. Έτσι η γραφειοκρατία οφείλει να κάνει ό,τι μπορεί για να μην επιτρέψει αυτό το πράγμα. Οι άνθρωποι μετατρέπονται σε άτομα, τα άτομα σε ανώνυμους και οι ανώνυμοι σε νούμερα. Υπάρχει μόνο μία ιεραρχία και πρέπει να είναι απόλυτη. Έτσι είναι γραμμική. Η κοινωνία είναι μία μακριά ουρά της οποίας το κεφάλι δεν βλέπει κανείς. Εξάλλου αυτό δεν έχει καμία σημασία διότι η ουσία έγκειται στο να γνωρίζουμε ότι το δηλητήριο βρίσκεται στην ουρά, όπως έλεγαν οι Ρωμαίοι.
Για να προχωρήσουμε με την ανάλυση της Ανθρωπότητας, πρέπει να εξετάσουμε τη μοναξιά της νοημοσύνης και τη σπανιότητα της αντίστασης. Γι' αυτό χρειάζεται να καταλάβουμε πόσο το ανθρώπινο φαίνεται απάνθρωπο στην κοινωνία. Εάν η ανθρωπιά της Ηλέκτρας στην ομώνυμη τραγωδία του Σοφοκλή συνταράζει τόσο την κοινωνία, είναι ακριβώς επειδή παρουσιάζεται πολύ ανθρώπινη. Η συμπεριφορά της είναι κάθε άλλο παρά κανονική διότι δεν ταιριάζει ούτε στην ηλικία της ούτε στην κοινωνική της τάξη. Όμως σίγουρα δεν είναι παρανοϊκή. Ο Σοφοκλής δεν χρησιμοποιεί κάποιο τέχνασμα αυτού του τύπου, μελετά την ανθρώπινη ψυχή μέσα από τις ενέργειές της. Άρα ποιες πρέπει να είναι αυτές οι ενέργειες, όταν όλο το σύστημα είναι διεφθαρμένο, όταν όλος ο κόσμος συνεργάζεται με τη δύναμη του συστήματος; Ποια είναι η θέση του ανθρώπινου στοιχείου μέσα σε αυτό το πλαίσιο; Πρέπει να ακολουθεί το μοντέλο της Χρυσόθεμις για να συλλάβει τη σημασία και το βάθος της συγκατάβασης; Πρέπει να μένει ανυπότακτο με τον τρόπο της Ηλέκτρας η οποία περιμένει την επιστροφή του αδελφού της; Κανένα εκ των δύο μοντέλων δεν είναι αυθυπόστατο, ούτε επαρκεί. Παρουσιάζουν και τα δύο μία ισχυρή εξάρτηση τόσο από το σύστημα όσο και από τις αρχές που το διέπουν. Η Ηλέκτρα μάς δείχνει το δρόμο της ανθρώπινης εξέγερσης μόνο όταν είναι πλέον πεπεισμένη για το θάνατο του αδελφού της. Τότε μόνο παίρνει πραγματικά τη μοίρα της στα χέρια της. Σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, το μόνο που κάνει είναι να υποτάσσεται στη μοίρα της τραγωδίας. Η εξέγερσή της γίνεται συνείδηση μόνο όταν δεν απομένει πια καμιά ελπίδα. Διότι η ελπίδα προκαλεί μία προσμονή που από μόνη της δεν έχει νόημα. Η ανθρώπινη ενσωμάτωση μέσα στο χρόνο πρέπει να αποτελεί βούληση για να μπορεί να γίνει πραγματικότητα. Η προσμονή της πραγματικότητας δεν γεννά τη βούληση. Άρα δίχως τη βούληση, πώς μπορούμε να μιλούμε περί ελεύθερης βούλησης; Ο άνθρωπος μπορεί να φαίνεται πολύ ανθρώπινος στην κοινωνία διότι είναι ικανός να μην αποδέχεται κανένα συμβιβασμό, χωρίς ωστόσο να παύει να υπάρχει. Η Ηλέκτρα δημιουργεί διαρκώς αναστάτωση σ' όλο το παλάτι και εν τούτοις δεν καταδικάζεται σε θάνατο. Η αλήθεια είναι ότι δεν αποτελεί σοβαρό κίνδυνο όπως αυτόν που προκαλεί η βούληση της Αντιγόνης. Παρ' όλα αυτά, αποτελεί την αρχή του κινδύνου εφόσον είναι αυτή που επέτρεψε τη φυγή του Ορέστη. Συμβολίζει τη γέφυρα μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος. Παρά την παντοδυναμία του παρόντος της διαγραφής, αντιστέκεται για να ζήσει τη μνήμη και να δώσει νόημα στην πράξη του Ορέστη. Διότι δίχως την παρουσία της μνήμης, σε τι θα αποσκοπούσε η απόδοση δικαιοσύνης; Η πράξη της δικαιοσύνης προέρχεται άμεσα από τη δράση της μνήμης. Η Ηλέκτρα αντιπροσωπεύει τη μνήμη του Ορέστη. Χωρίς αυτήν, θα ήταν περιττή, χωρίς αυτήν, δεν θα υπήρχε. Διότι η Ηλέκτρα είναι η δικαίωση του Ορέστη, αλλιώς ο Ορέστης δεν θα μπορούσε να ήταν η δικαιοσύνη της Ηλέκτρας. Ο άνθρωπος, λοιπόν, χαρακτηρίζεται από τη μνήμη και από την πράξη. Η πρώτη είναι το μερίδιό του στην ανθρωπότητα και η δεύτερη, το μερίδιό του στο χρόνο. Τα δύο του αυτά χαρακτηριστικά όταν εμφανίζονται χωριστά δεν έχουν πραγματικό νόημα και φαίνονται παράλογα. Μόνο το αμάλγαμα των δύο, έστω και αν φαίνεται ακραίο στα μάτια της κοινωνίας επιτρέπει την υλοποίηση της ουτοπίας. Έτσι το παράδοξο γίνεται παράξενο και το παράξενο, ανθρώπινο.
Εάν η ανθρωπότητα είναι αναγκαία, η νοημοσύνη είναι μία ανάγκη. Η νοημοσύνη μας είναι αναμφίβολα ένα τίποτα μέσα στο σύμπαν, αλλά δίχως αυτό το τίποτα δεν θα ήμαστε αυτό που είμαστε. Η σημασία του ρόλου της νοημοσύνης είναι τόσο μεγάλη διότι έρχεται σε σύγκρουση με την κοινωνία. Η νοημοσύνη είναι εκ φύσεως μία μορφή μέλλοντος εγκλωβισμένου μέσα στο παρελθόν και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αποτελεί μία πραγματική αξία για το παρόν που είναι το θεμελιακό στοιχείο της δομής της κοινωνίας. Βέβαια, μόνο και μόνο η νοημοσύνη χωρίς την απόκτηση της μνήμης δεν μπορεί να φθάσει παρά στο στάδιο του παράδοξου και τις περισσότερες φορές παραμένει στο παράλογο. Αυτό, βασικά, είναι το πρόβλημα με τα προικισμένα παιδιά τα οποία η κοινωνία αποτελειώνει «θεραπεύοντάς τα», σύμφωνα με την ορολογία της, και δεν φθάνουν ποτέ στο στάδιο του προικισμένου ενήλικα. Διότι ο τελευταίος στερείται περιεχομένου, στο επίπεδο της ανθρωπότητας, εάν δεν είναι «προικισμένος» με μνήμη. Και τούτο επιτυγχάνεται μόνο με την πάροδο του χρόνου. Ενώ ο χρόνος δεν υπάρχει για την κοινωνία. Η κοινωνία, λοιπόν, δεν μπορεί να επιτρέψει στα προικισμένα παιδιά να εξελιχθούν διότι αυτό που κάνει είναι να καθυστερεί την πρόωρη ανάπτυξή τους. Το σοκ ή πιο συγκεκριμένα η αλλαγή φάσης παρουσιάζεται στο στάδιο ενηλικίωσης μέσω της μνήμης. Διότι ακόμα και αν το προικισμένο παιδί βρισκόταν σε αντιπαράθεση με την κοινωνία τον περισσότερο χρόνο, δεν υπάρχουν αρκετά ενοχοποιητικά στοιχεία για να το κατηγορήσει. Ενώ ο προικισμένος ενήλικας δεν μπορεί παρά να κατηγορήσει την κοινωνία και αυτό μετατρέπεται σε στοιχείο κατηγορίας εναντίον του. Μόνο που πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η αλλαγή φάσης δεν αντιστοιχεί αναγκαστικά στην κλασική ηλικία του ενήλικα, εν πάση περιπτώσει με την έννοια που της αποδίδει η κοινωνία. Διότι ο χρόνος δεν είναι γραμμικός και ακόμα λιγότερο όταν πρόκειται περί προικισμένων. Άρα η νοημοσύνη είναι η φωτιά, ενώ η μνήμη είναι το σοκ, από στρατηγικής άποψης. Είναι ακριβώς αυτό το δίδυμο που φοβάται η κοινωνία διότι γι’ αυτήν είναι εκρηκτικό. Αυτό το χρονικό μείγμα όπου το μέλλον είναι εγκλωβισμένο μέσα στο παρελθόν, οριοθετεί με ριζικό τρόπο τη διάρκεια του παρόντος και ως εκ τούτου της υπεροχής της κοινωνίας. Έτσι η κοινωνία πρέπει να αντιμετωπίσει τα άτομα που γνωρίζουν ότι δεν είναι αθάνατη παρά τα λεγόμενα της. Τα αναγκάζει, λοιπόν, να σωπάσουν για να μην μπορέσουν να πετάξουν πάνω από τη φωλιά του κούκου. Άρα η νοημοσύνη είναι ένας εν δυνάμει κίνδυνος για την κοινωνία. Όσον αφορά στη μνήμη, αποτελεί μία de facto αντίσταση. Όπως στις περιπτώσεις των δεσμών που υπάρχουν μεταξύ νέων και ηλικιωμένων όταν αυτοί έχουν ξεπεράσει τους κοινωνικούς συμβιβασμούς των ενηλίκων, η νοημοσύνη και η μνήμη είναι φυσιολογικά συμπληρωματικές διότι είναι ριζικά διαφορετικές. Αυτά τα δύο στοιχεία, ανατρεπτικά για το κοινωνικό δόγμα, είναι βασικά συστατικά για την ιδέα της ανθρωπότητας. Διότι η νοημοσύνη δεν έχει τίποτα να χάσει και η μνήμη τίποτα να κερδίσει. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και τα δύο είναι διατεθειμένα να θυσιαστούν για την ανθρωπότητα, εάν καταλάβουν την πραγματικότητα αυτής της οντότητας έστω και μερικώς.
Είναι δυνατόν να αγωνιζόμαστε για την αναγνώριση μιας γενοκτονίας χωρίς να ασχολούμαστε με τους επιζήσαντες; Ακόμα και αν αυτό είναι δυνατόν για έναν ιστορικό, δεν είναι αποδεκτό σε ανθρώπινο επίπεδο. Διότι οι Δίκαιοι αυτοαναιρούνται εάν δεν βοηθούν τους αθώους και οι επιζήσαντες αποτελούν το ζωντανό τμήμα των αθώων. Όταν όλη μας η δράση βασίζεται πάνω στην ιδέα ότι δεν πρέπει να διαγραφεί η ιστορία, πώς να μην είμαστε ευαισθητοποιημένοι όσον αφορά στη δημιουργία της; Πώς είναι δυνατόν να αγωνιζόμαστε για την αναγνώριση της γενοκτονίας των Αρμενίων και να μένουμε αδιάφοροι για την τύχη του Αρτσάχ; Όταν οι επιζήσαντες της γενοκτονίας συνεχίζουν να μάχονται αμυνόμενοι και μάλιστα να επιτυγχάνουν νίκες εναντίον των βάρβαρων εισβολέων, πώς να μη θέλουμε να τους βοηθήσουμε; Η ανθρωπότητα και ο χρόνος αγωνίζονται ενάντια στην κυριαρχία της κοινωνίας κι εμείς θα θέλαμε να μείνουμε στο περιθώριο; Μας αρέσει να ζούμε σε ορισμένα μέρη του κόσμου διότι τα θεωρούμε υπέροχα. Όμως τα πιο υπέροχα μέρη είναι εκεί όπου θα θέλαμε να πεθάνουμε. Μερικές φορές διστάζουμε να το ομολογήσουμε στον ίδιο μας τον εαυτό, κι όμως ξέρουμε ότι αυτή η επιλογή είναι πιο σημαντική από την προηγούμενη. Διότι αν και μπορούμε να ζούμε σε πολλά μέρη, δεν μπορούμε να πεθάνουμε παρά μόνο σε ένα. Οι αθώοι, εκ φύσεως, δεν έχουν αυτή την επιλογή. Ενώ οι επιζήσαντες δεν έχουν, θα λέγαμε, παρά μόνο αυτή την επιλογή. Και για να το αντιληφθούμε, αρκεί να αναλογισθούμε την επιλογή των Αρμενίων να κρατήσουν την πόλη Chouchi ενώ ήταν πολιορκημένοι από τους Αζέρους. Έστω κι αν ο ουρανός έπεφτε στα κεφάλια τους, παρέμειναν δεμένοι στη γη των προγόνων τους. Έτσι, πώς να μη δούμε σ’ αυτήν την κίνηση, το στίγμα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και της αντίστασης του χρόνου; Πάντα θα βρίσκουμε άτομα στην κοινωνία που θα αμφισβητούν το χαρακτήρα των επιζώντων, μα δεν έχει σημασία. Η ουσία βρίσκεται στην πράξη και όχι στα λόγια. Μας αρέσει ν’ ακούμε, μα σπάνια προσέχουμε τη μουσική. Ενώ ο πόνος είναι μία μουσική που δεν ακούμε παρά όταν την προσέξουμε. Εδώ δεν πρόκειται ν’ ακούσουμε πατριωτικά τραγούδια, με την έννοια που τους αποδίδεται, για να ευαρεστηθούμε. Οφείλουμε να καταλάβουμε τι ωθεί έναν επιζώντα ή έναν απόγονο ενός επιζώντα μιας γενοκτονίας να επιμένει να ζει ενάντια σε όλα και σε όλους. Μόνο έτσι θα καταλάβουμε την ανάγκη που αισθάνεται ο Δίκαιος να τους προστατεύσει. Η απάντηση βρίσκεται στο να μοιραζόμαστε. Στην πραγματικότητα, είναι ο μοναδικός τρόπος να μοιραζόμαστε την ανθρωπότητα και το χρόνο. Διότι ο αγώνας ενάντια στη βαρβαρότητα μεγαλώνει την ανθρωπότητα όπως ο αγώνας ενάντια στο παρόν μεγαλώνει τη μνήμη του μέλλοντος. Με άλλα λόγια, η ουσία αγωνίζεται ενάντια στην εξουσία, η νοημοσύνη ενάντια στο σύστημα, η στρατηγική ενάντια στην ισχύ. Η ανθρωπότητα και ο χρόνος εξελίσσονται μέσω των επιλογών μας, διότι επιλέγω σημαίνει στερούμαι. Το να επιλέγουμε να αντισταθούμε, μερικές φορές σημαίνει ότι επιλέγουμε να θυσιαστούμε και άρα επιλέγουμε να μη ζήσουμε. Και είναι αυτή η επιλογή που χαρακτηρίζει τη ζωή μας. Ο αγώνας για την αναγνώριση δεν θα είχε νόημα εάν δεν συνοδευόταν από την ανάγκη να δημιουργήσουμε για την ανθρωπότητα και το χρόνο.
Η κυριαρχία του χώρου επί του χρόνου δεν είναι μύθος. Είναι ένα χαρακτηριστικό της κοινωνίας. Διότι τα συνιστώντα στοιχεία της, δηλαδή τα άτομα, δεν είναι ικανά να οραματιστούν το χρόνο. Ενώ η αντίληψη της έννοιας του χρόνου είναι ουσιώδης για την κατανόηση της έννοιας της ανθρωπότητας. Οι άνθρωποι δεν είναι παρά κομμάτια του χρόνου, άρα η αντίληψη του χρόνου είναι μόνο και μόνο μία συνειδητοποίηση. Το παράδοξο είναι ότι η μουσική, που αποτελεί μία από τις αρχαιότερες τέχνες της ανθρωπότητας, είναι βασικά μία τέχνη χρονική, αλλά μη κατανοητή. Είναι δύσκολο, εκτός βέβαια αν είσαι μουσικός και ειδικά συνθέτης, να δεις την αρχιτεκτονική μιας συμφωνίας, ακόμα και αν η τελευταία επινοήθηκε με κλασικό τρόπο έτσι ώστε να συνάδει με έναν καθεδρικό ναό. Είναι δύσκολο να περιηγηθούμε μέσα της όπως θα κάναμε μέσα σε έναν καθεδρικό. Για τον μέσο ακροατή, υπάρχει βασικά μόνο μία πορεία την οποία θα διανύσει μέσα σε μία απόλυτα γραμμική ιεραρχία. Μόνο που αυτό το πλαίσιο ταιριάζει κάλλιστα σε έναν ξεναγό, όμως δεν αντιπροσωπεύει ένα συνθέτη. Εάν, επιπλέον, ο καθεδρικός είναι του τύπου του καθεδρικού ναού του Antoni Gaudί, τότε η μουσική αντίληψη γίνεται de facto κυριολεκτικά ακατανόητη. Διότι το να ακούμε προσεχτικά τη μουσική, είναι ένας τρόπος να βλέπουμε το χρόνο. Αυτή η τέχνη η οποία, όπως λέει ο Leonardo da Vinci, πεθαίνει μόλις γεννηθεί, αποτελεί ένα πραγματικό μέσο για να εμβαθύνουμε στην έννοια του χρόνου. Όμως κι ο ίδιος ο χρόνος έχει υποστεί τόσο μεγάλη δομική αλλοίωση που η αναφορά μας σε εκφυλισμό του δεν είναι μόνο ανώφελη αλλά και άχρηστη. Διότι μεταμορφώνοντας τη μουσική σε θόρυβο, δεν μπορούμε πλέον να έχουμε πρόσβαση στο χρόνο. Η κίνηση Brown έχει το προβάδισμα στο νοητικό χώρο που δημιουργείται από τη χρονική δομή. Η συσχέτιση της μουσικής με τα μαθηματικά μάς επιτρέπει να εμβαθύνουμε ακόμα περισσότερο στην ιδέα της χρονικής δημιουργίας. Αυτό μας βοηθά όχι μόνο να αναλύουμε, αλλά και να συνθέτουμε. Ως εκ τούτου, μας εκπλήττει το πόσο λίγο χρησιμοποιείται η μουσική από την κοινωνία, τουλάχιστον όταν δεν αντιλαμβανόμαστε το πλαίσιο σχεδιασμού της τελευταίας. Στην πραγματικότητα, όπως η μουσική ακόμα και του παρελθόντος μπορεί να ακουστεί στο μέλλον, έχει την ιδιότητα της νοημοσύνης. Είναι, λοιπόν, απαραίτητο για την κοινωνία να την έχει καθηλωμένη για μην εκτίθεται σε κίνδυνο εξαιτίας της. Γι’ αυτόν το λόγο, εκμεταλλεύεται τα mass media για να μετατρέψει την ποιότητα της μουσικής σε μουσική της ποσότητας. Αυτό είναι που εξαφάνισε κάθε δομική έρευνα, διότι το σημαντικό για την κοινωνία είναι να εκμεταλλεύεται όπως το επιθυμεί τις δυνατότητές της. Μία από τις θεαματικές εφαρμογές, εάν μας επιτρέπεται αυτή η έκφραση της κοινωνίας του καταναλωτισμού, είναι η χρήση κλασικής μουσικής στις υπεραγορές ως μέσον για να υποκινεί τον κόσμο να αγοράζει προϊόντα. Έτσι, έστω και αν η ίδια η μουσική δεν έχει αλλοιωθεί, αλλοιώνεται λόγω του ρόλου της. Αλλάζοντας την τελεολογία της, η κοινωνία επηρεάζει την οντολογία της μουσικής. Εν πάση περιπτώσει, η μουσική γίνεται μία τέχνη που βρίσκεται σε κίνδυνο εξαιτίας της μάζας που παρεμβαίνει έτσι ώστε να μην υπεισέλθει σε περιπέτειες μέσα στις χρονικές διακλαδώσεις.
Για να κατανοήσουμε τις χρονικές δυνατότητες της ανθρωπότητας, θα ήταν συνετό να προχωρήσουμε ακόμα περισσότερο στη θεωρία των διακλαδώσεων η οποία δημιουργήθηκε από τον Hugh Everett και για την οποία διατύπωσε τα αξιώματα ο Roland Fraïssé. Στην πραγματικότητα, αυτή η θεωρία η οποία λογικά είναι αντίστοιχη με τη θεωρία της κβαντικής μηχανικής, σε πειραματικό επίπεδο, επιτρέπει κι άλλες ερμηνείες όπου οι χρονικές διακλαδώσεις έχουν ένα πραγματικό νόημα. Πέραν της ορθόδοξης θέσης της κβαντικής μηχανικής, μπορούμε να έχουμε πρόσβαση σε μία ερμηνευτική μη άμεση και μη αποκαλυπτική. Η θεωρία των διακλαδώσεων μάς επιτρέπει αν όχι να διαμορφώσουμε το όραμά μας για τον κόσμο, τουλάχιστον να εξηγήσουμε τη δυνατότητα της ερμηνευτικής πολλαπλότητας. Αυτή η πολυμορφία γεγονότων αποδεικνύει κατά τρόπο αποτελεσματικό πόσο πολύ ξεπερνά η νοόσφαιρα τη συμβατική πραγματικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, η θεωρία των διακλαδώσεων αποτελεί έξοχο παράδειγμα στο πλαίσιο της έρευνάς μας περί ανθρωπότητας και χρόνου. Μας βοηθά να διαισθανθούμε αυτό που ονομάζουμε όραμα. Διότι ορώ σημαίνει σκέφτομαι. Και σκέφτομαι σημαίνει κατ’ ανάγκη αμφισβητώ. Όμως, η κοινωνία δεν μπορεί να επιτρέψει παρά μόνο μία ερμηνεία της πραγματικότητας, εννοείται της δικής της. Άρα, ένα πολυμορφικό παράδειγμα είναι απλά μη αποδεκτό γι’ αυτήν. Δεν απορρίπτει την ουτοπία, αλλά το αδιανόητο. Διότι η ουτοπία είναι μία δύναμη που δεν την προσβάλλει. Ενώ το αδιανόητο, εφόσον έχει επινοηθεί, πέρα από το παράδοξο, δημιουργεί ένα χώρο αντιδικίας αμφισβητώντας την παντοδυναμία της κοινωνίας. Έστω και αν η επιλογή των κλάδων του σύμπαντος είναι αδύνατη a priori, η ύπαρξή τους είναι ήδη πρόβλημα για την κοινωνία διότι το μόνο που επιθυμεί είναι ένα και μοναδικό παρόν. Και πώς θα μπορούσε να αντέξει την ύπαρξη της ανθρωπότητας μέσα σε έναν πολλαπλό χρόνο; Αυτό το ερώτημα σίγουρα δεν βοηθά στην εξέλιξη της θεωρίας διακλαδώσεων, μα δεν έχει σημασία, εφόσον αυτή αποτελεί ούτως ή άλλως μία συνεισφορά αποκλειστικά και μόνο για τους ανθρώπους. Η ουσία αυτού του παραδείγματος συνίσταται στην ελευθερία που μας προσφέρει να ερμηνεύουμε τα γεγονότα με μία έννοια, όχι κατ’ ανάγκη αυτήν που επιβάλλεται από την κοινωνία. Η ερμηνεία της ανθρωπότητας είναι αναμφίβολα πιο πολύπλοκη, αλλά είναι η μόνη που μπορεί να εμπερικλείσει τη χρονική γενίκευση. Σύμφωνα με τη μεθοδολογία που όχι απλώς χρησιμοποίησε, αλλά και ανέπτυξε o Alexander Grothendieck, η ανθεκτικότητα της παραστατικής δομής υπολογίζεται από την εμβέλεια των γενικεύσεων. Η ανθρωπότητα οφείλει να είναι ανθεκτική διότι οφείλει να υποστηρίζει όλους τους πολιτισμούς και να τους διατηρεί για να διαφυλάττει μέσα της τους ανθρώπους, τους απομονωμένους μέσα στη σπανιότητά τους, και να τους ενώνει για να δημιουργεί τα νοητικά της σχήματα έτσι ώστε να καθιστά αποτελεσματική την ανοιχτή δομή της υπερπηδώντας τα εμπόδια των πολυάριθμων κοινωνιών του παρόντος τα οποία χάνονται μέσα στις διακλαδώσεις της θεωρίας των διακλαδώσεων.
Η κοινωνία είναι βασισμένη στις έννοιες του κράτους και της βίας. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που ο Προμηθέας καταδικάζεται από αυτές τις δύο οντότητες μετά από τη δίκη των θεών, οι οποίοι αντιπροσωπεύουν την αθάνατη κοινωνία. Εάν, επιπλέον, το κράτος θεωρείται ως το μονοπώλιο της βίας, καταλαβαίνουμε πόσο φυσιολογικό είναι για την κοινωνία να γίνει ένα απολυταρχικό καθεστώς. Ο στόχος της κοινωνίας είναι να αποδεικνύει τη σταθερότητα του κράτους. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να καλλιεργήσει την έννοια του λαού, διότι ο λαός δίνει σημασία στους ανθρώπους, ενώ το μόνο που χρειάζεται η κοινωνία είναι η μάζα. Διότι η σταθεροποίηση του κράτους επιτυγχάνεται με το χειρισμό της μάζας μέσω του κοινωνικού συστήματος. Το κράτος αντιπροσωπεύει την απόλυτη υλοποίηση της κοινωνίας. Μπορεί, λοιπόν, να στηριχτεί σ’ αυτό για να επιβάλει το δόγμα της. Αναδεικνύοντας το κράτος μέσω της γεωγραφικής της οντότητας, η κοινωνία εκμεταλλεύεται την υπεροχή της στο χώρο. Μπορεί, λοιπόν, έχοντας αυτό ως βάση, να ενδυναμώσει τον πυρήνα του συστήματος με το πρόσχημα ότι είναι το μόνο που έχει τη δύναμη να υπερασπίζει και να ελέγχει τα σύνορα. Έτσι η απόλυτη υλοποίηση επιτρέπει όχι μόνο την εδραίωση μίας επίσημης οντότητας, αλλά επίσης την ενίσχυση του αήττητου χαρακτήρα της. Διότι το να επιτίθεσαι εναντίον μιας επίσημης οντότητας σημαίνει την εκ νέου αμφισβήτηση του κράτους και της γεωγραφίας του. Η ιδέα του αήττητου προέρχεται από την απουσία επιθέσεων εναντίον του συστήματος. Και αυτή ακριβώς είναι η επίδραση που ζητά το κοινωνικό δόγμα. Αυτό το φαινόμενο είναι οπωσδήποτε ορατό στη φάση ωριμότητας των απολυταρχικών καθεστώτων. Ενώ προκύπτουν από μια βίαιη ή ανατρεπτική αλλαγή του κράτους, στο στάδιο της ωριμότητας, τα απολυταρχικά καθεστώτα φαίνονται αμετάβλητα. Αυτό επιβεβαιώθηκε ακόμη και ιστορικά κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα όταν τα συστήματα ήταν μαζικά. Φαίνεται, λοιπόν, ότι έχουμε ένα φαινόμενο κρίσιμης μάζας βάσει της οποίας κάθε κοινωνία μετατρέπεται αναγκαστικά σε απολυταρχικό καθεστώς. Μόνο τι γίνεται με τους ανθρώπους σ’ αυτή την αναρρίχηση εξουσίας; Είναι ακριβώς αυτοί που με την αντίστασή τους και τη θυσία τους, θα αμφισβητήσουν τον άτρωτο χαρακτήρα του συστήματος. Η συνείδησή τους να ανήκουν στην ανθρωπότητα και η σχέση τους με το χρόνο, τους επιτρέπει να αγωνίζονται εναντίον αυτής της επίσημης οντότητας που αποτελεί το υπόβαθρο του απολυταρχικού καθεστώτος, δηλαδή της κοινωνίας. Είναι μόνο χάρις σ’ αυτούς που το απολυταρχικό καθεστώς μπορεί να καταρρεύσει. Αποτελούν τα σπέρματα της ανθρωπότητας και του χρόνου. Ως εκ τούτου, δεν μπορούν να δεχτούν το απαράδεκτο και τη βαρβαρότητα ενός απολυταρχικού καθεστώτος. Και παραδόξως, το σύστημα έχει επίγνωση αυτού του γεγονότος. Άρα, αυτοί οι άνθρωποι θα είναι φυσιολογικά τα πρώτα θύματα αυτού του αγώνα της εξουσίας κατά της ουσίας. Είναι επίσης φυσιολογικά οι πρώτοι δίκαιοι. Χάρις σε αυτά τα σπέρματα, η ανθρωπότητα μπορεί να αμυνθεί έναντι της κοινωνίας του παρόντος που αρνείται το παρελθόν και το μέλλον. Όλο το πρόβλημα αυτού του αγώνα είναι η ικανότητα των ιδιομορφιών να παράγουν ανωμαλίες ικανές να προκαλέσουν την κατάρρευση των απολυταρχικών καθεστώτων. Μόνο με αυτόν τον τρόπο οι επόμενοι άνθρωποι μπορούν να είναι ελεύθεροι.
Οι Δίκαιοι του Albert Camus δεν είναι μόνο επαναστατημένοι ή ανυπότακτοι. Είναι προπαντός άνθρωποι οι οποίοι βιώνουν το αίσθημα της δικαιοσύνης. Για να αντιληφθούμε το βάθος της προβληματικής του Camus, είναι αναγκαίο να αναδείξουμε τα νοητικά σχήματα της δικαιοσύνης μέσα στο πλαίσιο της ανθρωπότητας. Αυτή η δικαιοσύνη δεν είναι θεσμική, βασίζεται προπαντός στις αξίες και όχι στις αρχές. Δεν εξαρτάται από ένα τυποποιημένο και άκαμπτο σύστημα. Η δικαιοσύνη, αυτή η δικαιοσύνη αντιπροσωπεύει μία διαχρονική νομολογία. Εξελίχθηκε με την ανθρωπότητα και είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτό που ονομάζουμε θρησκεία. Με τον ίδιο το Χριστό έχει συσχετισθεί η έκφραση «ο δάσκαλος της δικαιοσύνης» και πιο γενικά συναντούμε συχνά τον όρο «τιμωρός» σε πολλούς πολιτισμούς με παραλλαγές όπως αυτήν του δίκαιου. Σε όλες τις περιπτώσεις, πρόκειται για ανθρώπους ικανούς να καταλήξουν σε μια απόφαση ακόμα και πέρα από το νόμο. Το παράδειγμα του Σολομώντα παραμένει ακόμα γνωστό μέχρι τις μέρες μας. Η παρέμβαση της νοημοσύνης σε αυτό το επίπεδο είναι απόλυτα χαρακτηριστική. Διότι αυτοί οι άνθρωποι δεν αρκούνται απλώς στο να εφαρμόσουν το νόμο. Δεν εισέρχονται στο πλαίσιο της λατινικής έκφρασης dura lex, sed lex. Γι’ αυτόν το λόγο, η ανθρώπινη πλευρά των αποφάσεών τους είναι χωρίς καμιά αμφιβολία η πιο σημαντική και ως εκ τούτου είναι αυτή που τους χαρακτηρίζει. Και παρατηρούμε ότι η νοημοσύνη είναι απαραίτητη για τη διαχείριση του συνόλου των νόμων. Δηλαδή, ακόμα και σε ένα πιο τυποποιημένο πλαίσιο, είναι η νοημοσύνη που επιτρέπει στην ανθρωπότητα να αφήσει τα αποτυπώματά της επί της απόφασης. Το πιο σημαντικό ακόμα, είναι και πάλι η νοημοσύνη που επιτρέπει να υπερπηδηθούν τα παράδοξα που δημιουργούνται από νόμους αντιφατικούς. Κατά συνέπεια, όταν οι νόμοι υπερβαίνονται, ο ίδιος ο άνθρωπος μέσω της νοημοσύνης του γίνεται δικαστής. Στην πραγματικότητα, διατηρεί αυτόν τον τίτλο δια παντός. Μόνο που το σύστημα προτιμά να θεσπίζει νόμους για να παραμένει ανεξάρτητο από την ανθρώπινη επίδραση. Στο πλαίσιο του θεατρικού έργου του Albert Camus, τίθεται η προβληματική των ορίων όταν ξέρουμε και αποδεχόμαστε εκ των προτέρων ότι η μάχη είναι χαμένη. Η ανάγκη να αγωνιζόμαστε εναντίον της βαρβαρότητας ενός συστήματος που καταπιέζει την ανθρωπότητα, εμπερικλείει θυσίες. Όμως, πόσες και ποιες θυσίες μπορεί να αντέξει ο άνθρωπος προκειμένου να φθάσει στο στόχο της απελευθέρωσης της ανθρωπότητας; Αυτό είναι το ερώτημα που θέτει ο Albert Camus. Μόνο που οι δίκαιοι είχαν ήδη δώσει την απάντηση το 1905. Τα όρια υπάρχουν, όμως οι θυσίες είναι απόλυτα αναγκαίες. Χάρις σ’ αυτή την προβληματική, μπορούμε να διαβλέψουμε από τη μια πλευρά τη σημασία της ανθρωπότητας και από την άλλη την προστιθέμενη αξία που αντιπροσωπεύει σε σχέση με τον άνθρωπο. Μέσω τη θυσίας και της αντίστασης των ανθρώπων, για να εισχωρήσουμε στην έννοια του αισθήματος της δικαιοσύνης, διακρίνουμε τη δομή της κοινωνίας. Η δικαιοσύνη, με την έννοια που της αποδώσαμε προηγουμένως, είναι ένα νοητικό σχήμα του υπόβαθρου της ιδέας της ανθρωπότητας. Η κοινωνία στηρίζεται στο σύστημα των δικηγόρων. Ενώ η ανθρωπότητα δεν έχει νόημα παρά μέσω του έργου των δικαίων.
Εάν μερικοί διερωτώνται ακόμα για την έννοια της ανθρωπότητας και την αφαιρετικότητά της, η μελέτη των πινάκων του Vincent van Gogh σίγουρα θα τους βοηθήσει να αντιληφθούν τη φύση της. Εάν πρόκειται για μία σκέψη πάνω σ’ αυτό το έργο, είναι αρκούντως ικανοποιητικό να διεισδύσουμε στην ουσία των διαφορών μεταξύ ανθρωπότητας και κοινωνίας. Ο Vincent van Gogh μην μπορώντας να υποταχθεί στα συμβατικά καπρίτσια της κοινωνίας, μας άφησε ένα έργο με τα αποτυπώματα της ανθρωπότητας. Δεν υπάρχουν συμβιβασμοί στη ζωγραφική του, διότι μελετούσε μόνο και μόνο τους ανθρώπους και τη φύση. Και είναι γι’ αυτόν το λόγο που ζωγράφισε την αθλιότητα. Διότι, όπως το εξήγησε ο Victor Hugo, το κομμάτι της ανθρωπότητας είναι μεγαλύτερο στα σπίτια των αθλίων παρά στα σπίτια των αστών. Η ανθρώπινη φύση αρκείται στα λίγα διότι το μόνο που επιθυμεί είναι να ζει. Ενώ η κοινωνική φύση χρειάζεται πολλά για να επιβιώσει. Οι κοινωνικές απαιτήσεις είναι πιο σημαντικές από τις ανθρώπινες ανάγκες. Διότι το ουσιώδες είναι σπάνιο. Επικεντρώνεται στην πολλαπλότητα του ενός και όχι στον ένα της πολλαπλότητας. Ο Vincent van Gogh συνθέτει βάσει των στοιχείων που χαρακτηρίζουν την ανθρωπότητα. Πάει στο ουσιώδες χωρίς να σταματά σε περιττές λεπτομέρειες. Επιπλέον, τα στοιχεία του μάς δείχνουν εκείνο στο οποίο αποδίδει σημασία και με αυτόν τον πλάγιο τρόπο μυεί το θεατή στην ανθρωπότητα. Έτσι, La chambre de Vincent ή Le vieil homme triste ή ακόμα τα γνωστά Τournesols δεν είναι παρά ψηφίδες της ανθρωπότητας. Προβάλλοντας πράγματα που η κοινωνία θεωρεί λεπτομέρειες, αναδεικνύει τα ίχνη της ανθρωπότητας. Ως εάν το βλέμμα του ζωγράφου δεν μπορεί να δει παρά μόνο αυτό μέσα στον κόσμο. Διότι σε τελική ανάλυση, πόσα πράγματα τα οποία ανήκουν στην πραγματικότητα, συνιστούν πραγματικά μέρος της ανθρωπότητας; Σίγουρα πολύ λίγα, όμως η ουσία είναι εδώ και επαρκεί, για να αποδώσει μία πραγματικότητα στον ανύπαρκτο λαό. Ξεκινώντας από τα ίχνη του τελευταίου, είναι δυνατόν να ανακατασκευάσουμε στοιχεία της δομής της ανθρωπότητας. Οι πίνακες του Vincent van Gogh είναι πινελιές του δασκάλου στο πορτραίτο της ανθρωπότητας. Σε εμάς έγκειται να τις εκλάβουμε ως τέτοιες και να μην τις θεωρούμε ως απλούς πίνακες που πρέπει να κοσμούν εκθέσεις βυθισμένες στο κοινωνικό κενό. Ο Vincent Van Gogh μάς δείχνει μέσω του έργου του, τη σημασία της έκφρασης, την ανάγκη της δημιουργίας. Δεν έχει ανάγκη να δείξει το έργο του σε όλους. Του αρκεί να αποδείξει ότι υπάρχει χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει οτιδήποτε άλλο. Διότι η κοινωνία δεν μπορεί να δώσει την έγκρισή της παρά για το παρόν. Όμως όταν πρόκειται περί δημιουργίας για την ανθρωπότητα, αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειαζόμαστε το παρελθόν και το μέλλον για να υπάρχουμε μέσα στην ανθρωπότητα. Το παρόν δεν είναι παρά μία κοινωνική ψευδαίσθηση. Το να ζωγραφίζουμε για το παρόν δεν μπορεί να αποτελεί μια δημιουργία για την ανθρωπότητα. Διότι η αναγνώριση της τελευταίας δεν μπορεί να επιτευχθεί μέσω της κοινωνίας. Ολόκληρο το έργο του Vincent van Gogh το αποδεικνύει κατά τρόπο αποτελεσματικό.
Η κοινωνία μένει κατάπληκτη μπροστά στην πρόδηλη ευχέρεια με την οποία αποδεικνύει την αξία του ο Franz Schubert. Κατά τη διάρκεια τού έτους 1815, συνθέτει περίπου 140 Lieder· σε μία μόνο ημέρα, την 15η Οκτωβρίου, έγραψε οκτώ. Όμως, γιατί η κοινωνία δεν μελετά τον τρόπο με τον οποίο δημιουργούσε λόγω ανάγκης, έτσι ώστε να καταλάβει την ιδιοφυΐα του; Ενώ γνωρίζει ότι συνήθιζε να γράφει πρώτα τη μελωδία, στη συνέχεια να ορίζει την αρμονία και στο τέλος να ολοκληρώνει τη σύνθεση του Lied, δεν μπορεί και κυρίως δεν θέλει να αποδεχτεί ότι το ταλέντο του ήταν μόνο ένα από τα στοιχεία της μουσικής του ιδιοφυΐας. Δεν ήταν απλώς ένα προικισμένο παιδί. Μελοποίησε 72 ποιήματα του Goethe, 47 του Mayrhofer, 46 του Schiller, 44 του Müller, 28 του Matthisen, 23 του Hölty, 22 του Kosegarten, 13 του Körtner, 12 του Schober και 6 του Heine. Τι άλλο έπρεπε να κάνει; Αυτό δεν επαρκεί για να αποδείξει τις ικανότητές του ως ιδιοφυΐα; Γιατί πρέπει η κοινωνία να επιμένει να βλέπει στο πρόσωπό του μόνο το δημιουργό ενός τύπου στροφικού Lied, ενώ ο χρόνος να αδυνατεί να το επιτρέψει; Απέδωσε το γερμανικό ρομαντικό συναίσθημα, εξέφρασε τη γαλήνια χαρά, αλλά και τη μελαγχολία, προχώρησε από τη φιλοσοφική μελέτη στο drame vibrant, και εν τούτοις, η κοινωνία δεν βλέπει στο πρόσωπό του παρά έναν απλό ταλαντούχο μουσικό. Η υγεία του ήταν εύθραυστη, δεν ήταν ποτέ αρκετά ελεύθερος και οι συνήθειες της καθημερινής του ζωής δεν δείχνουν ότι διατηρούσε ανήθικες σχέσεις. Όμως η κοινωνία αρέσκεται να διαδίδει ότι πέθανε από σύφιλη, αν και δεν υπάρχει κανένα ουσιαστικό στοιχείο να το αποδεικνύει. Με αυτή τη μέθοδο επιδιώκει να στιγματίσει την ιδιοφυΐα του με τρόπο που να αποδεικνύει στη μάζα ότι καλά κάνει να μην ξεπερνά το κανονικό, διότι η ιδιοφυΐα είναι αναγκαστικά συνδεδεμένη με δευτερεύουσες καταστάσεις μη αποδεκτές. Αυτή η γραμμή σκέψης, αν και απλοϊκή, επιβάλλεται με τη βία στον πληθυσμό ο οποίος έχει την τάση να αντιμετωπίζει τους ιδιοφυείς υποτιμητικά ή στην καλύτερη περίπτωση με οίκτο, διότι τους θεωρεί ανισόρροπους. Εκτός της πεπατημένης οδού, ο κόσμος δεν έχει νόημα για την κοινωνία. Η ιδιοφυΐα εκπέμπει σήμα κινδύνου γι’ αυτήν. Άρα, πρέπει να πείσει τη μάζα για τον ανώφελο αν όχι επιβλαβή χαρακτήρα της ιδιοφυΐας.. Το πρόβλημα του Franz Schubert είναι ότι συγκαταλέγεται ανάμεσα σε αυτά τα θύματα της κοινωνίας. Έτσι, ακόμα και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να συλλάβουν το ανθρώπινο βάθος του έργου του. Ανίκανη να κτυπήσει τις ανωμαλίες, επιχειρεί να μετατρέψει τις ιδιομορφίες.
Η πρόσβαση στην ανθρωπότητα είναι εφικτή μόνο μέσω του έργου, διότι μόνο η αδιάκοπη δραστηριότητα δικαιώνει την ανθρώπινη ύπαρξη. Είναι γι’ αυτόν το λόγο που η κοινωνία ελέγχει την εργασία. Διότι δεν επιθυμεί να μετατρέπεται η εργασία σε έργο. Δέχεται μόνο την αναγκαστική εργασία, τη χρήσιμη εργασία, την εργασία κατ’ εντολήν. Οποιαδήποτε άλλη εργασία κινεί υποψίες, διότι είναι ανθρώπινη, πολύ ανθρώπινη για την κοινωνία. Μία εργασία που οδηγεί στην ελευθερία δεν μπορεί παρά να είναι ο καρπός μιας προμηθειακής τόλμης. Ενώ η τελευταία ανησυχεί την κοινωνία όσο και τους θεούς. Εάν οι θεοί καταδίκασαν τον Προμηθέα δια του Κράτους και της Βίας, είναι επειδή αντιπροσωπεύει το σύμβολο της ανθρωπότητας και του χρόνου. Ο Προμηθέας ως Τιτάνας ήταν παρών μέσα στο παρελθόν των θεών. Άρα, τους είδε να καταφθάνουν και να καταλαμβάνουν την εξουσία. Είδε μάλιστα και την εγκαθίδρυση αυτής της κοινωνίας και την απόφασή της να σταματήσει το χρόνο μέσω της αθανασίας. Όμως ο Προμηθέας είδε και το μέλλον. Θεωρώντας ότι ο χρόνος είναι απαραίτητος στην εξέλιξη της ανθρωπότητας, δεν μπορούσε παρά να αγωνιστεί ενάντια στην αθάνατη εξουσία των θεών. Είναι, λοιπόν, μνήμη μέλλοντος, νοημοσύνη μέλλοντος εγκλωβισμένη μέσα στο παρελθόν. Η αντίστασή του εναντίον των θεών και η θυσία του για την ανθρωπότητα αντιπροσωπεύει ένα βαθύ νοητικό σχήμα. Πέραν από το μύθο του Σισύφου σχετικά με τη θεματική του παραλόγου την οποία ανέπτυξε ο Albert Camus, ο μύθος του Προμηθέα ταυτίζεται με τη νοημοσύνη. Αυτός ο μύθος μάς δείχνει ότι η νοημοσύνη είναι το μέλλον της ανθρωπότητας. Από την άποψη της κυβερνητικής, πρόκειται για πραγματική μηχανή του Wiener. Εκμεταλλεύεται τη χρονική ανατροφοδότηση εφόσον η ανθρωπότητα δεν έχει νόημα χωρίς τη νοημοσύνη και η νοημοσύνη δεν θα υπήρχε χωρίς την ανθρωπότητα. Έτσι ο μύθος του Προμηθέα, ο οποίος είναι το αρχέτυπο της παγκόσμιας ιδιοφυΐας, αποτελεί το παράδειγμα της χρονικής αντίστασης στην αθανασία του παρόντος. Άρα είναι φυσιολογικό το γεγονός ότι η κοινωνία απεχθάνεται τόσο πολύ όποιον τη θεωρεί υπεύθυνη για το τέλος της αιωνιότητας. Διότι για να υλοποιηθεί το όραμα της ανθρωπότητας, ήταν απαραίτητο να σταματήσει το όνειρο των θεών. Είναι επίσης γι’ αυτόν το λόγο που ο Προμηθέας διαβεβαιώνει στο ορατόριό μας πως αν ήταν θεός, θα αυτοκτονούσε για να αφήσει την ανθρωπότητα ελεύθερη να εξελιχθεί. Ο Προμηθέας αποτελεί την πρωτογενή ύβριν της κοινωνίας εναντίον της ανθρωπότητας. Από τη μια πλευρά είναι αυτός που διαπράττει την ιεροσυλία, δηλαδή κλέβει τη φωτιά, και από την άλλη είναι αυτός που τολμά τη θυσία, δηλαδή προσφέρει το φως. Μπορούμε, λοιπόν, να τον ερμηνεύσουμε ως μία πρωτογενή μεταμόρφωση. Μέσω του έργου του, η φωτιά της εξουσίας μετατρέπεται σε φως της ουσίας. Αποτελεί παράδειγμα προς μίμηση για κάθε άνθρωπο που συνειδητά ανήκει στην ανθρωπότητα. Μόνο που για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να μετατραπεί σε στόχο της κοινωνίας, μετά να ξεπεράσει τα εμπόδιά της, για να μεταμορφωθεί από απλή ιδιομορφία σε πολλαπλή ανωμαλία, ικανή να προκαλέσει μια δημιουργική έκρηξη που δημιουργεί για την ανθρωπότητα. Διότι ο Προμηθέας είναι ο χρόνος της ανθρωπότητας.
CD – Λόγου Χάριν- bond-us music
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου