Σάββατο 6 Απριλίου 2019

Οί καλοί λογισμοί μαζί μέ τήν ευχή εκτοπίζουν τίς κακές σκέψεις καί τίς προσβολές τών δαιμόνων.Π. ΣΤΕΦΑΝΟΣ




202 δ
Β' Κυρ Ματθ 10.6.2007

«Και μεταξύ αλλήλων των λογισμών, κατηγορούντων ή και απολογουμένων». Στο στίχο αυτό χριστιανοί μου, του σημερινού αποστολικού Αναγνώσματος, ο Απόστολος Παύλος μας λέγει ότι η συνείδησις όχι μόνον των χριστιανών αλλά και όλων των ανθρώπων ανεξαρτήτου θρησκείας, καταμαρτυρεί, φωνάζει, διαμαρτύρεται, για τα έργα των ανθρώπων, αν αυτά είναι καλά ή κακά, πονηρά ή αγαθά.
Η δε διάνοιά τους, δηλαδή ο νους, παράλληλα προς τη συνείδηση αναπτύσσει και γεννά λογισμούς ή που κατηγορούν ο ένας τον άλλον, ή και απολογούνται, για την εξακρίβωσιν αυτού του καλού ή του κακού λογισμού.
Αυτά είπε ο Απόστολος Παύλος.
Εάν όμως συνδέσουμε και τους προηγούμενους στίχους, δεκατέσσερα, δεκαπέντε και δεκάξι, αυτού του ιδίου του κεφαλαίου όπως ακριβώς το ακούσαμε σήμερα στη Θεία Λειτουργία, ο Απόστολος Παύλος ομιλεί για μια μεγάλη αλήθεια.
Ότι όλοι οι άνθρωποι, βαπτισμένοι και μη, έχουν μέσα τους έμφυτον τον ηθικόν νόμον της συνειδήσεως, που τους υποδεικνύει τη διαφορά του καλού απ’ το κακό.
Σε μας τους χριστιανούς, μας αποκαλύπτει επιπλέον η συνείδησις, τη διαφορά μεταξύ αρετής και αμαρτίας. Μεταξύ αλήθειας και ψεύδους, φωτός και σκότους.
Τις δε υποδείξεις αυτές που μας αποκαλύπτονται, τις υποστηρίζει πάντοτε η συνείδησις με διάφορους καλούς και ελεγκτικούς λογισμούς στους οποίους αντιστέκονται, - ή καλύτερα να χρησιμοποιήσω μια σημερινή έκφραση – αντιπολιτεύονται, οι λογισμοί που αναφύονται, που γεννιόνται, είτε από τα πάθη μας, είτε από την κακή σπορά του διαβόλου.
Για όλους αυτούς τους κακούς λογισμούς, με τις κρυφές, και πονηρές επιθυμίες, που εξωτερικεύονται τις περισσότερες φορές με την μορφήν των λόγων και των έργων, ο Θεός αυτούς τους λογισμούς θα τους κρίνει.
Το είπε ο Παύλος, λίγο πριν, «κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων κατά το Ευαγγέλιον δια Ιησού Χριστού». Έτσι με τη βοήθεια της συνειδήσεως, οι καλοί λογισμοί μας κατηγορούν όταν κάνουμε ή λέμε το κακό ή το πονηρό, ή το άδικο, ή το στραβό, ή το αισχρό, και γενικά καθετί αμαρτωλό.
Και άλλοτε πάλι οι αγαθοί λογισμοί, μας υπερασπίζονται, όταν προσπαθεί ο Διάβολος να σπείρει τους δικούς του κακούς λογισμούς, με τις διάφορες δικαιολογίες έστω και αν αυτές φαίνονται λογικές.
Γι’ αυτό κάθε δικαιολογία θεωρείται κατά τους Πατέρες της Εκκλησίας μας, ο δικηγόρος του διαβόλου.
Ο διάβολος για να προκαλέσει την αμέλεια, ή την ακηδεία, τη βαριεστημάρα δηλαδή για να κάνομε προσευχή, ή και την αδιαφορία όπως το προκάλεσε, σήμερα στη Θεία Λειτουργία που οι περισσότεροι ξέχασαν να λένε το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τι εκμεταλεύεται και μας κάνει να το ξεχνάμε;
Αφενός μεν την κακή κλίση και τη ροπή που έχουμε προς το κακό, και αφετέρου τις αδυναμίες και τα πάθη μας, γιατί όλοι μας έχουμε. Μη νομίζει κάποιος ότι δεν έχει, να σηκώσει το χέρι του. Θα τον ανακυρήξομε και Άγιο, και πρώτος εγώ, έχω δηλαδή αδυναμίες και πάθη.
Όταν όμως οι ίδιοι, εμείς οι ίδιοι φροντίζουμε κάθε μέρα, και κάθε ώρα να καλλιεργούμε αγαθούς και καλούς λογισμούς, τότε αυτή η προσπάθειά μας καλείται Θεάρεστος Μέριμνα. Δηλαδή λογισμοί και σκέψεις, που ενασχολούνται μόνο με τη σωτηρία της ψυχής μας.
Θεάρεστοι λογισμοί βοηθούνται απ’ το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Μερικοί από σας που το λέγατε σήμερα στη Θεία Λειτουργία, βοηθιόσασταν στο να έχετε και αγαθούς λογισμούς μαζί.
Οι άλλοι, εσείς κρίντε το και σεις θα το εξομολογηθείτε.
Οι θεάρεστοι λογισμοί βοηθούνται επίσης από την μελέτη της Αγίας Γραφής, ιδιαιτέρως της Καινής Διαθήκης και του Ψαλτηρίου, από τη συμμετοχή μας στα σωστικά μυστήρια της Θείας Λειτουργίας, της Θείας Κοινωνίας, της Ιεράς Εξομολογήσεως, από την τήρηση των Ευαγγελικών εντολών, την καλλιέργεια των αντιστοίχων αρετών και με τόσα τόσα τόσα άλλα, που εντέλλεται η αγία μας Εκκλησία.
Πάντως ένα είναι το βέβαιο, ότι στους καλούς λογισμούς, για προσέχτε το λίγο λίγο αυτό, γιατί δεν του έχομε δώσει σημασία όσο πρέπει.
Στους καλούς λογισμούς διακονείται και αναπαύεται ο Θεός.
Και τότε έχομε ήσυχη συνείδηση.
Έχομε ειρήνη στην ψυχή.
Και όταν όλοι οι αγαθοί λογισμοί μας, στραφούν στη μελέτη του ονόματος του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τότε μας χορηγείται η θεία βοήθεια, η θεία δύναμις, η θεία χάρις, η θεία Πρόνοια, για να τηρούμε θεοφιλώς τις εντολές Του, και να καταπολεμούμε τα πάθη μας.
Έτσι σιγά σιγά ολοκληρώνεται η μετάνοια, αυξάνεται το ταπεινό φρόνημα που δεν το έχομε, γι’ αυτό λέμε και στην ευχή, τη διαβάζετε αυτή την ευχή καμιά φορά, όταν πρόκειται νάρθετε στην εκκλησία, όταν πρόκειται να κοινωνείστε, που λέω «ουκ έχω μετάνοιαν, ουκ έχω κατάνυξιν, ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν», το διαβάζετε καμιά φορά αυτό;
Τότε καθαρίζεται η καρδιά, αμαρτωλοί είμεθα, αλλά η καρδιά καθαρίζεται.
Και σ’ αυτή τη καρδιά, τη συντετριμμένη και την τεταπεινωμένη, ο Χριστός όχι μόνο προσφέρει τη Χάρη Του και το Θείο Του φωτισμό, αλλά και εμπιστεύεται ολόκληρο τον Εαυτόν Του μέσα στην καρδιά σου.
Είναι αυτό που είπαμε προηγουμένως, ότι επαναπαύεται, αναπαύεται ο Θεός μέσα στην καρδιά μας. Τον έχομε μέσα μας, ολόκληρο.
Δυστυχώς όμως για μας δε συμβαίνουν αυτά τα ωραία, τα υψηλά και τα ουράνια, Αντιθέτως μάλιστα, μερικοί από μας είμεθα και αντιδραστικοί στους αγαθούς λογισμούς και στο όνομα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, και ο νους μας έτσι παραμένει και θολός και σκοτεινός, και αφώτιστος. Ύστερα λέμε Θεέ μου φώτισε τα παιδιά μας, εμείς δεν είμαστε φωτισμένοι …
Σκοτίζεται δηλαδή ο νούς μας απ’ τους κακούς λογισμούς, τους αισχρούς, τους πονηρούς και τους βλασφήμους.
Σκοτίζεται πιο πολύ ο νους μας από την απελπισία. Από τον γογγυσμό κατά του Θεού. Και από την απόγνωση που είναι οι χειρότεροι εχθροί της σωτηρίας μας, και τα ισχυρότερα, τα μεγαλύτερα όπλα του διαβόλου εναντίον μας.
Λέμε ότι είμεθα χριστιανοί, ε; Μ… λέμε ότι είμεθα ! Αλλά τους ιερείς τους πρήζουμε όμως. Τους ιερείς και τους πνευματικούς τους πρήζουμε. Κάτι ξέρω, ε;
Τους κατακρίνομε και τους κουτσομπολεύομε όλους τους κληρικούς πάσης Ελλάδος και περιχώρων. Και η ιεροκατηγορία πάει σύννεφο.
Έχω όμως και γω κάποιο πικρό παράπονο. Το είπα την περασμένη Κυριακή ότι θα σας το πω. Εδώ και καιρό, έχει χάσει ο ναός μας την ομορφιά και την ειρήνη της προσευχής που επικρατούσε εδώ και πριν δέκα δώδεκα χρόνια. Μερικοί, μερικοί λέγω, πολύ ολίγοι, ελάχιστοι, κουτσομπολεύουν τόσο πολύ, που ορισμένα από τα παλιά πνευματικά μου τέκνα, που τάχω εικοσιπέντε χρόνια και τριάντα, δηλώνουν ότι δεν θέλουν να ξανάρθουν εδώ, απ’ το πολύ κουτσομπολιό που υπάρχει. Και λυπάμαι, αλλά και φωνάζω ότι το κακό πρέπει να σταματήσει εδώ. Να πάψει η κακομοιριά και μιζέρια. Τι σας ενδιαφέρει αν φοράει ή δεν φοράει μαντήλι; Αν κρατάει ο άλλος κομποσκοίνι ή δεν κρατάει; Αν κοινωνάει ή δεν κοινωνάει, τι σας ενδιαφέρει; Δεν κοιτάζετε τα χάλια σας, βλέπετε τον άλλον τι φοράει, και πως έχει χτενισμένα τα μαλλιά του! Και βίρα το κουτσομπολιό εκεί έξω!
Μην ξεχνάτε όμως αυτό που είπε ο Απόστολος Παύλος, ότι κρινεί ο Θεός τα κρυπτά των ανθρώπων διότι και πανταχού παρών είναι και τα πάντα πληρών, και παντογνώστης είναι, αφού ετάζει, εξετάζει, καρδιές και νεφρούς, δηλαδή καρδιές και μυαλά.
Πριν λοιπόν από δώδεκα χρόνια περίπου, είχε επισκεφτεί το ναό μας ένας ασκητής. Ήταν εδώ στο Άγιο Βήμα. Είχε κάνει μία πολύ σοβαρή εγχείρηση, και μετά την εγχείρηση, την πρώτη Κυριακή που αναπαυόταν, ήρθε εδώ στο ναό μας να εκκλησιαστεί και να κοινωνήσει. Και την μεθεπομένη ημέρα θα πήγαινε και πάλι, στην έρημο του Αγίου Βασιλείου, εκεί στο Άγιον Όρος. Ξερετε τι μου είπε στο τέλος; Τόχω γράψει και στο βιβλίο «Εμπειρίες κατά τη Θεία Λειτουργία». «Στο ναό σας Πάτερ μου, το ογδόντα τοις εκατό του εκκλησιάσματος, μέσα μου το αισθάνομαι, ακόμα και τώρα, ότι αυτό το ογδόντα τοις εκατό, ή οκτώ στους δέκα δηλαδή, έλεγαν Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με, το άρπαξε ολόκληρο η καρδιά μου αυτό, και δεν θα μου πείτε εσείς ότι δεν γίνεται έτσι». Θα ήθελα να τον φέρω σήμερα όμως. Να δούμε θα μου έλεγε τα ίδια; Θα έκανε την ίδια διαπίστωση; Ότι δηλαδή την ευχή τη λέτε μέσα σας; Εσείς τι λέτε, ε, τι λέτε εσείς;
Για να χάσομε όμως αυτή τη μεγάλη ευλογία, που είχαμε εδώ και χρόνια, και τη χάσαμε τώρα τελευταία, ένας είναι ο φταίχτης. Ένας και μόνον ένας. Ο ποιμένας σας, ο τσομπάνος σας. Δηλαδή εγώ. Η δική μου ολιγωρία αφαίρεσε αυτή τη Θεία Χάρη, και ζητώ συγγνώμην.
Ας φροντίσομε λοιπόν από σήμερα και από τώρα, όλοι μαζί να δώσουμε μια ιερή υπόσχεση, ότι θα αλλάξομε στάση πνευματική ζωής, και θα αγωνιστούμε για να καλυτερεύσουμε, και να καλυτερεύσουμε ιδιαίτερα σε περισσότερη προσευχή, που διδάσκεται απ’ αυτό το καινούργιο βιβλίο, που βγάλαμε και που έγιναν τόσα και τόσα κηρύγματα βραδινά και πρωινά για το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Να το διαβάσετε πολλές φορές, να το εμπεδώσετε και να το κάντε πράξη στη ζωή σας, γιατί μπορείτε να το κάνετε, όπως και γω μπορώ και ο καθένας μας μπορεί.
Έτσι λοιπόν οι αγαθοί λογισμοί θα ξαναφέρουν την ειρήνη στις καρδιές μας, και επιπλέον θα μας ενισχύσουν στους προσωπικούς μας αγώνες, που θα δίνουμε κάθε μέρα μαζί με την ευχή, μαζί με το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με».
Επαναλαμβάνω ότι οι αγαθοί λογισμοί διώχνουν τους κακούς. Γι’ αυτό και λέγονται οι καλοί λογισμοί και αγγελικοί.
Άρα λοιπόν όλες οι καλές και ενάρετες σκέψεις, διώχνουν τις πονηρές.
Και όσο περισσότερο λέμε μέσα μας, την ευχούλα «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με», τόσο και περισσότερο σταθεροποιούνται οι αγαθοί λογισμοί μέσα μας.
Επαναλαμβάνω ότι πάση φύσεως κακοί λογισμοί και οι διεστραμένοι τρέφονται
πρώτον, από τα πάθη και τις αδυναμίες μας,
δεύτερον απ’ την κακή ροπή που έχουμε στη φύση μας και
τρίτον, από τον διάβολο.
Τους πάντες και τα πάντα όμως, νικά το παντοδύναμον όνομα, του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, εις του οποίου το όνομα παν γόνυ κάμπτει, επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων.
Η ευχή γεννά τους καλούς λογισμούς, η οποίοι αφενός μεν αντιστρατεύονται τους κακούς, και αφετέρου αποστομώνουν τους δαιμονικούς.
Έτσι δεν έχουμε να φοβηθούμε τη μεγάλη Κρίση του Θεού, που θα έρθει για να κρίνει τα κρυπτά των ανθρώπων. Διότι η δικοί μας λογισμοί θάναι γεμάτοι από το φως του Χριστού. Από το φως το αληθινόν. Από το φως της Αναστάσεως. Ο αγαθός λογισμός θα μας λέει ο άλλος καλημέρα, ή χαίρεται ή καληνύχτα ή αντίο και μεις από μέσα μας θα φωνάζουμε «Χριστός Ανέστη!», Έτσι θα φωνάζουμε από μέσα μας. Όπως τόλεγε και ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ. «Χαρά μου Χριστός Ανέστη» σε κάθε χαιρετισμό.
Λοιπόν θα φέρει το φως, της καθαρής και ολόλαμπρης ζωής μας.
Αυτό είθε να το δώσει ο Θεός,
Αμήν.

-----------------------------------------------
Η προσευχή, στην οποία γίνεται αναφορά ανωτέρω

Δέσποτα Χριστέ, ο Θεός,
ο τοις πάθεσί σου τα πάθη μου θεραπεύσας,
και τοις τραύμασί σου τα τραύματά μου ιατρεύσας,
χάρισαί μοι τω πολλά σοι πταίσαντι δάκρυα κατανύξεως·
συγκέρασόν μου το σώμα,
από οσμής του ζωοποιού σώματός σου,
και γλύκανόν μου την ψυχήν,
τω σω τιμίω αίματι,
από της πικρίας,
ην με ο αντίδικος επότισεν.
Ύψωσόν μου τον νούν πρός σέ,
κάτω ελκυσθέντα,
και ανάγαγέ με από του χάσματος της απωλείας·
ότι ουκ έχω μετάνοιαν,
ουκ έχω κατάνυξιν,
ουκ έχω δάκρυον παρακλητικόν
,
τα επανάγοντά με τέκνα προς ιδίαν κληρονομίαν.
Εσκότισμαι τον νούν εν τοις βιωτικοίς πάθεσι,
και ουκ ισχύω ατενίσαι πρός σε εν οδύνη,
ου δύναμαι θερμανθήναι τοις δάκρυσι της πρός σε αγάπης.
Αλλά,
Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ,
ο θησαυρός των αγαθών,
δώρησαί μοι μετάνοιαν ολόκληρον,
και καρδίαν επίπονον εις αναζήτησίν σου·
χάρισαί μοι την χάριν σου,
και ανακαίνισον εν εμοί τας μορφάς της σης εικόνος.
Κατέλιπόν σε, μη με εγκαταλίπης·
έξελθε εις αναζήτησίν μου,
επανάγαγέ με εις την νομήν σου,
συναρίθμησον με τοις προβάτοις της εκλεκτής σου ποίμνης,
και διάθρεψόν με συν αυτοίς εκ της χλόης των θείων σου Μυστηρίων·
πρεσβείαις της πανάγνου Μητρός σου,
και πάντων των Αγίων σου.
Αμήν.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

ΟΣΟΙ ΕΜΠΟΔΙΖΟΥΝ ΤΟΥΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥΣ ΝΑ ΠΛΗΣΙΑΣΟΥΝ ΤΟ ΘΕΟ- ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΝΤΩΝΙΟΥ...


Όσοι εμποδίζουν τους ανθρώπους να πλησιάσουν το Θεό – Μακαριστού Αντωνίου Σισανίου και Σιατίστης

Σχετική εικόνα
Ο μακαριστός π. Αντώνιος Κόμπος πρωην μητροπολίτης Σισανίου & Σιατίστης ήταν μια αγία μορφή…
Τον χαρακτηρίζουν «ασκητή της πόλης». Μαγείρευε μόνος του, καθάριζε ο ίδιος το μητροπολιτικό σπίτι, δεν χρησιμοποιούσε κινητό τηλέφωνο, ενώ σπάνια μιλούσε και στο σταθερό. Επισκεπτόταν την Αθήνα για να συμμετάσχει στις Συνόδους χρησιμοποιώντας… το λεωφορείο του ΚΤΕΛ, έκανε περιοδείες στα «κουτσοχώρια» με τα πόδια και είχει ξεχάσει πώς είναι τα πλούσια αρχιερατικά άμφια. «Εγώ είμαι ένας καλόγερος», επιμένει ο ίδιος.
Ο 84χρονος Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης Αντώνιος ξεχωρίζει για τη λιτή και ταπεινή ζωή που κάνει. Οι κάτοικοι της Σιάτιστας κάνουν λόγο για «άγιο άνθρωπο», που ήταν κλειστός, δεν έδινει δικαιώματα και ζούσε όπως οι καλόγεροι. Μερικοί υποστηρίζουν ότι είχε περιορισμένη παρουσία στα κοινά, τονίζοντας πάντως ότι αποτελούσε «στάση ζωής» για τον ίδιο. «Ηταν κάτι παραπάνω από καλός. Δεν ήταν διακοσμητικός, αρνούνταντα λούσα και τις πολυτέλειες, ούτε αυτοκίνητο δεν είχε.Μας έλεγε, συνέχεια ,λένε τα πνευματικοπαίδια του και πολλές φορές με στενοχώρια, τον καιρό της ευδαιμονίας «μεγάλη πείνα θα πέσει στην Ελλάδα, παιδί μου, μεγάλη πείνα… «όταν αρχίσει το κακό από την Συρία να αρχίσετε να προσεύχεστε!

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Η “ψυχούλα” της Βίκυς Μοσχολιού Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Πριν λίγο καιρό έφυγε από τον κόσμο αυτό η πολύ γνωστή στο κοινό λαϊκή τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού. Και όπως ήταν φυσικό πολλά Μέσα Μαζικής Ενημερώσεως, έντυπα και ηλεκτρονικά, αφιέρωσαν σελίδες και εκπομπές για να παρουσιάσουν το έργο και την προσωπικότητα της πολυτάλαντης αυτής τραγουδίστριας.
Το βράδυ της ημέρας που εψάλη η εξόδιος ακολουθία της στον Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών, η κρατική Τηλεόραση μετέδωσε μια παλαιότερη συνέντευξή της, στην οποία η ίδια απεκάλυπτε προσωπικά στοιχεία της ζωής της, από την μικρή της ηλικία μέχρι την εποχή εκείνη που έδωσε την συνέντευξη.
Το μεγαλύτερο μέρος της συνεντεύξεως το παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή, διότι είχαν γραφή και ειπωθή πολλά για το πρόσωπό της. Μου έκανε εντύπωση η ειλικρίνειά της και η απλότητα με την οποία διηγείτο πτυχές της ζωής της. Ιδιαιτέρως, όπως ήταν φυσικό, πρόσεξα αυτό που είπε, ότι πριν από κάθε σοβαρή εργασία της έκανε κομποσχοίνι και παρακαλούσε τον Χριστό και την Παναγία να την βοηθήση. Βέβαια κατά καιρούς άκουγα ότι είχε σχέση με την εκκλησιαστική ζωή.
Ενθυμούμαι ότι κατά τις επισκέψεις μου στο Άγιον Όρος, ιδιαιτέρως στην Ιερά Μονή του Οσίου Γρηγορίου, είχα συναντήσει έναν μοναχό που ήταν θείος της, αδελφός της γιαγιάς της, ο οποίος μας μιλούσε για την ανηψιά του Βίκυ Μοσχολιού, ότι δηλαδή είχε επικοινωνία μαζί της και την συμβούλευε για την χριστιανική ζωή. Πρόκειται για τον γερο-Ησύχιο, που ήταν όνομα και πράγμα ησύχιος, άγιος Μοναχός, ο οποίος πάντοτε μας μιλούσε πολύ πνευματικά. Κυρίως μας διηγείτο ιστορίες από προηγούμενους γέροντες μοναχούς, που είχαν προβλέψει την έξοδό τους από τον κόσμο αυτό και είχαν προετοιμασθή κατάλληλα και έφυγαν εν μετανοία και προσευχή. Η μορφή του γέροντα Ησυχίου μου είχε κάνει πολύ μεγάλη εντύπωση.
Βλέποντας, λοιπόν, το βράδυ εκείνο την συνέντευξη της Βίκυς Μοσχολιού, είδα όλη την ζωή της, όπως την περιέγραφε, θυμήθηκα τον Αγιορείτη Γρηγοριάτη μοναχό και δεν μπορούσα να κοιμηθώ, αλλά συνέχεια αυθόρμητα μου ήλθε να προσεύχομαι για την ανάπαυση της ψυχής της. Σχεδόν όλη την νύχτα την πέρασα σε αυτήν την κατάσταση.
Επειδή, όμως, δεν θυμόμουν επακριβώς το όνομα του γερο-Ησυχίου και το συνέχεα με ένα άλλο όνομα, την επομένη ημέρα το πρωΐ τηλεφώνησα στην Μονή Γρηγορίου για να ρωτήσω πώς λεγόταν ο μοναχός αυτός για να το επιβεβαιώσω. Ο μοναχός που σήκωσε το τηλέφωνο μου είπε ότι επρόκειτο για τον γερο-Ησύχιο. Τον ευχαρίστησα και έκλεισα το τηλέφωνο.
Μετά από λίγο, όμως, μου τηλεφώνησε ο Ηγούμενος της Ιεράς Μονής, Αρχιμανδρίτης Γεώργιος, με την ευγένεια και την ευαισθησία που τον διακρίνει και την αγάπη του προς όλους τους ανθρώπους και στο πρόσωπό μου, για να με ρωτήση αν ήθελα κάτι περισσότερο. Μου είπε δε ότι στην Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου, μετά την κοίμηση του γερο-Ησυχίου, που ήταν ένας ευλογημένος μοναχός με εκκλησιαστική συνείδηση και ορθόδοξο φρόνημα, βρέθηκε μια επιστολή της ανηψιάς του Βίκυς Μοσχολιού, στην οποία φαίνεται η προσωπικότητά της, και με ερώτησε εάν ήθελα να μου την αποστείλη για να την χρησιμοποιήσω κατά την κρίση μου.
Τον ευχαρίστησα και την επομένη ημέρα μου έστειλε την χειρόγραφη επιστολή της Βίκυς Μοσχολιού που είχε αποστείλει στον θείο της, αείμνηστο γερο-Ησύχιο, που κοιμήθηκε σε ηλικία 103 ετών, την οποία απέστειλε η Μοσχολιού πριν δέκα χρόνια, ήτοι το 1994 (ήταν τότε ηλικίας 52 ετών) και την διάβασα με πολύ μεγάλη συγκίνηση. Με άδεια του Αρχιμ. Γεωργίου Ηγουμένου της Ιεράς Μονής, θα δημοσιεύσω την επιστολή αυτή με μερικές αναγκαίες περικοπές και θα κάνω μερικά σχόλια, για την ωφέλεια των Χριστιανών και την ανάπαυση της ψυχής της αειμνήστου Βασιλικής (Βίκυς).

1. Η επιστολή

“Αξιοσέβαστε θείε, ευλογείτε.
Έχω ακούσει από πολλούς Ιερείς για την αγιωσύνη που έχετε, και από την Μητέρα μου. Εγώ, η τόσο αμαρτωλή και ανάξια αισθάνομαι πολύ τυχερή που σάς έχω θείο, και συγχρόνως λυπάμαι που ποτέ δεν σάς γνώρισα.
Είστε ευλογημένος άνθρωπος που από νέος ακολουθήσατε τον σωστό δρόμο του Θεού. Δυστυχώς εμείς μπήκαμε στην βιοπάλη της ζωής, και όσο και να καταλαβαίνουμε τα λάθη μας, δεν μπορούμε να κάνουμε πίσω.
Θείε μου, από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη. Ευχαριστώ πάντα τον Κύριό μας και την Παναγιά για το θείο δώρο που μου χάρισαν (τη φωνή) να μπορέσω να βοηθήσω τους γονείς μου, τα αδέλφια μου και τον κόσμο. Όμως τώρα είμαι 52 ετών και παρακαλώ την Παναγία να με βοηθήσει να τακτοποιηθώ, να σταματήσω, μήπως και βάλω την ζωή μου σε μια σειρά. Κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Όμως αυτό με κούρασε πολύ...
Βέβαια ξεμολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου. Βλέπετε, θείε μου, ότι ο άνθρωπος όσο και να ξεφύγη, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές, κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ. Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού, που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ. Ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ' ακούσουν τις προσευχές μου γιατί δεν θέλω να χαθή η ψυχούλα μου.
Θείε μου, θέλω να σου πω πώς έχω δύο κοριτσάκια, την Ουρανία και την Βαγγελία, είναι δύο καταπληκτικά παιδιά. Τα έχω παντρέψει και τα δυο με πολύ καλά παιδιά. Η Ουρανία μου έκανε και ένα κοριτσάκι που είναι τώρα 3 μηνών.
Θείε μου, θα ήταν μεγάλη η ευλογία, αν μπορούσα να σας δω, γιατί έχω πολλά να πω. Θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω. Και τότε να έρθη η θεία φώτιση.
Θείε μου, εσείς που είστε ένας άνθρωπος του Θεού προσευχηθήτε για μένα και για την οικογένειά μου για τα παιδάκια μου και το εγγονάκι μου να τακτοποιηθώ και να φύγω από αυτή την δουλειά που μ' έχει κουράσει.
Θα ήταν μεγάλη ευλογία αν κάτι προσωπικό σας αντικείμενο μου στέλνατε, θα το είχα σαν ιερό κειμήλιο από εσάς, κάτι που αγαπάτε πολύ.
Δεν θέλω να σάς κουράσω πιο πολύ. Ο Θεός να σάς έχει καλά πάντα.
Τις ευχές σας η ταπεινή ανηψιά σας
Βασιλική (η Βίκυ) Μοσχολιού.
Υ.Γ. Σάς στέλνω αυτό το γράμμα με τον Πάτερ Νικόδημο, ο οποίος ήρθε στο Σπίτι μου με την Μητέρα του και έφερε την ευλογία. Ο Πάτερ Νικόδημος μου έδωσε δύο φωτογραφίες σας και χάρηκα πάρα πολύ που σάς είδα. Βλέπω ότι μοιάζετε πολύ με την Γιαγιά μου της Μαριάμ. Επίσης, μου έδωσε πολύ ωραίες χάρτινες εικονίτσες και ωραία βιβλία και μοσχοθυμίαμα. Ήταν Θεού δώρο να στείλετε τον Πάτερ Νικόδημο, γιατί είναι σαν να είσαστε εσείς εδώ”.

2. Παρατηρήσεις

Αν και είναι εύγλωττη η επιστολή, ωστόσο θα ήθελα να κάνω μερικά σχόλια, ως ένα μικρό μνημόσυνό της.
α) Και προ και μετά την κοίμηση της Βίκυς Μοσχολιού πολλοί μίλησαν για το ταλέντο της, τις φωνητικές της ικανότητες και την προσφορά της στο λαϊκό τραγούδι. Είπαν ότι “τραγούδησε 1.400 τραγούδια όλων των Ελλήνων Συνθετών και εκ των οποίων τα 450 έγιναν μεγάλες επιτυχίες”. Όλα αυτά είναι αναμφισβήτητα. Αλλά εμένα ως Επίσκοπο με απασχολεί ο εσωτερικός της κόσμος, που φαίνεται να είναι πλούσιος και ευαίσθητος. Στο γράμμα φαίνονται καθαρότατα τα αισθήματα που την διακρίνουν. Οπότε, στο τομέα αυτόν η προφορά της έχει μια διαχρονικότητα, ως προσώπου και κατ' εικόνα Θεού δημιουργημένης.
β) Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά το γράμμα της, διακρίνει όλα τα χαρίσματα του επιστολιμαίου κειμένου, δηλαδή τα χαρίσματα της προσωπικής επιστολής. Όταν μιλά κανείς και μάλιστα σε ευρύ κοινό, ή όταν γράφη μια επιστημονική μελέτη, συνήθως αυτοπεριορίζεται, αυτοελέγχεται και αυτολογοκρίνεται. Οι προσωπικές όμως επιστολές που στέλνονται σε αγαπητά πρόσωπα είναι στην πραγματικότητα ξεσπάσματα καρδιακά.
Ακριβώς σε αυτήν την επιστολή που είδαμε προηγουμένως φαίνονται όλα τα χαρίσματα της προσωπικότητος της Βίκυς Μοσχολιού, όπως η απλότητα, η μεγαλοκαρδία, η ευαισθησία, η ειλικρίνεια κ.ά. Γράφει σε ένα σημείο: “θέλω να ανοίξω την καρδιά μου, να με ακούσετε, να γονατίσω μπροστά σας, να κλάψω”. Πρόκειται για ένα γράμμα “εξομολογητικό” και καρδιακό, που απέχει όμως από τον συναισθηματισμό. Άλλωστε υφίσταται τεράστια διαφορά μεταξύ αισθήματος και συναισθήματος.
γ) Η επιστολογράφος εκφράζει επανειλημμένως την πίστη της στον Θεό. Ευχαριστεί τον Θεό, “τον Κύριό μας”, όπως γράφει, και την Παναγία για το δώρο της φωνής που της χάρισαν. Επομένως έχει βαθύτατη αίσθηση της δωρεάς του Θεού. Παρακαλεί την Παναγία και τον Χριστό να την συγχωρούν και να είναι μαζί της: “να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου”. Ζητά “την θεία φώτιση” και γενικά σε όλο το γράμμα φαίνεται η σχέση της με τον Θεό και εκφράζει την γνωστή φράση από τις ευχές της Πεντηκοστής: “σοι μόνω αμαρτάνομεν και σοι μόνω λατρεύομεν”.
Συγχρόνως εκφράζει και την εμπιστοσύνη της και τον σεβασμό της στους ανθρώπους του Θεού, όπως είναι ο θείος της. Έχει ακούσει για την “αγιωσύνη του”, θεωρεί ότι είναι ευλογημένος άνθρωπος που ακολούθησε τον δρόμο του Θεού, αισθάνεται “τυχερή” που τον έχει θείο, λυπάται που δεν τον γνώρισε προσωπικά, ζητά τις ευχές του για την ίδια και την οικογένειά της, επιθυμεί μια συνάντηση μαζί του για να ανοίξη πλήρως την καρδιά της και τον παρακαλεί να της αποστείλη κάποιο προσωπικό του αντικείμενο ως “ευλογία” και ως “ιερό κειμήλιο”.
δ) Στην επιστολή αυτή φαίνεται ότι μεγάλωσε “μέ χριστιανικές αρχές” και τα εκκλησιαστικά αυτά βιώματα τα οποία είχε από την μικρή της ηλικία την ακολουθούν σε όλη την ζωή της. Είναι πολύ σημαντικό που γράφει σε ένα σημείο: “κάποτε έκανα καθήκοντα Μοναχής και δούλευα. Όμως αυτό με κούρασε πολύ”. Αυτή η έκφραση “έκανε καθήκοντα μοναχής”, σημαίνει ότι ζούσε ως μοναχή με προσευχή, με εγκράτεια, ακόμη και όταν εργαζόταν στα Κέντρα τις νυκτερινές ώρες. Και όπως γράφει σε άλλο σημείο, ακολουθούσε τον δρόμο του Θεού που της “άρεσε πολύ” και θυμάται όλη αυτήν την εμπειρία. Γι' αυτό γράφει: “ο άνθρωπος όσο και να ξεφύγει, άμα έχει μεγαλώσει με χριστιανικές αρχές κάποτε συνέρχεται. Αυτό κάνω και εγώ. Προσπαθώ να βρω τον δρόμο του Θεού που κάποτε ήμουν και που μου άρεσε πολύ”.
Αυτό μου θυμίζει τον άσωτο υιό της παραβολής, ο οποίος εξεδήλωσε μετάνοια, όχι μέσα από ιδεολογίες, αλλά από την ανάμνηση της αγάπης του πατέρα του, όπως την έζησε στο πατρικό του σπίτι. Συνέκρινε, λοιπόν, αυτήν την πατρική αγάπη με την ζωή της στερήσεως την οποία περνούσε και αυτό αύξησε την μεγάλη αγάπη του για την επιστροφή.
ε) Ακριβώς το προηγούμενο σημείο δείχνει την μετάνοια της Βίκυς Μοσχολιού και την μεγάλη αρετή της αυτομεμψίας που την διακρίνει. Αισθάνεται τα λάθη τα οποία έκανε ως άνθρωπος, αλλά ταυτόχρονα ομολογεί: “εξομολογήθηκα, έκλαψα και κλαίω πικρά και παρακαλώ την Παναγία και τον Χριστό μας να με συγχωρέσουν και να είναι μαζί μου”. Αυτή η φράση είναι πάρα πολύ σημαντική και δείχνει το όλο περιεχόμενο της μετανοίας της που δεν ήταν απλώς μια τυπική εξομολόγηση, αλλά μια διαρκής κατάσταση κλάματος και δακρύων για να λάβη συγχώρεση από τον Θεό και ο Θεός να είναι μαζί της. Αυτό που παρατηρεί κανείς στην επιστολή της είναι το χάρισμα της αυτομεμψίας, το οποίο τόσο πολύ έχουν εξάρει οι Πατέρες της Εκκλησίας και δείχνει μια κατάσταση πνευματικής υγείας.
Μέσα στο πνεύμα της μετανοίας και επειδή έχει ανάμνηση της χριστιανικής ζωής την οποία ζούσε στα παιδικά της χρόνια, παρακαλεί την Παναγία να την βοηθήση να σταματήση την εργασία την οποία έκανε, όπως γράφει: “μήπως και βάλω την ζωή μου σε μια σειρά”. Και όπως ομολογεί: “από παιδάκι δουλεύω και σήμερα αισθάνομαι πολύ κουρασμένη”. Ποιός μπορεί να μη συγκινηθή από αυτήν την έκφραση μιας απλής ψυχής;
στ) Η βασικότερη και σημαντικότερη φράση στο γράμμα αυτό που με συγκίνησε είναι η ακόλουθη: “ας ελπίσω ότι ο Χριστός και η Παναγία θ' ακούσουν τις προσευχές μου γιατί δεν θέλω να χαθή η ψυχούλα μου”. Την ψυχή της την ονομάζει “ψυχούλα”, αφού η ίδια εγνώριζε την ευαισθησία που υπήρχε μέσα της. Επειδή δεν θέλει να χαθή η ψυχούλα της, γι' αυτό προσεύχεται στον Χριστό και την Παναγία και ελπίζει ότι θα ακούσουν τις προσευχές της. Πιστεύει στην μέλλουσα ζωή και στην αιώνια ύπαρξη του ανθρώπου.
Και μεις με την σειρά μας ελπίζουμε ότι ο Θεός, ο Οποίος είναι αγάπη, “έρως και εραστόν”, θα ακούση τις προσευχές της και δεν θα αφήση να χαθή η “ψυχούλα” αυτής της γυναίκας με μια τέτοια καρδιακή απλότητα.
ζ) Από όλο το περιεχόμενο της επιστολής, αλλά και από το υστερόγραφο φαίνεται και η προσφορά του Αγίου Όρους και των Αγιορειτών Πατέρων. Σε Αγιορείτη Πατέρα –τον θείο της– γράφει μια τέτοια καρδιακή επιστολή, αλλά και οι μοναχοί της Ιεράς Μονής του Οσίου Γρηγορίου με την ευλογία του Ηγουμένου π. Γεωργίου είχαν την επικοινωνία μαζί της και την έκαναν να εκφρασθή εξομολογητικά. Επομένως, βλέπουμε εδώ την μεγάλη προσφορά και την ιεραποστολή των Ιερών Μονών, αλλά θα μου επιτραπή να πω της Ιεράς Μονής Γρηγορίου με το ποιμαντικό “πνεύμα” το οποίο έχει εμπνεύσει ο Γέροντας της Ιεράς Μονής.
Την επιστολή αυτή, μέσα στην οποία εκφράζει όλο αυτό το πνεύμα της μετανοίας και προσευχόταν να την βοηθήση ο Θεός, όπως έλεγε, “νά φύγω από αυτήν την δουλειά που μ' έχει κουράσει”, την έγραψε όταν ήταν σε ηλικία 52 ετών, δηλαδή πριν δέκα χρόνια. Αν σκεφθή κανείς ότι εκοιμήθη σε ηλικία 62 ετών και μάλιστα τα δύο τελευταία χρόνια πέρασε μέσα από την εξαγνιστική ενέργεια της ασθένειας της εποχής μας, τότε αντιλαμβάνεται ότι αυτή η “ψυχούλα” έγινε ακόμη πιο “ψυχούλα” και επομένως θα έγινε δεκτή από τον Θεό.
Εύχομαι με όλη μου την καρδιά ο Θεός να την έχη κοντά Του και να ψάλη με τους αγγέλους και το χορό των αγίων, όχι τα τραγούδια της, αλλά τον τρισάγιον ύμνο στον Τρισάγιο Θεό, που αγαπά τον άνθρωπο και κυρίως αυτούς που μετανοούν.–

Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Η συνάντηση της ιατρικής και βιολογίας με την τεχνολογία έχει προσφέρει πολλά στην αντιμετώπιση της σωματικής ασθένειας και γενικότερα στην εξέλιξη των επιστημών αυτών, έχει όμως δημιουργήσει προβλήματα και ερωτηματικά. Αυτά αναφέρονται κυρίως στην βιολογική ζωή του ανθρώπου και με αυτά ασχολούνται και άλλες επιστήμες, όπως η νομική και η βιοηθική. Τα προβλήματα με τα οποία ασχολείται η βιοηθική αντιμετωπίζουν σήμερα και οι ποιμένες της Εκκλησίας.
Στην εποχή μας οι εξελίξεις στον τομέα της βιοτεχνολογίας είναι τόσο μεγάλες που θεωρούνται σαν μια νέα επανάσταση, και συμβαίνουν με τέτοιο ρυθμό που καθημερινά επέρχονται αλλαγές στην επιστημονική γνώση, γεγονός που επηρεάζει και την κοινωνία στο σύνολό της, αλλά και τον κάθε άνθρωπο τόσο στην προσωπική όσο και στην κοινωνική του ζωή. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν οι εξελίξεις της βιοτεχνολογίας στην ιατρική επιστήμη.
Είναι γνωστόν ότι η ανθρωπότητα σε κάποια περίοδο της ιστορίας της πέρασε από την αγροτική κοινωνία στην βιομηχανική κοινωνία, με την λεγομένη βιομηχανική επανάσταση, γεγονός που είχε άμεσες συνέπειες στην ζωή ολοκλήρου της ανθρωπότητος. Οι αλλαγές ήταν πολλές και μεγάλες.
Πολλοί μελετητές εντοπίζουν το γεγονός ότι σήμερα ζούμε μια άλλη επανάσταση που χαρακτηρίζεται ως βιοτεχνολογική και γι’ αυτό κάνουν λόγο για το ότι έχουμε εισέλθει σε έναν αιώνα που μπορεί να αποκληθή αιώνας της βιοτεχνολογίας.
Ο όρος βιοτεχνολογία εισήχθη από τον Ούγγρο Karl Ereky το 1919 σε ένα βιβλίο του, όπου μελετούσε την παραγωγή προϊόντων και ουσιών με την χρήση ζωντανών οργανισμών και αναφερόταν στην σύνδεση της βιολογίας με την τεχνολογία. Εξέλιξη του αρχικού αυτού όρου αποτελεί ο ορισμός της βιοτεχνολογίας, σύμφωνα με την Convention on Biological Diversity (Συνθήκη για την Βιολογική Ποικιλότητα) το 1992, ως κάθε τεχνολογικής εφαρμογής που χρησιμοποιεί βιολογικά συστήματα, ζωντανούς οργανισμούς ή συστατικά τους, για να παράγη ή να τροποποιήση προϊόντα ή διαδικασίες για συγκεκριμένη χρήση.
Με την ευρύτερη έννοια αυτού του όρου στην βιοτεχνολογία συμπεριλαμβάνονται πανάρχαιες τεχνικές, όπως η καλλιέργεια φυτών, η εξημέρωση και εκτροφή ζώων που χρονολογείται πριν από 10.000 χρόνια, η ζύμωση του ψωμιού, που χρονολογείται πριν από 6.000 χρόνια, ή της μπύρας, του κρασιού και του τυριού πριν από 3.000 χρόνια. Ακόμη πολλές άλλες κοινές πρακτικές, γνωστές στην ανθρωπότητα από αιώνες, όπως η επιλογή και ανάπτυξη βελτιωμένων ειδών φυτών και ζώων, και πιο πρόσφατα η βελτίωση του τρόπου των καλλιεργειών με λιπάσματα, εντομοκτόνα και πολλά άλλα.
Με στενότερη αντίληψη του όρου, σύμφωνα με την Δήλωση του 2000 για την βιοτεχνολογία, του Οργανισμού Επισιτισμού και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO, Food and Agriculture Organization of United Nations), ο όρος μπορεί να περιορισθή στις εφαρμογές των νέων τεχνικών της γενετικής μηχανικής και μοριακής βιολογίας και στις νέες αναπαραγωγικές διαδικασίες, καλύπτοντας ένα φάσμα τεχνικών, όπως ο χειρισμός γονιδίων, η μεταφορά γονιδίων, ο ανασυνδυασμός του DNA, η κλωνοποίηση σε φυτά και ζώα.
Παρόμοιος είναι και ο ορισμός που δόθηκε στον όρο «μοντέρνα βιοτεχνολογία» από το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για την Βιοασφάλεια (Cartagena Protocol on Biosafety, Montreal 2000). Σύμφωνα με αυτό, στον όρο «μοντέρνα βιοτεχνολογία» περιλαμβάνονται α) οι εργαστηριακές (in vitro) τεχνικές πάνω στο DNA, όπως ο ανασυνδυασμός του DNA, και η άμεση μεταφορά γενετικού υλικού και οργανυλλίων και β) η ένωση κυττάρων ανάμεσα σε είδη διαφορετικών οικογενειών, που ξεπερνούν τα όρια της φυσιολογικής αναπαραγωγής και που δεν συγκαταλέγονται στις παραδοσιακές μεθόδους εκτροφής και επιλογής ειδών.
Πάντως είναι σαφές ότι οι εφαρμογές της βιοτεχνολογίας αφορούν πάρα πολλούς τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας. Έτσι ως «λευκή βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στην βιομηχανία, π.χ. για την ανάπτυξη νέων χημικών, βιοκαυσίμων, βιοπλαστικών, νέων ενζύμων για απορρυπαντικά, για παραγωγή τροφών κ.ά.? ως «πράσινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στον αγροτικό τομέα, όπως για παράδειγμα η ανάπτυξη γενετικώς τροποποιημένων οργανισμών που θα δούμε σε επόμενο κεφάλαιο, και ως «κόκκινη βιοτεχνολογία» χαρακτηρίζονται οι εφαρμογές της στην υγεία και την ιατρική, στην προσπάθεια καταπολέμησης και πρόληψης των ασθενειών του ανθρώπου. Βέβαια τα όρια μεταξύ λευκής, πράσινης και κόκκινης βιοτεχνολογίας είναι ασαφή.
Ο Τζέρεμι Ρίφκιν (Jeremy Rifkin) στο βιβλίο του «Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας» αναλύει όλο αυτό το φαινόμενο με ενάργεια και ο αναγνώστης μπορεί να αντιληφθή τις μεγάλες αλλαγές που γίνονται στις ημέρες μας και ενδέχεται να επακολουθήσουν. Μερικές απόψεις του θα καταγράψουμε στην συνέχεια.
Θεωρείται ότι η εποχή μας βρίσκεται στο τέλος της βιομηχανικής εποχής, η οποία σημαδεύθηκε από μεγάλες αλλαγές στις κοινωνίες, αφού μεγάλο τμήμα του αγροτικού πληθυσμού μετακινήθηκε σε αστικές περιοχές με αποτέλεσμα την αλλαγή του κοινωνικού ιστού. Η εποχή αυτή χαρακτηρίσθηκε από μεγάλες εξελίξεις στις συγκοινωνίες και μεταφορές, από τον σιδηρόδρομο έως τις αερομεταφορές, αλλά και στον τρόπο επικοινωνίας των ανθρώπων, από τον τηλέγραφο και την τηλεφωνία έως τους δορυφόρους και το διαδίκτυο. Αντίστοιχη ήταν και η μεταβολή της μορφής των πόλεων με την δημιουργία μεγάλων τσιμεντένιων οικοδομημάτων, που εξυπηρετούσαν τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν από την αστυφιλία.
Κατά την βιομηχανική εποχή έγιναν αλλαγές και σε άλλους τομείς. Για παράδειγμα, αυτή η εποχή ήταν εποχή της φυσικής και της χημείας, οι επιστήμονες διέσπασαν το άτομο, επινοήθηκε η συσκευή των ακτίνων Χ, οι επιστήμονες ερευνητές έδωσαν στους ανθρώπους τα εμβόλια, τα αναισθητικά, τα αντιβιοτικά και άλλα φάρμακα. Γενικά, οργανώθηκαν και αναπτύχθηκαν τα επιστημονικά ερευνητικά κέντρα και τα Πανεπιστήμια, ακόμη δημιουργήθηκαν κοινωνικά συστήματα και έγιναν διάφορες άλλες αλλαγές στον κοινωνικό χώρο. Βέβαια, υπήρξαν και αρνητικές συνέπειες τις οποίες δεν θα εντοπίσουμε εδώ, γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός του βιβλίου αυτού.
Η βιομηχανική εποχή που σηματοδότησε «το τελευταίο στάδιο της φωτιάς», είναι μια «πυροτεχνολογική εποχή», και η πυρηνική βόμβα αποτελεί «την έσχατη έκφραση της εποχής της πυροτεχνολογίας».
Μετά την βιομηχανική εποχή περάσαμε στην εποχή της βιοτεχνολογίας, που συνιστά μια νέα επανάσταση με θετικές και αρνητικές συνέπειες στην κοινωνία και την οικονομία. Γίνεται λόγος για την δημιουργία μιας νέας «λειτουργικής μήτρας», αφού δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για νέες ομάδες τεχνολογιών που δίνουν ώθηση στο εμπόριο, δημιουργούνται προϋποθέσεις, όπως ισχυρίζονται, για μια νέα αναδημιουργία της γης «μέσω μιας τεχνητής δεύτερης Γένεσης», την δημιουργία της επιστήμης της ευγονικής, αλλά και μιας νέας κοινωνιολογίας.
Γράφεται χαρακτηριστικά: «Όλα μαζί τα γονίδια, οι βιοτεχνολογίες, οι πατέντες ζωντανών οργανισμών, η παγκόσμια βιομηχανία γονιδίων και οι επεμβάσεις σ’ αυτά, τα νέα πολιτισμικά ρεύματα, οι υπολογιστές και οι αναθεωρημένες αντιλήψεις για την εξέλιξη αρχίζουν να αναδημιουργούν τον κόσμο μας».
Οι επιστήμονες, ύστερα από μακροχρόνιες έρευνες πάνω στην διαίρεση του κυττάρου και στον τρόπο διαχωρισμού των χρωματοσωμάτων, και από την απλή παρατήρηση με το μικροσκόπιο, έφθασαν στο σημείο να απομονώνουν και να ανασυνδυάζουν τμήματα του DNA και τα γονίδια που βρίσκονται σε αυτό και τελικά να επιτύχουν πρόσφατα την χαρτογράφηση του ανθρώπινου DNA.
Επιστήμονες απομόνωσαν τμήματα του DNA δύο οργανισμών που δεν διασταυρώνονται στην φύση και στην συνέχεια χρησιμοποιώντας «ένα είδος βιολογικής ραπτομηχανής» συνέρραψαν τα δύο αυτά ανεξάρτητα τμήματα των δύο άσχετων μεταξύ τους οργανισμών και δημιούργησαν ένα καινούριο στοιχείο, ένα νέο ανασυνδυασμό των δύο διαφορετικών DNA.
Αναφέρονται μερικά παραδείγματα. Το 1983 πήραν «γονίδια της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης» και τα έβαλαν στο έμβρυο ενός ποντικιού. Με την ενέργεια αυτή παρήχθησαν τα «σούπερ ποντίκια» που ήταν δύο φορές μεγαλύτερα από τα άλλα ποντίκια, και το σπουδαιότερο είναι ότι «τα ανθρώπινα γονίδια ενσωματώθηκαν μόνιμα στη γενετική διάταξη αυτών των ζώων». Το 1984 «συνένωσαν κύτταρα εμβρύου μιας κατσίκας και ενός προβάτου και τοποθέτησαν το έμβρυο αυτό στη μήτρα ενός ζώου υποκατάστατου το οποίο γέννησε ένα αιγοπρόβατο». Το 1986 πήραν το γονίδιο από μια πυγολαμπίδα που προκαλεί το φως και το έβαλαν «στο γενετικό κώδικα ενός φυτού του καπνού. Τα φύλλα του καπνού έλαμψαν».
Στους επιστήμονες δημιουργείται η εντύπωση ότι κατασκευάζουν εκ νέου τον κόσμο και ότι ο άνθρωπος καθίσταται έτσι δημιουργός του κόσμου. Γράφεται χαρακτηριστικά: «Αρχίζουμε να βλέπουμε τη ζωή με την οπτική του χημικού.... Για πρώτη φορά στην ιστορία, κατασκευάζουμε την ίδια τη ζωή. Αρχίζουμε να αναπρογραμματίζουμε τους γενετικούς κώδικες των ζώντων οργανισμών για να εξυπηρετήσουμε τις πολιτισμικές και οικονομικές μας ανάγκες και επιθυμίες. Αναλαμβάνουμε το καθήκον μιας δεύτερης Γένεσης, αυτή τη φορά μιας τεχνητής Γένεσης που υπόκειται στις επιταγές της αποτελεσματικότητας και της παραγωγικότητας».
Τέτοιες μεθόδους προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν ή χρησιμοποιούνται ήδη στην εξορυκτική βιομηχανία, στον χημικό κλάδο για την αντικατάσταση του πετρελαίου, στον καθαρισμό του περιβάλλοντος για την απομάκρυνση πολύ επικίνδυνων ρυπαντών και αποβλήτων, στην δασοκομία, στην αγροτική οικονομία, στην καλλιέργεια των φυτών, στον τομέα της εκτροφής των ζώων, στην φαρμακοκαλλιέργεια, στην κλωνοποίηση, στην παραγωγή ιστών και οργάνων για την μεταμόσχευσή τους σε ανθρώπους, στην θαλάσσια βιοτεχνολογία, στην δημιουργία γενετικά παρασκευασμένων φαρμάκων, στην αντιμετώπιση διαφόρων χρονίων και αθεράπευτων ασθενειών κλπ. Μερικοί ισχυρίζονται ότι πρόκειται να μεγαλώσουν «ακέφαλους ανθρώπινους κλώνους σε τεχνητές μήτρες», ώστε να χρησιμοποηθούν ως ανταλλακτικά σε ανθρώπους που υποφέρουν από διάφορες ασθένειες.
Όμως όλα αυτά, όπως παρατηρείται, ενώ είναι πιθανόν να ωφελήσουν τον άνθρωπο, εν τούτοις έχουν και κόστος για την ζωή του και την κοινωνία. Όπως γράφηκε χαρακτηριστικά: «όσο πιο ισχυρή είναι αυτή η τεχνολογία στο να ιδιοποιείται και να ελέγχει τη φύση, τόσο πιο ακριβό είναι το τίμημα που θα αναγκασθούμε να πληρώσουμε για την αποδιοργάνωση και την καταστροφή που θα ξεσπάσει στα οικοσυστήματα και τα κοινωνικά συστήματα που συντηρούν τη ζωή». Και πιστεύεται ότι όπως στο τέλος της εποχής της πυροτεχνολογίας υπήρξε η πυρηνική βόμβα, έτσι μπορεί στο μέλλον να εμφανισθή κάτι πολύ αρνητικό για να χαρακτηρίση την εποχή της βιοτεχνολογίας, όταν δεν γίνεται καλή χρήση αυτής της προσπάθειας.
Γι' αυτό χρειάζεται οι επιστήμονες να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή ώστε η εξέλιξη της επιστήμης να μη αποβή σε βάρος του ανθρώπου, αλλά και ο ορθόδοξος θεολόγος πρέπει να «κρίνη» τα δεδομένα του ανθρώπινου βίου μέσα από την αποκαλυπτική εμπειρία και να προσφέρη νόημα ζωής.–

Χωρισμὸς ἤ ἀναθεώρηση τῆς σχέσης; Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στις 13-11-2005)


(δημοσιεύθηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, στις 13-11-2005)
Για πολλά χρόνια ακούω το σύνθημα «χωρισμός Εκκλησίας - Πολιτείας», το οποίο έρχεται πολλές φορές στην επικαιρότητα από διάφορες αφορμές. Συμμετείχα σε πολλές συζητήσεις, διάβασα αρκετά κείμενα, αλλά τελικά, χωρίς να γίνεται κάτι, παρατηρώ ότι συνεχίζεται η συζήτηση.
Στην συνέχεια θα τονίσω επιγραμματικά και τηλεγραφικά μερικές θέσεις μου.
1. Κατά καιρούς έχω γράψει ότι η φράση «χωρισμός Εκκλησίας - Πολιτείας» είναι αδόκιμη. Και αυτό γιατί Εκκλησία δεν είναι μόνον η εκκλησιαστική διοίκηση, Πολιτεία δεν είναι μόνον η κρατική διοίκηση, και «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» δεν νοείται σε μια δημοκρατική χώρα, αφού κάθε οργανωμένη κοινότητα πρέπει να έχη κάποια σχέση με το Κράτος (βλ. άρθρα 12, 13 Συντάγματος). Πως μπορούμε να μιλάμε για χωρισμό;
Είναι χαρακτηριστικό ότι στο Βυζάντιο δεν γινόταν λόγος για σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, αλλά για σχέση και διαφορά μεταξύ «Ιερωσύνης και Βασιλείας».
Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο πρέπει να αντικαταστασθή η φράση «χωρισμός Εκκλησίας και Πολιτείας» με την φράση «αναθεώρηση –ενδεχομένως– των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης».
2. Το τρίτο άρθρο του Συντάγματος είναι σαφέστατο και καθορίζει τις σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Όταν το άρθρο αυτό ερμηνευθή με νηφαλιότητα, τότε θα διαπιστωθή ότι περιγράφει την διακριτότητα των ρόλων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Ενδεχομένως σε μερικά σημεία (π.χ. Καταστατικό Χάρτη, Εκκλησιαστικά Δικαστήρια) μπορεί να γίνη μια επί πλέον ερμηνευτική διασάφιση μέσα από έναν ήρεμο διάλογο, χωρίς ιδεολογικές αντιπαλότητες για το καλό και της Εκκλησίας και της Πολιτείας και γενικά του λαού.
3. Η αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, και μάλιστα στα σημεία τα οποία τονίζονται από πολλές ομάδες ανθρώπων, πρέπει να είναι καρπός πολυεπίπεδης αναζήτησης. Για παράδειγμα, επειδή στην ελληνική Επικράτεια υπάρχουν εκκλησιαστικές Περιφέρειες που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διαφορετικές μορφές διοίκησης (Άγιον Όρος, Κρήτη, Δωδεκάνησα, «Νέες Χώρες») η συζήτηση πρέπει να γίνη και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και επειδή υπάρχουν συνθήκες (Λωζάνης, Λονδίνου) που καθορίζουν την νομική υπόσταση των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων της Θράκης και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, ο διάλογος πρέπει να επεκταθή και προς τον τομέα αυτόν, ώστε η τυχόν τροποποίηση να μη εκληφθή ως παραθεώρηση των σχετικών συνθηκών!!
4. Η συζήτηση μεταξύ Ιεράς Συνόδου και Κυβέρνησης, όταν τεθή επισήμως το θέμα, για την ενδεχόμενη αναθεώρηση των σχέσεων, θα πρέπη να γίνη με νηφαλιότητα, σεβασμό και δικαιοσύνη. Κατά την γνώμη μου, η συζήτηση θα πρέπη να επικεντρωθή σε δύο σημεία, τα οποία μπορούν να αποδεχθούν οι περισσότεροι από μας.
Πρώτον. Πρέπει να γίνη κατανοητό από όλους τους Κληρικούς ότι είμαστε υποχρεωμένοι να σεβόμαστε την ελευθερία των πολιτών, ακόμη και των μελών της Εκκλησίας που έχουν άλλες απόψεις για τον γάμο, την κηδεία, κλπ. Η ορθόδοξη θεολογία σεβάστηκε πάντοτε την ελευθερία του προσώπου, την οποία σέβεται και αυτός ο ίδιος ο Θεός, αλλά διαφοροποιείται η ποιμαντική αντιμετώπιση.
Δεύτερον. Πρέπει να γίνη σαφές ότι δεν επιτρέπεται να ελέγχεται και να καθορίζεται από νόμους της Πολιτείας η εσωτερική δομή λειτουργίας της Εκκλησίας. Οπότε, ο τρόπος διοικήσεως της Εκκλησίας και ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης των Κληρικών είναι εσωτερική υπόθεση της Εκκλησίας και δεν πρέπει να ρυθμίζεται από πολιτειακές παρεμβάσεις. Εννοείται, βέβαια, ότι και η νομοθετική εξουσία για κοινωνικά ζητήματα ανήκει στην Πολιτεία, η οποία θα λαμβάνη υπ' όψη της την βούληση του λαού.
Στα δύο αυτά σημεία μπορεί να αρχίση ένας ουσιαστικός και γόνιμος διάλογος, όταν το ζητήση η Κυβέρνηση. Σε άλλα θέματα, όπως μισθοδοσία Κληρικών, μάθημα θρησκευτικών, παραδόσεις του λαού, εκεί τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα, γιατί εμπλέκονται συμβάσεις του Κράτους με την Εκκλησία, καθώς επίσης πρέπει να γίνεται σεβαστή η επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού. Δεν είναι δυνατόν να δημιουργούνται κοινωνικές αναταραχές από βίαιες παρεμβάσεις.
Πάντως, όταν η Κυβέρνηση θέση επισήμως το θέμα, τότε είμαι βέβαιος ότι η Ιερά Σύνοδος θα το αντιμετωπίση με σοβαρότητα και ρεαλισμό.
5. Μέσα μου όμως έχει δημιουργηθή η εντύπωση, και μακάρι να σφάλλω, ότι πολλοί πολιτικοί άνδρες, όταν κάνουν λόγο για «χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας», το κάνουν μόνον για λόγους επιφανειακούς, τους οποίους δεν θα ήθελα να συγκεκριμενοποιήσω. Όμως, οι ίδιοι παράγοντες στην πραγματικότητα δεν θα ήθελαν μια Εκκλησία –που είναι τόσο δυνατή και ρωμαλέα και έχει μεγάλη πρόσβαση στον λαό– να είναι «ελεύθερη» και «ανέλεγκτη». Και αυτό φαίνεται από το ότι πολλές φορές και με πολλούς τρόπους, εμμέσως η αμέσως, πολλοί επιδιώκουν να ελέγξουν τα εκκλησιαστικά πράγματα, η να τα εκμεταλλευτούν.
Πάντως, πολλοί από τους Κληρικούς είμαστε υπέρμαχοι μιας πιο «ελεύθερης Εκκλησίας», που να μη δεσμεύεται από πολιτειακούς νόμους, οι οποίοι πολλές φορές εισέρχονται και στην εσωτερική ζωή της Εκκλησίας, όταν, για παράδειγμα, προσβάλλονται στο Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο εκλογές Αρχιερέων η αποφάσεις Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων, αλλά και μιας Εκκλησίας που δεν εξασκεί πολιτική, αλλά λειτουργεί ως πνευματικό θεραπευτήριο και είναι μάνα όλων. Ενδιαφερόμαστε συγχρόνως και για την ιδιαιτερότητα και την ειρήνη του λαού.
Χωρίς να θέλω να κάνω διαφήμιση, θεωρώ ότι όταν θα γίνη ένας ουσιαστικός διάλογος, θα πρέπη να έχη ως βάση πολλές σκέψεις, οι οποίες διατυπώνονται στο βιβλίο του Ευαγγέλου Βενιζέλου με τίτλο «Σχέσεις Εκκλησίας και Κράτους».
Τελειώνοντας, επανέρχομαι στο αρχικό θέμα, επειδή το θεωρώ πολύ σημαντικό, ότι θα πρέπη να αλλάξη η ορολογία, δηλαδή να μη ομιλούμε για «χωρισμό Εκκλησίας – Πολιτείας», αλλά για «αναθεώρηση σχέσεων εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης». Αν αυτό γίνη κατανοητό, τότε θα αποφύγουμε τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες, τις ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και τις επιφανειακές εντυπώσεις.–

Τὸ «Παιδίον» καὶ τὰ παιδία. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου


Την εορτή της Γεννήσεως του Χριστού, που είναι η μητρόπολη των εορτών, αξιωνόμαστε από τον Θεό να εορτάσουμε και εφέτος και γι’ αυτό Τον ευγνωμονούμε, Τον δοξολογούμε και Τον ευχαριστούμε από την καρδιά μας.
Η εορτή των Χριστουγέννων έχει βαθύτατο θεολογικό περιεχόμενο, αλλά συγχρόνως έχει και μια ζεστασιά, επειδή συνδέεται με την Γέννηση του Χριστού ως ανθρώπου. Γεννήθηκε το «παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός», κατά τον θεσπέσιο ποιητή, τον Ρωμανό τον Μελωδό.
Κέντρο της εορτής είναι ένα παιδί, ένας νέος άνθρωπος, που είναι ο νέος Αδάμ, ο Οποίος ανεκαίνισε τον άνθρωπο και του έδωσε την δυνατότητα να θεωθή. Αυτό το «παιδίον» δημιουργεί μια ανθρώπινη ζεστασιά, μια αγαλλίαση καρδιακή. Κάθε παιδί μας δημιουργεί ελπίδα, όραμα, χαρά. Κάθε παιδί εκφράζει την αγνότητα και την ελπίδα, που αντιπαραβάλλονται με την σκληρότητα της καρδιάς και την απελπισία των μεγάλων στην ηλικία ανθρώπων. Αν αυτό γίνεται για κάθε παιδί, πολύ περισσότερο αυτό συμβαίνει με τον Χριστό.
Όμως, αυτό το «παιδίον νέον» γεννήθηκε μέσα σε δύσκολες συνθήκες, σε ποικίλες ταλαιπωρίες και πειρασμούς, μέσα σε φρικτές και οδυνηρές καταστάσεις.
Γεννήθηκε μέσα σε ένα Σπήλαιο, σε μια Φάτνη αλόγων ζώων, διότι «ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β , 7). Οι αφιλόξενοι και σκληροί άνθρωποι δεν συγκινήθηκαν από μια έγκυο και ετοιμόγεννη γυναίκα. Πόσο σκληρή καρδιά πρέπει να έχη κανείς για να εγκαταλείψη μια γυναίκα μέσα σε μια κρύα σπηλιά, και μάλιστα όταν βρισκόταν στην ώρα της γέννας της; Ο Χριστός γεννήθηκε μεταξύ των αλόγων. Δεν είχε καμμιά βοήθεια και εξυπηρέτηση από κλινικές, ιατρούς, ιατρικές παρακολουθήσεις, στοιχειώδεις περιποιήσεις. Μόνον μια γυναίκα που πέρασε αυτές τις στιγμές του τοκετού μπορεί να καταλάβη το μέγεθος της ταλαιπωρίας της Παναγίας και την οδύνη του μικρού Χριστού.
Ο Χριστός αμέσως μετά την Γέννησή Του αντιμετώπισε την θηριώδη μανία του Ηρώδη. Ο Άγγελος Κυρίου διεμήνυσε στον Ιωσήφ να πάρη το «Παιδίον» και να φύγη στην Αίγυπτο και να παραμείνη εκεί μέχρι νεωτέρας εντολής, γιατί επρόκειτο ο Ηρώδης να αναζητήση το Παιδί και να το σκοτώση (Λουκ. β ,13). Μάλιστα ο Ηρώδης, φοβούμενος την απώλεια της εξουσίας του, σκότωσε όλα τα παιδιά που ζούσαν στην Βηθλεέμ και τα περίχωρά της και ήταν σε ηλικία κάτω από δύο ετών. Έτσι, εκτός από την αφιλοξενία των ανθρώπων, ο Χριστός δέχθηκε αμέσως μετά την γέννησή Του την μανία και τον θυμό της φοβισμένης κοσμικής εξουσίας.
Έπειτα, ο Ιωσήφ παρέλαβε τον Χριστό και την Παναγία και τους οδήγησε στην Αίγυπτο. Έτσι, ο Χριστός από μικρός γνώρισε και την προσφυγιά, την ξενιτειά, την εξορία. Και, βεβαίως, η πορεία από την Βηθλεέμ στην Αίγυπτο με τα μέσα της εποχής εκείνης και μάλιστα σε μια κρίσιμη κατάσταση της Παναγίας και του Χριστού ήταν μια οδυνηρή περιπέτεια.
Έτσι, ο Χριστός από την πρώτη στιγμή της Γεννήσεώς Του γνώρισε τον πόνο, την ανθρώπινη ταλαιπωρία, δηλαδή την αφιλόξενη διαγωγή των ανθρώπων, την θηριωδία της εξουσίας, την τραγικότητα της προσφυγιάς. Αλλά τα ίδια έζησε και στο τέλος της βιολογικής Του ζωής, αφού και τότε αντί του Σπηλαίου συνάντησε τον Γολγοθά, αντί της θηριωδίας του Ηρώδου αντιμετώπισε την μανία του πλήθους και την αβουλία του τότε Ηρώδου και του Πιλάτου, και αντί της εξορίας και της προσφυγιάς βίωσε την εγκατάλειψη ακόμη και από τους μαθητάς Του, πλην του Ευαγγελιστού Ιωάννη, και τον ενταφιασμό Του στον κήπο του Κεραμέως, που ήταν ο τόπος στον οποίο ενταφιάζονταν οι ξένοι. Ο Χριστός ήλθε στην γη ως ξένος, πέθανε και ενταφιάσθηκε ως ξένος, αλλά μας γέμισε με ευλογίες, αφού έγινε ο πιο δικός μας άνθρωπος, ο Κύριός μας και ο Θεός μας.
Όλα, όμως, όσα έγιναν στην ζωή του Χριστού επαναλαμβάνονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε όλους τους αιώνας, επομένως και σήμερα. Γιορτάζουμε αυτές τις ημέρες την Γέννηση του «παιδίου νέου», του Χριστού, με πολλές εκδηλώσεις χαράς, με ύμνους και τραγούδια, με δώρα και ευχαριστιακές συνάξεις, αλλά ταυτοχρόνως είμαστε έτοιμοι να πράξουμε τα ίδια στα παιδιά που γεννιώνται και σήμερα μέσα στις οικογένειες και τις κοινωνίες μας. Δυστυχώς και σήμερα τα παιδιά αντιμετωπίζουν τις εκδηλώσεις των παθών των μεγάλων ανθρώπων.
Υπάρχουν και σήμερα παιδιά που γεννιούνται μέσα σε δύσκολες και τραγικές συνθήκες, χωρίς να υπάρχουν τα μέσα που έχει δημιουργήσει η πολιτισμένη κοινωνία μας, με τα επιτεύγματα της επιστήμης, χωρίς γιατρούς και χωρίς τις περιποιήσεις μιας καλής οργανωμένης Γυναικολογικής Κλινικής. Υπάρχουν παιδιά που γεννιούνται μέσα σε πολεμικές συγκρούσεις και σε όλες τις τραγικές συνέπειες του πολέμου. Ακόμη, υπάρχουν παιδιά που μεγαλώνουν σε δύσκολες καταστάσεις, με πείνα και στέρηση, χωρίς τροφή και ζεστασιά. Καθημερινώς μαθαίνουμε, βλέπουμε και ακούμε περιστατικά, σύμφωνα με τα οποία παιδιά βασανίζονται από ανάλγητους ανθρώπους, εξαναγκάζονται να γίνουν πρόσφυγες, παιδιά που βιάζονται, που γίνονται αντικείμενα ποικίλης εκμετάλλευσης, που εξαναγκάζονται να εργάζωνται σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες για να μπορέσουν να ζήσουν και αυτά, αλλά και να θρέψουν και τα μέλη των οικογενειών τους, παιδιά που πιέζονται να κρατούν όπλα και να πολεμούν στις διενέξεις του μίσους, που δέχονται όλες τις πιέσεις των οικογενειακών και συζυγικών συγκρούσεων. Πληροφορούμαστε για παιδιά που δεν κατορθώνουν να γεννηθούν και να δουν το φως της ζωής, που γίνονται πειραματόζωα, θύματα της ευδαιμονίας και του οικονομικού κέρδους μερικών μεγάλων και ισχυρών. Δυστυχώς, και σήμερα ο Χριστός εξακολουθεί να υποφέρη στα πρόσωπα όλων αυτών των αδελφών Του «των ελαχίστων», στα πρόσωπα των παιδιών όλου του κόσμου που ταλαιπωρούνται από σύγχρονες μάστιγες.
Δεν έχει τελειωμό όλη αυτή η απαρίθμηση των συγχρόνων σπηλαίων, των σημερινών διαδόχων του Ηρώδη και της καθημερινής προσφυγιάς, με τα οποία βασανίζονται τα παιδιά. Βλέπει κανείς τα ματάκια πολλών παιδιών, τα οποία στην αρχή της ζωής τους είναι γεμάτα από απορία για την κατάσταση που συναντούν, γεμάτα από πόνο και ερωτηματικά για την ανθρώπινη θηριωδία και για την σύγχρονη σκληρή και απάνθρωπη καρδιά των μεγάλων. Και καθώς τα πρόσωπά τους είναι αγνά και καθαρά, προβάλλεται μέσα από αυτά εντονώτερα και με καθαρότερο τρόπο το βάθος των οφθαλμών και φαίνεται καλύτερα ο πόνος τους, η αγωνία τους, η απορία τους, τα ερωτηματικά τους, ίσως και η αγανάκτησή τους γι’ αυτά που συναντούν.
Η εορτή των Χριστουγέννων, που είναι εορτή του «παιδίου νέου», θα πρέπη να μας δώση αφορμή να στρέψουμε την προσοχή μας στον παιδικό πόνο, στα ορφανά παιδιά, τα εγκαταλελειμμένα, τα προσφυγόπουλα, τα περιφρονημένα, τα φτωχά, τα αδικημένα, τα απελπισμένα, τα ποικιλοτρόπως ταλαιπωρημένα και να τα βοηθήσουμε αποτελεσματικά, ώστε να σταματήση η οδύνη και η ταλαιπωρία τους.
Έχουν πη ότι τα παιδιά και οι άγιοι, μέσα στον σύγχρονο κόσμο της αδικίας και του ατομικού συμφέροντος, ομοιάζουν με τους αγγέλους του Παραδείσου, είναι τα παράθυρα που δείχνουν τον ίδιο τον Παράδεισο. Όμως, αυτά τα παιδιά σήμερα με τις ταλαιπωρίες που αντιμετωπίζουν, με τον πόνο τους και την αγωνία τους, είναι και ένα άλλο παράθυρο που δείχνει την κόλαση την οποία δημιουργούν οι μεγάλοι και ισχυροί της γης, που διακατέχονται από τα ποικίλα πάθη.
Η εορτή των Χριστουγέννων θα πρέπη να μας κάνη να αγαπήσουμε αληθινά ακόμη περισσότερο τα νέα παιδιά, να μη τα τραυματίζουμε ψυχικά και σωματικά, αλλά να τους δημιουργούμε καλές συνθήκες για να μεγαλώνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ώστε να βελτιωθούν τα πράγματα της κοινωνίας μας.
Εύχομαι σε όλους σας χρόνια πολλά και το «παιδίον νέον» να προστατεύση όλα τα παιδιά του κόσμου, να λιγοστεύση τον πόνο τους και την αγωνία τους.–

Αναθεώρηση του Συντάγματος και Εκκλησία Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου (δημοσιεύθηκε στον "Κόσμο του Επενδυτή", στις 7-1-2006)


Από τον Πρωθυπουργό έχει ανακοινωθή ότι θα αρχίσουν σε λίγους μήνες οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος και ότι η επομένη Βουλή θα είναι αναθεωρητική.
Αυτή η ανακοίνωση της αναθεώρησης του Συντάγματος έχει συμπέσει με τις προτάσεις μερικών Κομμάτων και άλλων προσώπων για τον λεγόμενο «χωρισμό μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας», οπότε πολλοί ερωτούν αν και κατά πόσον θα τεθή θέμα προς αναθεώρηση το άρθρο 3 του Συντάγματος που κάνει λόγο για τις σχέσεις μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας.
Για το θέμα αυτό θα ήθελα να καταγράψω μερικές σκέψεις μου.
1. Ήδη η Υπουργός Παιδείας κ. Μαριέτα Γιαννάκου και ο Υπουργός Εσωτερικών κ. Προκόπης Παυλόπουλος δήλωσαν ότι δεν θα τεθή προς αναθεώρηση το άρθρο 3 του Συντάγματος. Βεβαίως μερικοί άλλοι εξέφρασαν διαφορετική άποψη για το θέμα αυτό.
Προσωπική μου άποψη είναι ότι πράγματι, παρά τα όσα αντίθετα λέγονται, από πλευράς τουλάχιστον Κυβερνήσεως, δεν θα τεθή θέμα αναθεώρησης αυτού του άρθρου. Πέρα από τους πολιτικούς λόγους υπάρχουν και άλλοι που μου δημιουργούν αυτήν την άποψη.
Ο βασικότερος είναι ότι στο άρθρο αυτό σαφώς ρυθμίζεται η διακριτότητα των ρόλων μεταξύ Εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, αφού δηλώνεται ότι η Εκκλησία είναι Σώμα Χριστού και κεφαλή της έχει τον Χριστό, ότι είναι ενωμένη δογματικά με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία, ότι τηρεί τους ιερούς Αποστολικούς και Συνοδικούς κανόνες και τις ιερές παραδόσεις, ότι είναι αυτοκέφαλη και διοικείται από την Σύνοδο των Αρχιερέων όπως ορίζει ο Καταστατικός Χάρτης, και σύμφωνα με τον Πατριαρχικό Τόμο του 1850 για την αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος και την Συνοδική Πράξη του 1828, για τις λεγόμενες Νέες Χώρες. Οπότε στο άρθρο αυτό γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης.
Νομίζω ότι δεν μπορεί τίποτε να αλλάξη από το άρθρο αυτό, δήθεν για να «ελευθερωθή» η εκκλησιαστική διοίκηση από την κρατική διοίκηση, γιατί ούτε ο Καταστατικός Χάρτης προβλέπεται να είναι νόμος του Κράτους, ούτε είναι εύκολο να απαλειφθούν τα διαγορευόμενα στο άρθρο αυτό περί των Πατριαρχικών και Συνοδικών Πράξεων, γιατί αυτό θα δημιουργούσε συνέπειες για την Ελλάδα, αφού το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα είχε τότε την δυνατότητα να ανακαλέση τις Πατριαρχικές αυτές Πράξεις. Σε μια τέτοια περίπτωση θα επακολουθήση αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ Ελληνικής Πολιτείας και Οικουμενικού Πατριαρχείου και αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ Οικουμενικού Πατριαρχείου και Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος, πράγμα το οποίο δεν είναι εύκολο.
Αν και δεν προβλέπεται από το άρθρο 3 ο Καταστατικός Χάρτης να είναι νόμος του Κράτους, όμως, όπως υποστηρίζεται από Νομικούς, αυτό προβλέπεται από το άρθρο 72 του εν ισχύι Συντάγματος. Νομίζω ότι θα μπορούσε να γίνη τροποποίηση του άρθρου 72 ως προς το σημείο αυτό, ώστε ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας να μην είναι νόμος. Εάν δεν προτιμηθή αυτή η οδός, τότε, σε συνδυασμό με το «πνεύμα» του άρθρου 3, μπορεί να ψηφισθή ως Καταστατικός Χάρτης ένας νόμος, ο οποίος να καθορίζη την νομική προσωπικότητα της Εκκλησίας και να δίνη πολλές εξουσιοδοτήσεις στην Εκκλησία, η οποία θα ρυθμίζη ελεύθερα τα του οίκου της.
2. Επειδή όμως γίνεται λόγος για τον εκσυγχρονισμό της νομοθεσίας ως προς την θρησκεία και τις θρησκευτικές κοινότητες, αυτό μπορεί να γίνη μέσα από τις διατάξεις του άρθρου 13, το οποίο ρυθμίζει και κατοχυρώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης των πολιτών, την ελευθερία κάθε γνωστής θρησκείας, τις υποχρεώσεις των θρησκευτικών λειτουργών κάθε γνωστής θρησκείας κλπ, καθώς επίσης καθορίζεται ότι η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις κάθε Έλληνος πολίτη. Οπότε, πολλές αλλαγές που έχουν σχέση με την θρησκευτική αλλά και την ατομική ελευθερία των Πολιτών μπορούν να στηριχθούν στο άρθρο 13 και όχι στο άρθρο 3.
Αν όμως θεωρηθή ότι το άρθρο 13 δεν καλύπτει πλήρως πολλές τέτοιες εκσυγχρονιστικές τάσεις, τότε μπορεί να γίνη τροποποίηση του άρθρου αυτού προς το καλύτερο και εκσυγχρονιστικότερο.
3. Πέρα από αυτά είναι γνωστόν ότι το έτος 1987-88 συγκροτήθηκε μια Μικτή Επιτροπή μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας για να μελετήση τις σχέσεις μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, η οποία Επιτροπή, ύστερα από πολλές και πολύωρες Συνεδριάσεις, κατήρτισε ένα «προσχέδιο συμφωνίας Πολιτείας και Εκκλησίας», καθώς επίσης κατήρτισε ένα «προσχέδιο Νόμου περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος», στο οποίο καθορίζονται οι σχέσεις μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, για το καλό και των δύο αυτών «θεσμών» του έθνους μας. Διαβάζοντας κανείς τα δύο αυτά κείμενα εκτιμά το «πνεύμα» των συντακτών τους και την ελευθερία με την οποία διέπονται. Μεταξύ αυτών των συντακτών συγκαταλέγονται από πλευράς Εκκλησίας ο τότε Μητροπολίτης Δημητριάδος και νυν Αρχιεπίσκοπος, ο νυν Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης, ο Μητροπολίτης Θηβών και ο Μητροπολίτης Τρίκκης και από πλευράς Πολιτείας οι Καθηγητές Σταθόπουλος και Παπαστάθης, οι οποίοι και σήμερα έχουν ενεργό ρόλο στην κοινωνική και εκκλησιαστική ζωή.
Αισθάνθηκα δε βαθειά έκπληξη όταν διάβασα τα κείμενα αυτά, και πολλές φορές διερωτήθηκα: γιατί δεν ετέθησαν τότε σε εφαρμογή αυτά τα προσχέδια και δεν έγιναν νόμοι του Κράτους, αφού είχαν την σύμφωνη γνώμη της Εκκλησίας και της Πολιτείας και είχαν ευεργετικές διατάξεις για τον τρόπο της συνεργασίας και των σχέσεών τους; Θεωρώ ότι αν γινόταν αυτό, τα πράγματα θα οδηγούντο σε έναν καλό δρόμο από τότε και θα αποφεύγαμε όλο αυτό το διάστημα τις ατέρμονες και ζημιογόνες συζητήσεις για τον λεγόμενο «χωρισμό Εκκλησίας και Πολιτείας».
Υπήρξαν διάφοροι ανασχετικοί παράγοντες που συνετέλεσαν στο να μη εφαρμοσθή αυτή η κατ’ αρχήν συμφωνία μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται το πολιτικό κόστος, ο φόβος της Πολιτείας σε μια Εκκλησία που θα ήταν πιο ελεύθερη και απηλλαγμένη από τον ασφυκτικό έλεγχό της, η στάση που θα τηρούσαν τα άλλα θρησκεύματα κλπ. Αλλά οι ίδιοι αυτοί παράγοντες ισχύουν και σήμερα και δεν γνωρίζω πως μπορούν να ξεπερασθούν.
Συμπερασματικά θα ήθελα να τονίσω ότι, κατά την γνώμη μου, δεν υφίσταται ανάγκη αναθεωρήσεως του άρθρου 3. Αλλά εάν χρειάζεται καλύτερος εκσυγχρονισμός, και ίσως χρειάζεται, αυτός πρέπει να προσδιορισθή από το άρθρο 13. Κι αν είναι ανάγκη ο Καταστατικός Χάρτης της Εκκλησίας να αποκτήση μια νομική κατοχύρωση, τότε θα πρέπη να τεθή ως βάση συζητήσεως το «προσχέδιο συμφωνίας μεταξύ Πολιτείας και Εκκλησίας» και το «προσχέδιο περί του Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας της Ελλάδος» που καταρτίσθηκε το έτος 1988 από την Μικτή Επιτροπή μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας.