Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

Ο Μέγας διδάσκαλος και ειρηνικός "κατακτητής" της Ερήμου!...


ΟΣΙΟΣ ΜΑΚΑΡΙΟΣ Ο ΑΙΓΥΠΤΙΟΣ
19 Ιανουαρίου

Ο άγιος Μακάριος ο Μέγας ανήκει στη Dream Team της Ερήμου. Μαζί με κορυφαίους πνευματικούς αγωνιστές & αγίους διδασκάλους της πρώτης & δεύτερης γενιάς αναχωρητών, όπως τους: Μέγα Αντώνιο, Παύλο τον Απλό, Μέγα Ποιμένα, Μέγα Σισώη, Μέγα Αρσένιο κ.ά. Είναι ένας ειρηνικός κατακτητής της Ερήμου, που πολέμησε με την κακία των ανθρώπων, αλλά και με τους δαίμονες.
Κι εμείς ζούμε σε μια έρημο γεμάτη κακία και δαίμονες. Συχνά κι η καρδιά μας είναι μια τέτοια έρημος, με παρόμοια "πανίδα". Αξίζει λοιπόν να γνωρίσουμε αυτούς που δάμασαν τη δική τους έρημο, αλλά και τη γήινη έρημο. Έχουν πολλά να μας πούν!
Με σεβασμό, αναδημοσιεύουμε ένα μικρό αφιέρωμα.

π. Γεωργίου Παπαβαρνάβα

Ο όσιος Μακάριος ο Αιγύπτιος έζησε τον 4ο αιώνα μ. Χ. Πέρασε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του στην έρημο με εγκράτεια και προσευχή. Τα ασκητικά του παλαίσματα είναι όντως θαυμαστά και η διδασκαλία του είναι καρπός εμπειρίας. Δηλαδή, τα όσα διδάσκει είναι αληθινή θεολογία, είναι ρήματα ζωοποιά και σωτηριώδη, τα οποία εξέρχονται από καρδιά που είναι ναός του Αγίου Πνεύματος και γι’ αυτό γλυκαίνουν τον νου και την καρδιά και δημιουργούν έμπνευση και διάθεση για προσευχή. 

Όσο επεδίωκε την σιωπή και την ησυχία, τόσο η φήμη τον κατεδίωκε και γι’ αυτό έτρεχαν στην έρημο πάρα πολλοί άνθρωποι για να ακούσουν την σοφή διδασκαλία του και να τραφούν πνευματικά. Αυτός τότε, όταν καταλάβαινε ότι συγκεντρωνόταν έξω από το κελλί του πλήθος ανθρώπων, έφευγε μέσα από υπόγεια σήραγγα, που ένα μέρος της έσκαψε ο ίδιος με τα χέρια του, σε μια σπηλιά, όπου συνέχιζε να προσεύχεται στην αγαπημένη του ησυχία. Αυτό το έκανε από αγάπη για τους ανθρώπους και όχι από περιφρόνηση και αδιαφορία γι’ αυτούς, αφού τους αγαπούσε αληθινά, αλλά αισθανόταν ότι τους ωφελούσε περισσότερο με την προσευχή του παρά με τον λόγο του. Η προσευχή του είχε μεγάλη δύναμη και δι’ αυτής ο Θεός ετέλεσε πολλά θαύματα, αρκετά από τα οποία, όπως θεραπείες ασθενών και δαιμονιζομένων, καθώς και αναστάσεις νεκρών, αναφέρει λεπτομερώς ο ιστορικός Παλλάδιος. 

Ένα από τα πολλά θαύματα που τέλεσε ο Θεός εισακούοντας την προσευχή του δούλου του, Μακαρίου, είναι και το εξής: Κάποια μέρα εφόνευσαν κρυφά έναν άνθρωπο και οι στρατιώτες χωρίς να γνωρίζουν τον ένοχον συνέλαβαν κάποιον αθώο. Εκείνος διαμαρτυρόταν και φώναζε ότι είναι αθώος, αλλά οι στρατιώτες δεν επείθοντο και ενώ τον οδηγούσαν στην δικαιοσύνη, μπόρεσε και τους ξέφυγε και κατέφυγε στο κελλί του οσίου Μακαρίου. Οι στρατιώτες μπήκαν στο κελλί, τον συνέλαβαν και τον έδεσαν, ενώ εκείνος φώναζε συνεχώς ότι είναι αθώος. Ο όσιος τον λυπήθηκε και πήγε στον τάφο του φονευθέντος μαζί με όλους εκείνους τους ανθρώπους. Γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά και μετά ρώτησε τον φονευθέντα εάν ο φερόμενος ως δράστης είναι αυτός που τον εφόνευσε. Τότε ακούσθηκε φωνή μέσα από τον τάφο να λέγη ότι ο άνθρωπος αυτός είναι αθώος και ότι «άλλος με εφόνευσε τίμιε πάτερ». Ο όσιος τον ευχαρίστησε και του είπε να αναπαυθή εν ειρήνη. Τότε οι στρατιώτες ελευθέρωσαν τον αθώο και παρεκάλεσαν τον όσιο να τους υποδείξη τον ένοχο, αφού ερωτήση και πάλι τον φονευθέντα. Ο όσιος Μακάριος τους είπε ότι είναι αρκετό το ότι τους βεβαίωσε πως ο άνθρωπος αυτός δεν πρέπει να τιμωρηθή γιατί είναι αθώος και ότι ο ίδιος δεν είναι κριτής για να τιμωρήση τον ένοχο. 

Στα Συναξάρια αναφέρονται κάποια περιστατικά, τα οποία είναι εντυπωσιακά και ταυτόχρονα διδακτικά. Ένα από αυτά είναι και το παρακάτω:
- Κάποτε εκεί που περπατούσε συνάντησε δύο νέους διαφορετικού φύλου να περιπτύσσονται και να ασπάζονται περιπαθώς ο ένας τον άλλον. Ο όσιος αντί να τους κατακρίνη, ελεεινολόγησε τον εαυτό του λέγοντας: «Εσύ άθλιε έχεις τόση αγάπη προς τον Χριστό όσην έχουν αυτά τα παιδιά μεταξύ τους;». Μέ αυτόν τον τρόπο ταπεινώθηκε, αλλά και την κατάκριση απέφυγε.
Ετελειώθη εν ειρήνη σε βαθύ γήρας, ήτοι σε ηλικία 90 ετών.

Ο ιερός υμνογράφος απευθυνόμενος στον όσιο Μακάριο του λέγει, μεταξύ των άλλων, και τα εξής: 
«Της μακαριότητος της υπέρ νουν ορεγόμενος, ελογήσω θεσπέσιε· τρυφήν την εγκράτειαν, την πτωχείαν πλούτον, την ακτημοσύνην περιουσίαν ασφαλή και ευδοξίαν την μετριότητα· διό και της εφέσεως της κατά γνώμην επέτυχες, εν σκηναίς αυλιζόμενος των αγίων, Μακάριε» (Στιχηρό Εσπερινού). 
Δηλαδή, ο όσιος αγαπούσε περισσότερο από όλα τον Θεό και ορεγόταν [=ποθούσε, λαχταρούσε] όχι τα πρόσκαιρα και φθαρτά, αλλά την μακαριότητα της Βασιλείας Του. Για τον λόγο αυτόν θεωρούσε ως τρυφή [=πολυτέλεια, άνεση] την εγκράτεια, ως αληθινό πλούτο την φτώχεια, ως ασφαλή περιουσία την ακτημοσύνη και ως αληθινή δόξα την ταπείνωση. Γι’ αυτό και επέτυχε να απολαύση αυτά που ποθούσε και για τα οποία αγωνιζόταν και αγάλλεται αιωνίως στα ουράνια σκηνώματα μαζί με όλους τους Αγίους. 

Ο βίος και η πολιτεία του οσίου Μακαρίου μας δίνουν την αφορμή να τονίσουμε τα ακόλουθα:
Αληθινός πλούτος είναι αυτός που δεν φθείρεται και που δεν μπορούν οι κλέφτες να τον κλέψουν και να τον αφαιρέσουν από τον κάτοχό του. Και τέτοιος είναι η εκούσια φτώχεια που αποκτάται με την ελεημοσύνη, η οποία είναι στην πραγματικότητα κατάθεση στα «θησαυροφυλάκια» του ουρανού. Ασφαλής περιουσία είναι ο πλούτος της κεκαθαρμένης από τα πάθη καρδιάς, επειδή μέσα σ’ αυτήν είναι θησαυρισμένη η άκτιστη Χάρη του Θεού.
Όποιος κυνηγά τον πρόσκαιρο πλούτο και την εφήμερη δόξα στην πραγματικότητα απεμπολεί την ελευθερία με την οποία τον προίκησε ο Θεός και υποδουλώνεται στους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι, με τον έναν η τον άλλο τρόπο, τον βοήθησαν να τα αποκτήση, επειδή τον έχουν στο χέρι, κατά το κοινώς λεγόμενο, και μπορούν να τον εκβιάζουν όποτε θέλουν. Όποιος υποδουλώνεται ελεύθερα στον Θεό και ζη κάτω από την σκέπη Του, σύμφωνα με το θέλημά Του, αυτός, κατά τον όσιο Μακάριο, δέχεται «την εξ ύψους δύναμιν, την επουράνιον του Πνεύματος αγάπην και αφού λάβει το επουράνιο πυρ της αθανάτου ζωής, λύεται από κάθε κοσμική και ψεύτικη αγάπη και ελευθερώνεται από κάθε δεσμό κακίας» και παραμένει αληθινά ελεύθερος να αγαπά και να πράττη το αγαθό και ευάρεστο στον Θεό. 
 
Αληθινά ελεύθερος δεν είναι εκείνος ο οποίος κάνει ο,τι του υπαγορεύουν τα πάθη, οι κακίες και οι αδυναμίες του, ήτοι το να αμαρτάνη, να μισή, να γκρεμίζη και να καταστρέφη, αλλά εκείνος που μπορεί να αγαπά ανιδιοτελώς και να σέβεται, να προσφέρη και να ευεργετή με κάθε τρόπο τους συνανθρώπους του. 

Το όραμα του αγίου Μακάριου για την Κόλαση & ο ξυλοδαρμός του για το νόθο παιδί μιας κοπέλας
 

Ο άγιος Μακάριος, βαδίζοντας στην έρημο, ξέθαψε κατά λάθος με το ραβδί του ένα κρανίο. Έσκυψε λοιπόν, το έθαψε με σεβασμό και προσευχήθηκε για τον άνθρωπο, στον οποίο ανήκε. Τότε του εμφανίστηκε η ψυχή και τον πληροφόρησε ότι, όταν ζούσε, ήταν λάτρης των δαιμόνων (ιερέας της Ίσιδος) και τώρα βρισκόταν στην κόλαση. «Και πώς είναι εκεί;» ρώτησε ο άγιος. «Τα πάντα βρίσκονται μέσα στη φωτιά» απάντησε η ψυχή. «Κι εμείς είμαστε δεμένοι πλάτη με πλάτη. Όμως, όταν εσύ προσεύχεσαι για μας, βλέπουμε λίγο ο ένας τον άλλο, όση ώρα διαρκεί η προσευχή».
Ξέρουμε από τους αγίους χριστιανούς διδασκάλους ότι η φωτιά, που ανέφερε η ψυχή, είναι το Φως του Θεού, στο οποίο λούζονται τα πάντα στον άλλο κόσμο. Η αίσθηση που βιώνουν από Αυτό το Φως εκείνοι που το βλέπουν μέσα από την παραμόρφωση του εγωισμού είναι αυτό που περιγράφεται ως «πυρ της κολάσεως».
Ο άγιος Μακάριος ο Αιγύπτιος ήταν τόσο καλός, ώστε, όταν μια νέα γυναίκα που είχε μείνει έγκυος από κάποιον κρυφό εραστή, τον συκοφάντησε ότι το παιδί ήταν δικό του, εκείνος το δέχτηκε, υπέμεινε κάθε είδους προσβολές από τον πληθυσμό εκείνου του τόπου και άρχισε να δουλεύει διπλάσια, για να συντηρήσει και τη γυναίκα με το παιδί της. Και, όταν αργότερα αποκαλύφθηκε η συκοφαντία, έφυγε κρυφά και δε ζήτησε ποτέ το δίκιο του [από εδώ & εδώ].
 
Η συνάντηση του αγίου με τους δύο Γυμνούς Ασκητές της «Εσώτερης Ερήμου»

Μακαρίου του Αιγυπτίου του Αλεξανδρέως τα ευρισκόμενα πάντα. Αποφθέγματα, 238-240. Στο Migne, Patrologia Graeca,  τ. 34, 237-240:

«Ήλθε ποτέ Μακάριος ο Αιγύπτιος από Σκήτεως εις το όρος της Νιτρίας, εις την προσφοράν του αββά Παμβώ. Και λέγουσιν αυτώ οι γέροντες: Ειπέ ρήμα τοις αδελφοίς, πάτερ. Ο δε είπεν: Εγώ ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Καθημένω γαρ μοι ποτέ εν τω κελλίω εις Σκήτιν, ώχλησάν μοι οι λογισμοί λέγοντες: άπελθε εις την έρημον και ίδε τι βλέπεις εκεί. Έμεινα δε πολεμών τω λογισμώ πέντε έτη, λέγων μήπως από δαιμόνων εστίν. Και ως επέμεινεν ο λογισμός, απήλθον εις την έρημον. Και εύρον εκεί λίμνην υδάτων και νήσον εν μέσω αυτής. Και ήλθον τα κτήνη της ερήμου πιείν εξ αυτής. Και είδον εν μέσω αυτών δύο ανθρώπους γυμνούς. Και εδειλίασε το σώμα μου. Ενόμισα γαρ ότι πνεύματα εισίν. Αυτοί δε με ως είδον δειλιώντα, ελάλησαν προς με: Μη φοβού, και ημείς άνθρωποι εσμέν.
»Και είπον αυτοίς: πόθεν εστέ, και πώς ήλθετε εις την έρημον ταύτην; Και είπον: Από κοινοβίου εσμέν. Και γέγονεν ημίν συμφωνία και εξήλθομεν ώδε. Ιδού τεσσαράκοντα έτη, και ο μεν είς Αυγύπτιος, ο δε έτερος Λυβικός υπάρχει. Και επηρώτησάν με και αυτοί λέγοντες: Πώς ο κόσμος; Και ει έρχεται το ύδωρ κατά καιρόν αυτού, και ει έχει ο κόσμος την ευθηνίαν αυτού, και είπον αυτοίς: ναι. Καγώ αυτούς ηρώτησα: πώς δύναμαι γενέσθαι μοναχός; Και λέγουσί μοι: Εάν μη αποτάξηται τις πάσι τοις του κόσμου, ου δύναται γενέσθαι μοναχός. Και είπον αυτοίς: Εγώ ασθενής ειμί και ου δύναμαι ως υμείς. Και είπον μοι και αυτοί: Και εάν ου δύνασαι ως ημείς, κάθου εις το κελλίον σου, και κλαύσον τας αμαρτίας σου. Και ηρώτησα αυτούς: Όταν γίνηται χειμών, ου ριγάτε; Και όταν γίνηται καύμα, ου καίεται τα σώματα υμών; Οι δε είπον: Ο Θεός εποίησεν ημίν την οικονομίαν ταύτην, και ούτε τω χειμώνι ριγώμεν, ούτε τω θέρει το καύμα ημάς αδικεί.
Διά τούτο είπον υμίν ότι ούπω γέγονα μοναχός, αλλ’ είδον μοναχούς. Συγχωρήσατέ μοι, αδελφοί».

Νεοελληνική απόδοση:

Κάποτε ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ήρθε από τη Σκήτη στο όρος της Νιτρίας, στον αββά Παμβώ. Και οι γέροντες του λένε: «Πες ένα λόγο στους αδελφούς, πάτερ». Και εκείνος είπε: «Εγώ δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Διότι, κάποτε, ενώ καθόμουν στο κελλί μου, με ενόχλησαν οι λογισμοί λέγοντας: “Πήγαινε στην έρημο, να διαπιστώσεις τι θα δεις εκεί”. Έμεινα αντιστεκόμενος στο λογισμό πέντε χρόνια, διστάζοντας μήπως προέρχεται από δαίμονες. Καθώς όμως επέμεινε ο λογισμός, πήγα στην έρημο. Και εκεί βρήκα μια λίμνη και ένα νησί στη μέση της. Και ήρθαν τα ζώα της ερήμου να πιουν νερό, και είδα ανάμεσά τους δύο ανθρώπους γυμνούς. Και δείλιασε το σώμα μου, γιατί νόμισα ότι είναι πνεύματα. Εκείνοι όμως, όταν με είδαν να δειλιάζω, μου είπαν: “Μη φοβάσαι, κι εμείς άνθρωποι είμαστε”.
»Και τους είπα: “Από πού είστε και πώς ήρθατε σ’ αυτή την έρημο;” Και είπαν: “Είμαστε από ένα κοινόβιο. Και κατόπιν κοινής συμφωνίας ήρθαμε εδώ. [Ζούμε εδώ] σαράντα χρόνια και είμαστε ο ένας Αυγύπτιος και ο άλλος Λίβυος”. Και με ρώτησαν και αυτοί: “Σε τι κατάσταση βρίσκεται ο κόσμος; Βρέχει στην ώρα του και έχει ο κόσμος την αφθονία του;” Και τους είπα: “Nαι”. Κι εγώ τους ρώτησα: “Πώς μπορώ να γίνω μοναχός;” Και μου λένε: “Εάν δεν απαρνηθεί κάποιος όλα τα του κόσμου, δε μπορεί να γίνει μοναχός”. Και τους είπα: “Εγώ είμαι αδύναμος και δε μπορώ σαν εσάς”. Και μου είπαν και αυτοί: “Και εάν δε μπορείς σαν εμάς, να κάθεσαι στο κελλί σου και να θρηνείς τις αμαρτίες σου”. Και τους ρώτησα: “Όταν γίνεται χειμώνας, δεν κρυώνετε; Και όταν γίνεται καύσωνας, δεν καίγονται τα σώματά σας;”. Εκείνοι είπαν: “Ο Θεός μας έκανε αυτή τη χάρη, και ούτε το χειμώνα κρυώνουμε, ούτε το καλοκαίρι μας βασανίζει ο καύσωνας”.
»Γι’ αυτό σας είπα δεν έχω γίνει ακόμη μοναχός, αλλά είδα μοναχούς. Συγχωρέστε με, αδελφοί».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου